1952. Όταν μια νεαρή καλόγρια αυτοκτονεί σ’ ένα μοναστήρι της Ρουμανίας, ένας ιερέας με θολό παρελθόν και μια ασκούμενη μοναχή στέλνονται από το Βατικανό για να διερευνήσουν τον θάνατό της, όμως στην πορεία έρχονται αντιμέτωποι με μία σειρά από ένοχα μυστικά. Διακινδυνεύοντας όχι μόνο τη ζωή τους αλλά και την πίστη και τις ίδιες τις ψυχές τους, παλεύουν τις δαιμονικές δυνάμεις που εμφανίζονται στο διάβα τους παίρνοντας τη μορφή μιας δαιμονικής μοναχής. Την ίδια στιγμή, η μονή γίνεται ένα τρομακτικό πεδίο μάχης ανάμεσα στους ζωντανούς και των καταραμένους.

Σκηνοθεσία:

Corin Hardy

Κύριοι Ρόλοι:

Demian Bichir … πάτερ Burke

Taissa Farmiga … αδελφή Irene

Jonas Bloquet … Maurice ‘Frenchie’ Theriault

Bonnie Aarons … Valak/η καλόγρια

Charlotte Hope … αδελφή Victoria

Ingrid Bisu … αδελφή Oana

Michael Smiley … επίσκοπος Pasquale

Patrick Wilson … Ed Warren (αρχείο)

Vera Farmiga … Lorraine Warren (αρχείο)

Lili Taylor … Carolyn Perron (αρχείο)

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Gary Dauberman

Στόρι: James Wan, Gary Dauberman

Παραγωγή: Peter Safran, James Wan

Μουσική: Abel Korzeniowski

Φωτογραφία: Maxime Alexandre

Μοντάζ: Michel Aller, Ken Blackwell

Σκηνικά: Jennifer Spence

Κοστούμια: Sharon Gilham

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Μέτρια.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: The Nun
  • Ελληνικός Τίτλος: Η Καλόγρια

Άμεσοι Σύνδεσμοι

Σεναριακή Πηγή

  • Στόρι (χαρακτήρες): Το Κάλεσμα 2 των Chad Hayes, Carey W. Hayes, James Wan.

Παραλειπόμενα

  • Spin-off αλλά και πρίκουελ για το δεύτερο Κάλεσμα και πέμπτο κεφάλαιο της σειράς Conjuring. Χρονολογικά, μια και τοποθετείται το 1952, προηγείται όλης της σειράς.
  • Ο χαρακτήρας της Καλόγριας ήταν στο αρχικό σενάριο του Το Κάλεσμα 2 απλά ένας δαίμονας, με τον James Wan να τον αλλάζει σε κάτι πιο “προσγειωμένο”.
  • Ο David Leslie Johnson παρέδωσε ένα πρώτο σενάριο, που όμως δεν έγινε δεκτό.
  • Ο Corin Hardy ήταν αρνητικός στο να συμπεριλάβει στο καστ την Taissa Farmiga, όντας αδελφή της Vera Farmiga που επίσης συμμετέχει στη σειρά, αλλά άλλαξε γνώμη όταν την είδε στις οντισιόν.
  • Γυρισμένο εξολοκλήρου στη Ρουμανία. Υπάρχει μάλιστα σκηνή εντός του ρουμανικού κοινοβουλίου, κάτι που κόστισε στην παραγωγή 5 χιλιάδες ευρώ ανά ώρα.
  • Ο σκηνοθέτης κάλεσε έναν καθολικό ιερέα και ευλόγησε τα γυρίσματα κατά την ημέρα της έναρξης τους.
  • Ο James Wan βοήθησε ενεργά επί των γυρισμάτων, διατελώντας αυτόνομος βοηθός (second unit director) του Corin Hardy.
  • Μπορεί να ολοκληρώθηκε μέσα σε μόλις 36 ημέρες γυρισμάτων, αλλά ακολούθησαν εκτεταμένα επαναληπτικά γυρίσματα.
  • Αρχικά, προορίζονταν να βγει στις αμερικανικές αίθουσες στα μέσα Ιουλίου, αλλά μεταφέρθηκε για την εποχή του Χάλογουιν, ώστε να έχει καλύτερη εμπορική μοίρα. Πράγματι, έπιασε τα 365,6 εκατομμύρια δολάρια, κι ενώ ο προϋπολογισμός του ήταν μόλις 22. Έτσι, αν και άργησε, ήρθε και το σίκουελ το 2023.

Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης

Έκδοση Κειμένου: 6/9/2018

Ζει άραγε ο κινηματογραφικός τρόμος τα τελευταία χρόνια μια ποιοτική αναζωπύρωση όπως διαπιστώνουν τόσο κριτικοί όσο και το απλό κοινό λόγω μιας σοδειάς καλών ταινιών που έρχονται τόσο από το κύκλωμα του Χόλιγουντ (“Το Αυτό”, “Ένα Ήσυχο Μέρος”) όσο κι εκτός αυτού (“Το Εξπρές των Ζωντανών Νεκρών”, “Έρχεται τη Νύχτα”, “Raw”); Η αλήθεια είναι ότι θετικές εκπλήξεις ξεπηδούν όλο και συχνότερα, αλλά δυστυχώς, ο μεγάλος σωρός των παραγωγών που με μια λογική ταχυφαγείου (γρήγορη κατανάλωση, γρήγορες απολαύσεις, γρήγορα κέρδη) επενδύουν στη φτηνή τρομάρα του ξαφνιάσματος και μόνο παραβλέποντας παράγοντες όπως η αισθητική, η οικοδόμηση χαρακτήρων, ακόμη και μια στοιχειώδη λογική στην εξέλιξη της πλοκής. Η “Καλόγρια”, ακόμη μια προσθήκη στο δεύτερο κινηματογραφικό σύμπαν που δημιούργησε ο James Wan μετά από αυτό της “Παγιδευμένης Ψυχής”, ανήκει δυστυχώς στην προαναφερθείσα αυτή κατηγορία, έχει όμως και την επιπρόσθετη ατυχία να μη βρίσκεται στο σκηνοθετικό τιμόνι της ένας έστω ικανός τεχνίτης (όχι όμως και δημιουργός) σαν τον ιθύνοντα νου πίσω από τη συγκεκριμένη σειρά φιλμ ώστε τουλάχιστον την απώλεια ουσίας και πραγματικού τρόμου να την αντικαταστήσει μια όμορφη πλανοθεσία και μια κατασκευαστική αρτιότητα γενικότερα. Μπροστά σε αυτό το εγχείρημα, ακόμη και το ευπρόσωπο μεν, άχρωμο δε “Κάλεσμα 2” που το ενέπνευσε φαντάζει να έχει εκτόπισμα ανάλογο της κιουμπρικικής “Λάμψης”.

Πέραν του γεγονότος ότι ένας «περπατημένος» θεατής θα βρει αδύνατο το να τρομάξει εδώ, καθώς ο τρόπος με τον οποίο η σκηνοθεσία προδίδει την και καλά ξαφνική επερχόμενη αναμπουμπούλα, πάντοτε με ένα μικρό διάστημα σιωπής να προηγείται ή με μια κίνηση που προδίδει λανθασμένο συναγερμό πριν έρθει το πραγματικό κοψοχόλιασμα, ο Corin Hardy αδυνατεί να χτίσει ικανοποιητικά ατμόσφαιρα, χρησιμοποιώντας γνώριμα κλισέ (το νεκροταφείο, η υποφωτισμένη εκκλησία, μέρη με ομίχλη) μπας και καταφέρει κάπως μέσα από γνώριμες συνταγές να πιάσει τουλάχιστον τη βάση, πρόκειται για ένα προϊόν δίχως προσωπικότητα, σαν να βγήκε μέσα από κάποια νοητή κινηματογραφική κιμαδομηχανή. Αν γενικότερα οι ταινίες της σχολής James Wan έχουν ένα πρόβλημα στο να αφήσουν ένα προσωπικό στίγμα επειδή ακόμη κι αυτές που επιμελείται σκηνοθετικά ο ίδιος στην πλειοψηφία τους είναι δημιουργίες με αμέτρητα δάνεια από ιστορικές στιγμές του τρόμου στο σινεμά, χωρίς όμως να συνδυάζονται και με ένα ιδιαίτερο δημιουργικό άγγιγμα που θα καθιστούσε το μείγμα κάτι το ξεχωριστό (το τρανταχτό παράδειγμα που έρχεται στο μυαλό εδώ είναι ο Tarantino που κοπιάρει από παντού, κι όμως τελικά καταφέρνει πάντοτε να παραδώσει ένα «δικό του» έργο) και όχι απλά μια μίμηση εδραιωμένων πρακτικών, εδώ αυτό ισχύει στο πολλαπλάσιο, και τελικά καταλήγει να είναι αυτό που ενοχλεί περισσότερο από όλα, ακόμη κι από την έλλειψη πραγματικού τρόμου.

Από σεναριακής άποψης δε, το όλο θέαμα φλερτάρει με το γελοίο, με τη σοβαροφάνεια του ύφους του φιλμ να κάνει τα πράγματα ακόμη χειρότερα. Ακόμη κι αν οι δύο, προς το παρόν, ταινίες του “Καλέσματος” είχαν μια παρόμοιου τύπου προσέγγιση απέναντι στη θρησκευτικότητα (η οποία εξίσου, αν όχι περισσότερο αντιδραστική, υπάρχει και στον αυθεντικό “Εξορκιστή”, μόνο που εκεί έχουμε μια καινοτόμα περίπτωση ταινίας), τουλάχιστον ποτέ δεν παρεκτρέπονταν στη σφαίρα του φαιδρού. Οι δε βασικοί ερμηνευτές είναι όλοι τους το λιγότερο αμήχανοι, με πιο απογοητευτική επίδοση όλων αυτή του συνήθως ικανού Demián Bichir, ο οποίος εδώ βγάζει μάτι ότι βαριέται απίστευτα και απλά περιμένει τα γυρίσματα να τελειώσουν. Στην κατρακύλα παρασύρεται μέχρι και ο κατά τα άλλα άκρως αξιόπιστος ποιοτικά Abel Korzeniowski, παραδίδοντας ένα σάουντρακ γεμάτο με τις «στοκ» λύσεις για ένα τυπικό έργο τρόμου (εκκλησιαστικές ψαλμωδίες, επιθετικά βιολιά για να τονίσουν τα σκηνοθετικά ξαφνιάσματα). Όπως και να έχει πάντως, αυτή η διαφοροποίηση σε νοοτροπία που παρατηρείται από τις ποιοτικώς εξέχουσες περιπτώσεις του είδους που κυκλοφόρησαν τα τελευταία χρόνια στις αίθουσες δε φαίνεται να αναστρέφεται, παρόλο που παραδείγματα όπως η “Καλόγρια” φαίνεται να αποτελούν ο κανόνας. Αν συνεχίσουν αισίως οι εξαιρέσεις αυτές να χαράζουν το δικό τους δρόμο, ίσως σε βάθος χρόνου να δούμε ουσιαστικές αλλαγές…

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

14 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *