Η Τελευταία Παμπ
- The Old Oak
- 2023
- Μ. Βρετανία
- Αγγλικά, Αραβικά
- Δραματική, Πολιτική
- 07 Δεκεμβρίου 2023
Το «Old Oak» (Παλιά Βελανιδιά) είναι ένα ιδιαίτερο μέρος. Είναι η τελευταία παμπ, ο μοναδικός δημόσιος χώρος που έχει απομείνει σε μια κοινότητα πρώην ανθρακωρύχων που παρακμάζει εδώ και 30 χρόνια. Ο ιδιοκτήτης TJ Μπαλαντάιν παλεύει να την κρατήσει ανοιχτή, και τα πράγματα χειροτερεύουν όταν η παμπ γίνεται αντικείμενο έριδας μετά την άφιξη προσφύγων από τη Συρία. Εντωμεταξύ, μια απρόσμενη φιλία ανθίζει ανάμεσα στον TJ και μια νεαρή Σύρια, τη Γιάρα. Θα μπορέσουν να βρουν έναν τρόπο ώστε οι δύο κοινότητες να καταλάβουν η μία την άλλη;
Σκηνοθεσία:
Ken Loach
Κύριοι Ρόλοι:
Dave Turner … TJ Ballantyne
Ebla Mari … Yara
Claire Rodgerson … Laura
Trevor Fox … Charlie
Chris McGlade … Vic
Col Tait … Eddy
Jordan Louis … Garry
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Paul Laverty
Παραγωγή: Rebecca O’Brien
Μουσική: George Fenton
Φωτογραφία: Robbie Ryan
Μοντάζ: Jonathan Morris
Σκηνικά: Fergus Clegg
Κοστούμια: Jo Slater
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: The Old Oak
- Ελληνικός Τίτλος: Η Τελευταία Παμπ
Κύριες Διακρίσεις
- Υποψήφιο για Bafta καλύτερης βρετανικής ταινίας.
- Συμμετοχή στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ Κανών.
- Βραβείο κοινού στο φεστιβάλ του Λοκάρνο.
Παραλειπόμενα
- Το μεγαλύτερο μέρος του καστ αποτελείται από ερασιτέχνες ηθοποιούς, μεταξύ των οποίων η Ebla Mari κάνει το ντεμπούτο της.
- Στα 87 του πλέον, ο Ken Loach δήλωσε ότι πιθανότατα αυτή θα είναι η έσχατη ταινία του.
- Η παμπ στο Μάρτον (County Durham) που φιλοξένησε την Τελευταία Βελανιδιά είναι μια εγκαταλελειμμένη παμπ που κάποτε ονομάζονταν The Victoria.
Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης
Έκδοση Κειμένου: 7/12/2023
Αυτό που φύτρωσε στον παγκόσμιο πολιτικό διάλογο από το 2016 κι έπειτα με μια σειρά γεγονότων (εκλογή Trump, επάνοδος της ακροδεξιάς στα ΜΜΕ, συνασπισμός του υπερσυντηρητικού ευρωσκεπτικισμού κάτω από την ευρύτερη «ομπρέλα» του Brexit, την ίδια στιγμή που άλλοι ομοϊδεάτες του γενικότερου μπλοκ εντός της ηπείρου έριχναν κροκοδείλια δάκρυα για το ενδεχόμενο μιας αποδυνάμωσης της ΕΕ) δυστυχώς δεν έχει φύγει από την κεντρική σκηνή μέχρι και σήμερα, γι’ αυτό και φαντάζει απολύτως λογικό που ο Ken Loach εν έτει 2023 επιστρέφει στην κομβική αυτή χρονιά και σε ένα ζήτημα επίκαιρο ακόμη και τώρα, αλλά ειδικά τότε, που δεν είναι άλλο από το προσφυγικό κύμα από τη Συρία και τον αντίκτυπό του σε κοινωνικό επίπεδο. Καταλήγει να παραδίδει μια από τις πιο μελαγχολικές ταινίες που έχει κινηματογραφήσει τα τελευταία χρόνια, απεικονίζοντας μια κοινωνία που έχει ακόμη πάνω της νωπά τα τραύματα της θατσερικής δεκαετίας του 1980 αλλά και της ύφεσης που ξεκίνησε το 2008, γεμάτη ανθρώπους απογοητευμένους, με ένα μεγάλο κομμάτι τους να στρέφεται στη μισαλλοδοξία και τον φανατισμό ως αποκούμπι των πραγματικών τους προβλημάτων. Το κλειδί στην όλη ανάλυση βρίσκεται στο ότι τα πάντα ξεκινούν από την οικονομία.
Η φωτογραφία του Robbie Ryan φαντάζει πιο μουντή από ποτέ επίτηδες, σαν να συντονίζεται πλήρως με τον ψυχισμό των προσώπων που καταγράφει. Μέχρι και το χιούμορ είναι ελάχιστο ως μηδαμινό σε ποσότητα, παρότι συνήθως ο Loach το συμπεριλαμβάνει και στις καθαρόαιμα δραματικές στιγμές του, ακριβώς επειδή επικρατούν περισσότερο μια κούραση και μια αγανάκτηση για την τρέχουσα πολιτική κατάσταση που δεν σηκώνουν τόσο μια ανάλαφρη διάθεση. Ανοίγει όμως κι ένα παραθυράκι ελπίδας αρκετά βάσιμο έτσι όπως αναπτύσσεται σεναριακά, όχι μόνο για όσους επιμένουν στο μονοπάτι της αλληλεγγύης αλλά και για την απέναντι πλευρά, μέρος της οποίας ενδέχεται να περάσει από μια φάση αναθεώρησης υπό συγκεκριμένες συνθήκες.
Ο Paul Laverty γράφει ακόμη ένα οξυδερκές σενάριο, με αυτούς τους διαλόγους που μοιάζουν όντως να έχουν ξεπηδήσει αυθόρμητα από κάποιο τυχαίο στενό της αγγλικής επαρχίας, το οποίο πετυχαίνει στο να αναδείξει τα επιχειρήματα και τα συναισθήματα όχι μόνο του κάθε στρατοπέδου της συνθήκης που παρουσιάζεται, αλλά και να ξεδιπλώσει χαρακτήρες διαφορετικούς κι επομένως να φέρει στο τραπέζι δράματα και διλήμματα προσωπικής φύσης που υπερβαίνουν το συλλογικό. Είναι επίσης ενδιαφέρον το μοτίβο που επανέρχεται σε όλη τη διάρκεια της πλοκής, το πώς η στιγμή της υπέρβασης για να υπάρξει η δέουσα κινητοποίηση και συμπόνια έρχεται κάθε φορά μετά από ένα τραγικό περιστατικό. Οι εξάρσεις του όλου δράματος εκδηλώνονται σαν μια πνιχτή κραυγή, ποτέ εκρηκτικά κι εμφατικά, σαν να είναι πρόθεση να δοθεί έμφαση στη μόνιμη δυστυχία της καθημερινότητας των χαρακτήρων που καταλήγει να «κουκουλώνει» και τα συναισθήματά τους ακόμη και αν δοκιμάζονται σε ακραίο βαθμό.
Ο Dave Turner, καρατερίστας στα «Εγώ, ο Ντάνιελ Μπλέικ» και «Δυστυχώς Απουσιάζατε», αναλαμβάνει εδώ τα βάρη του πρωταγωνιστή και ξεχωρίζει εμφανώς σε μια μεστή, υπόγεια συγκινητική ερμηνεία χωρίς ίχνος αλαζονείας, ακριβώς όπως αρμόζει σ’ έναν ήρωα λαϊκό, προσιτό και βασανισμένο σαν αυτόν που υποδύεται. Από κοντά και η πρωτοεμφανιζόμενη Ebla Mari που σιγοντάρει, σαν το Γιν στο Γιανγκ του Turner, και προσθέτει μια διαφορετικού τύπου ενέργεια στο σύνολο, που διέπεται από μια φυσική ευγένεια και στωικότητα.
Θα είναι άραγε η «Τελευταία Παμπ» το αντίο του Loach στην κινηματογραφική βιομηχανία ύστερα από τόσες δεκαετίες ουσιαστικής προσφοράς; Σίγουρα οι καιροί απαιτούν να συνεχίσει να παράγει έργο μια φωνή σαν τη δική του, ειδικά τώρα που οι συγκυρίες προμηνύουν απρόβλεπτες εξελίξεις στη χώρα του με τη δεξιά στροφή των Εργατικών μεταξύ άλλων. Οπωσδήποτε πρόκειται για μια συνεπέστατη προσθήκη σε μια από τις πιο ζηλευτές ενεργές φιλμογραφίες εκεί έξω, η οποία κουβαλάει μια υπολογίσιμη λυτρωτική δύναμη στο φινάλε, χτισμένη έτσι ώστε να είναι σε θέση να ευαισθητοποιήσει, δεν καθησυχάζει με έναν αποχαυνωτικό τρόπο.
Βαθμολογία: