Έτερος Εγώ
- Έτερος Εγώ
- The Other Me
- 2016
- Ελλάδα
- Ελληνικά, Γαλλικά
- Αστυνομική, Δραματικό Θρίλερ, Θρίλερ, Μυστηρίου, Νουάρ
- 19 Ιανουαρίου 2017
Ένας δικηγόρος, ένας δικαστής, ένας γιατρός, ένας οδηγός και ο συνεπιβάτης ενός πολυτελούς αυτοκινήτου δολοφονούνται. Ο Δημήτρης Λαΐνης, βοηθός καθηγητή εγκληματολογίας, αναλαμβάνει να λύσει το μυστήριο που κρύβεται πίσω από́ τους πέντε φόνους, οι οποίοι συνδέονται μεταξύ τους ξεκάθαρα και βίαια. Αναπάντεχοι σύμμαχοι του Λαΐνη στο να ξεμπλέξει το πολύπλοκο και επικίνδυνο αυτό κουβάρι, η θεωρία του Πυθαγόρα κι ένας καθηγητής μαθηματικών. Θα καταφέρει να λύσει το μυστήριο και να αποκαλύψει την αλήθεια;
Σκηνοθεσία:
Σωτήρης Τσαφούλιας
Κύριοι Ρόλοι:
Πυγμαλίων Δαδακαρίδης … καθηγητής Δημήτρης Λαΐνης
Δημήτρης Καταλειφός … Αριστοτέλης Αδαμαντινός
Μάνος Βακούσης … αστυνόμος Απόστολος Μπαρασόπουλος
Ιωάννα Κολλιοπούλου … Σοφία
Francois Cluzet … Marcel de Chaffe
Κόρα Καρβούνη … Δανάη
Άννα Καλαϊτζίδου … Κλειώ Ράπτη
Γιώργος Χρυσοστόμου … Μάνθος Κοζορός
Βαγγέλης Αλεξανδρής … Τόνυ Μαρινέλης
Σωκράτης Αλαφούζος … ο πατέρας της Δανάης
Μπάμπης Γιωτόπουλος … ο παππούς της Δανάης
Αντώνης Αντωνίου … Κος Ευθυμίου
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Σωτήρης Τσαφούλιας
Παραγωγή: Φένια Κοσοβίτσα
Μουσική: Κώστας Μαραγκός
Φωτογραφία: Γιώργος Μιχελής
Μοντάζ: Γιώργος Γεωργόπουλος
Σκηνικά: Ηλίας Λεδάκης
Κοστούμια: Άγις Παναγιώτου
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Μέτρια.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Έτερος Εγώ
- Διεθνής Τίτλος: The Other Me
Κύριες Διακρίσεις
- Βραβείο κοινού στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης.
- Βραβείο ειδικών εφέ στα βραβεία Ίρις. Υποψήφιο για καλύτερη ταινία, σενάριο, δεύτερο γυναικείο ρόλο (Ιωάννα Κολλιοπούλου), σκηνικά και μακιγιάζ.
Παραλειπόμενα
- Η ταινία αποσύρθηκε από τις αίθουσες κατά τη δέκατη βδομάδα κυκλοφορίας της, όταν και συνδέθηκε με τη δράση ψυχοπαθούς δολοφόνου οδηγών ταξί, με τον δολοφόνο να φαίνεται ότι αντέγραφε σημεία του σεναρίου της. Πρόλαβε όμως να κόψει 51.947 εισιτήρια.
- Η συνέχεια δόθηκε επί της μικρής οθόνης, με τη σειρά Έτερος Εγώ: Χαμένες Ψυχές (2019).
Κριτικός: Σταύρος Γανωτής
Έκδοση Κειμένου: 4/1/2018
Παρότι τηλεοπτικά το έχουμε δουλέψει στη χώρας μας το θρίλερ, κινηματογραφικά ακόμα αυτό δεν έχει σταθεί απόλυτα στα πόδια του. Δεν υπάρχουν και πολλές-πολλές δικαιολογίες επί αυτού, πέρα από τη γενική αδυναμία των σεναρίων που απαρτίζουν επί το πλείστον το εγχώριο σινεμά. Η περίπτωση του άτυχου εμπορικά -λόγω της γνωστής υπόθεσης του μανικού- «Έτερος Εγώ» είναι καθόλα συμπαθέστατη, ακόμα κι αν οι αδυναμίες του είναι φανερές επί του συνόλου. Και είναι συμπαθέστατο όχι επειδή έκανε εντέλει μια υπέρβαση, αλλά επειδή δουλεύτηκε με αυτή την προοπτική, προσπάθησε δηλαδή να μη γίνει ένα με το εγχώριο γίγνεσθαι.
Ο Σωτήρης Τσαφούλιας, όμως, δεν είναι ο άνθρωπος που θα μπορούσε εδώ να πραγματώσει τις τόσο καλές του προθέσεις. Τα λάθη που κάνει δεν μας παραπέμπουν σκηνή-σκηνή, για την ακρίβεια δεν υπάρχουν μικρά σεναριακά ή τεχνικά σημεία που θα εκνευρίσουν κάποιον, αλλά είναι γενικής φύσης. Καταρχάς, επιβάλει ο ρυθμός ολόκληρου του φιλμ να είναι αυτός της ψυχοσύνθεσης/πραγματικότητας του κεντρικού του ήρωα. Μα, από την άλλη, όλα όσα αφορούν τον ήρωα αυτόν προσωπικά, είναι δευτερεύοντα σε σχέση με το πού κατατοπίζεται το ενδιαφέρον του έργου, δηλαδή το μυστήριο. Ο φιλότιμος δε Πυγμαλίων Δαδακαρίδης βγάζει μια θετική αύρα από την αρχή ως το φινάλε, αλλά δεν είναι ποτέ ο ερμηνευτής που θα έπαιρνε μια ταινία ολόκληρη, όπως και του την προσφέρει ο σκηνοθέτης, στις πλάτες του. Τόσο μπροστά στον Δημήτρη Καταλειφό, όσο κυρίως μπροστά στον Francois Cluzet (στη σύντομη συνάντηση τους) μοιάζει δυστυχώς μικρός και «εκτός οθόνης».
Κι ενώ αυτό είναι που βαραίνει τεχνικά το φιλμ, έρχονται να προστεθούν τα σεναριακά ατοπήματα, που κι αυτά είναι γενικής φύσης. Παρότι βγαλμένο σχεδόν κόπια μέσα από ξένες παραγωγές το σενάριο (δες σχολή «Seven»), διατηρεί ευτυχώς μια γοητεία, η οποία έγκειται στη συμμετοχή του θεατή κατά την ανακάλυψη των στοιχείων επί των φόνων. Το κακό όμως είναι ότι όταν η ταυτότητα του δολοφόνου αποκαλύπτεται, αποκαλύπτεται μαζί και η ματαιότητα αυτής της συμμετοχής, αφού οι κρίσιμοι χαρακτήρες εντέλει δεν εμφανίστηκαν ουσιαστικά ποτέ, κι ακόμα κι αν έχετε πετύχει διάνα στην ταυτότητα του δολοφόνου (προσωπικά τα κατάφερα με ιδιαίτερη ευκολία), αυτό δεν έγινε με την ουσιαστική βοήθεια του σεναρίου. Έτσι, το φινάλε φαντάζει ξεκρέμαστο, λες και είναι ένας απλός σύνδεσμος για πιθανό σίκουελ.
Όπως και να έχει, ακόμα και μέσα σε αυτά τα «χοντρά» ατοπήματα, το φιλμ λειτουργεί υπέρ ενός έλληνα θεατή που έχει κουραστεί από την έλλειψη «ταινιών είδους» στο σύγχρονο εγχώριο σινεμά. Και αφού αυτό δεν πραγματώνεται εδώ με κάποιον προσβλητικό τρόπο (δυστυχώς, έχουμε κάμποσα παραδείγματα πάνω σε αυτό, και μάλιστα περισσότερα από τις θετικές περιπτώσεις), μας αρκεί μια χαρά για την ώρα.
Βαθμολογία: