Μια ιστορία απαγορευμένου ερωτικού πάθους σε μια μικρή αγροτική κοινότητα της Πολωνίας, στις αρχές του 20ού αιώνα, μέσα από την οποία ξεδιπλώνονται ο αρχέγονος δεσμός του ανθρώπου με τη φύση και την εναλλαγή των εποχών, οι χαμένες παραδόσεις ενός κόσμου που ξεμακραίνει στον ορίζοντα, οι υποδόριοι κοινωνικοί μετασχηματισμοί, η σχεδόν αλληγορική διαχρονικότητα που χαρακτηρίζει τις ταξικές και οικογενειακές συγκρούσεις.

Σκηνοθεσία:

DK Welchman

Hugh Welchman

Κύριοι Ρόλοι:

Kamila Urzedowska … Jagna Paczesiowna

Robert Gulaczyk … Antek Boryna

Miroslaw Baka … Maciej Boryna

Sonia Mietielica … Hanka Borynowa

Ewa Kasprzyk … Marcjanna Paczes ‘Dominikowa’

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: DK Welchman, Hugh Welchman

Παραγωγή: Sean M. Bobbitt, Hugh Welchman

Μουσική: Lukasz Rostkowski

Φωτογραφία: Szymon Kuriata, Radek Ladczuk, Kamil Polak

Μοντάζ: Patrycja Pirog, Miki Wecel, DK Welchman

Σκηνικά: Piotr Dominiak, Elwira Pluta

Κοστούμια: Katarzyna Lewinska

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Πολύ θετική.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: Chlopi
  • Ελληνικός Τίτλος: Οι Χωρικοί
  • Διεθνής Τίτλος: The Peasants

Σεναριακή Πηγή

  • Μυθιστόρημα: Chlopi του Wladyslaw Stanislaw Reymont.

Κύριες Διακρίσεις

  • Επίσημη πρόταση της Πολωνίας για το ξενόγλωσσο Όσκαρ.

Παραλειπόμενα

  • Τεχνική: Ζωγραφική & Ζωντανοί Χαρακτήρες (rotoscoping)
  • Χρησιμοποιώντας την ίδια τεχνική και μέθοδο με το Loving Vincent, το σκηνοθετικό δίδυμο-ανδρόγυνο μεταφέρει στη μεγάλη οθόνη το ομότιτλο μυθιστόρημα του Wladyslaw Stanislaw Reymont από τις αρχές του 20ού αιώνα, που φέρνει κοντά το σινεμά, τη ζωγραφική και το animation. Περισσότεροι από εκατό ζωγράφοι από τέσσερις διαφορετικές χώρες ζωγράφισαν στο χέρι τα πλάνα της ταινίας -πολλά εκ των οποίων αναπλάθουν διάσημα έργα της πολωνικής ζωγραφικής (Jozef Chelmonski, Ferdynand Ruszczyc και Leon Wyczolkowski)-, η οποία είχε αρχικά γυριστεί με κανονικούς ηθοποιούς, προτού αναλάβουν δράση οι καλλιτέχνες του animation.
  • Ένα από τα στούντιο που συνεργάστηκαν για την ταινία ήταν το MOREFILM στο Κίεβο. Μόλις όμως ξέσπασε ο πόλεμος με τη Ρωσία, οι παραγωγοί άμεσα ανταποκρίθηκαν, μεταφέροντας όσους από τους εργαζόμενους και τις οικογένειες τους γινόταν στην Πολωνία, ώστε να συνεχίσουν από εκεί την εργασία τους. Κάποιοι όμως δεν ήθελαν να φύγουν, και η εταιρία παραγωγής βοήθησε να γίνει και πάλι λειτουργικό το στούντιο για αυτούς. Οι βομβαρδισμοί όμως έφεραν τους ανθρώπους σε σημείο να μην έχουν ρεύμα, και διοργανώθηκε crowdfunding ώστε να μπορέσουν να αποκτήσουν γεννήτρια.
  • Το κλασικό έργο του νομπελίστα Reymont έχει ήδη μεταφερθεί στο βωβό σινεμά το 1922 από τον Eugeniusz Modzelewski, ενώ ήταν η βάση μίνι σειράς του 1972.
  • Κόβοντας 750 χιλιάδες εισιτήρια, έγινε η πιο εμπορική πολωνική ταινία της χρονιάς.

Μουσικά Παραλειπόμενα

  • Ο Lukasz Rostkowski, γνωστός και ως L.U.C., έγραψε και το τραγούδι End of Summer, που ερμηνεύεται από τη Rebel Babel Film Orchestra.

Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης

Έκδοση Κειμένου: 2/1/2024

Το σίγουρο είναι ότι, με τη νέα τους ταινία, οι DK και Hugh Welchman έβαλαν στη «φαρέτρα» τους ακόμη ένα εντυπωσιακότατο εικαστικό επίτευγμα μετά το επίσης έξοχο «Loving Vincent». Και η ιστορία που αφηγούνται είναι αρκετά δυνατή, αν και, ομολογουμένως, χρειαζόταν μεγαλύτερη προσοχή σε κάποιες παραμέτρους της διασκευής της για να προέκυπτε κάτι αρτιότερο δραματουργικά.

Αν και όλα μπαίνουν στη θέση τους στην κορύφωση, η οποία καθιστά σαφές και το κεντρικό νόημα πίσω από τα δρώμενα, μέχρι να έρθει εκείνη η στιγμή παρατηρείται ένα τρόπον τινά παλαντζάρισμα. Πιο συγκεκριμένα, είναι λίγο οξύμωρο να αποτυπώνεται ως σκληρή και δυσάρεστη η πραγματικότητα της τότε εποχής στην πολωνική επαρχία και από την άλλη το φιλμ για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα να δίνει έμφαση στα φανταχτερά κοστούμια και τους ζωηρούς χορούς που είναι μέρος της καθημερινότητας του χωριού, όσο και αν αυτή η απόφαση συμβάλλει στην οπτική απόλαυση του θεατή. Αλλά και ο τρόπος με τον οποίο καταγράφεται η συμμετοχή των γυναικών στις δυσκολίες που αντιμετωπίζει η πρωταγωνίστρια ήθελε μια ελαφρώς καλύτερη μεταχείριση, μιας και σε ορισμένες διαστάσεις του θα μπορούσε να κατηγορηθεί για μια τάση προς τον μισογυνισμό, που σίγουρα δεν ήταν η τελική πρόθεση από τη στιγμή που η κεντρική ηρωίδα έχει ξεκάθαρα θετικές αποχρώσεις στο πώς περιγράφεται.

Πάντως, σε γενικές γραμμές, το σενάριο είναι καλά δουλεμένο ως προς το να αποδώσει τις δομές του χωροχρονικού πλαισίου, ειδικά σε σχέση με το μοτίβο της αντρικής επιβολής που μπορεί να πάρει πολλές μορφές και, σε μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα διαπίστωση, επεκτείνεται σε όλες τις ταξικές διαστρωματώσεις από τη δική της μεριά. Τηρείται επίσης μια έξοχη ισορροπία στον καταμερισμό του κινηματογραφικού χρόνου ανάμεσα στους ουκ ολίγους σε αριθμό χαρακτήρες, με αρκετούς εξ αυτών να σκιαγραφούνται εξαιρετικά ολοκληρωμένα ακόμη και αν έχουν συγκριτικά με άλλους δευτερεύουσα σημασία για την πλοκή. Και η εστίαση στα τοπικά έθιμα, αν κι έχει την προαναφερθείσα προβληματική προέκταση της ωραιοποίησης ενός περιβάλλοντος με πάρα πολλές παθογένειες, εντούτοις προσθέτει μια αύρα μυσταγωγική στη δράση και συνεισφέρει στη δημιουργία μιας ιδιαίτερης και αυθεντικής ατμόσφαιρας. Εντοπίζεται επίσης μια λειτουργική ισορροπία ανάμεσα σ’ έναν ρεαλισμό στην αναπαράσταση της ζωής στην ύπαιθρο και σε μια υπερβατικότητα με εξάρσεις που ενίοτε αγγίζουν και το φανταστικό, η οποία ίσως να είναι κι ένα έμμεσο σχόλιο επάνω στον τρόπο σκέψης του απλού ανθρώπου του 19ου αιώνα, διχασμένος ανάμεσα στην ανάγκη να δει τα πράγματα υπό μια ορθολογική σκοπιά για να επιβιώσει και τη ροπή του προς την πνευματικότητα ή τη δεισιδαιμονία.

Η τεχνική που χρησιμοποιήθηκε και στο «Loving Vincent» πριν κάποια χρόνια εδώ έχει βελτιωθεί, ίσως κι επειδή στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν υπάρχει στον ίδιο βαθμό η γραμμή το τελικό αποτέλεσμα να ανταποκρίνεται στο πώς μοιάζει στο έργο ενός τρίτου καλλιτέχνη. Σκηνοθετικά δε παρατηρούνται μια σβελτάδα κι ένας δυναμισμός, που ξεπερνούν και την παγίδα μιας νοοτροπίας που διέπεται από τη στατικότητα σχετικά με την κίνηση της κάμερας, η οποία υπάρχει ενίοτε στο είδος της ταινίας εποχής λόγω ακαδημαϊκής αντίληψης. Ενώ και τα περάσματα από εποχή σ’ εποχή, όπως ακριβώς συμβαίνει και στη λογοτεχνική πηγή του σεναρίου, αντικατοπτρίζονται εύστοχα και από αντίστοιχες, στρατηγικές αλλαγές στο ύφος, στη μουσική (θαυμάσια και πολυδιάστατη η δουλειά του Lukasz Rotowski στις συνθέσεις του) και στα μοτίβα των συμβολισμών που χρησιμοποιούνται.

Ίσως θα μπορούσαν να προσεγγιστούν με μια καλύτερη θεώρηση ακόμη υψηλότερα καλλιτεχνικά επίπεδα, σίγουρα όμως οι «Χωρικοί» στέκονται ως ένα τρανταχτό παράδειγμα που αποδεικνύει το γιατί η πολωνική κινηματογραφία αυτήν τη στιγμή πιθανότατα είναι μια από τις κορυφαίες στον κόσμο όσον αφορά την αναλογία αξιόλογων φιλμ επί του όγκου της ετήσιας παραγωγής της. Και είναι σημαντικό το ότι το σύνολο δεν κοντοστέκεται απλά στο τεχνικό επίτευγμα γύρω από το οποίο περιστρέφεται, αλλά προσφέρει και άλλες αρετές που βάζουν το κοινό στη θέση να επενδύσει και συναισθηματικά, όχι μόνο να θαυμάσει όμορφες εικόνες.

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

14 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *