Ο Άνθρωπος που θα Γινόταν Βασιλιάς
- The Man Who Would Be King
- 1975
- ΗΠΑ, Μ. Βρετανία
- Αγγλικά, Ούρντου, Αραβικά
- Έπος, Εποχής, Περιπέτεια, Σάτιρα
- 01 Απριλίου 1976
Δεκαετία του 1880. Δύο ανήθικοι βρετανοί στρατιώτες, προσπαθώντας να βρουν την τύχη τους, καταλήγουν στο μακρινό Καφιριστάν, εκεί όπου σήμερα βρίσκεται το Αφγανιστάν. Εκεί, μετά από ένα τυχαίο «περιστατικό», οι ιερείς της τοπικής θρησκείας πείθονται πως οι δύο τυχοδιώκτες είναι απόγονοι του… Μεγάλου Αλεξάνδρου και άρα προορισμένοι για τον βασιλικό θρόνο. Τα προβλήματα αρχίζουν όταν οι ντόπιοι αντιλαμβάνονται την απάτη…
Σκηνοθεσία:
John Huston
Κύριοι Ρόλοι:
Sean Connery … Daniel Dravot
Michael Caine … Peachy Carnehan
Christopher Plummer … Rudyard Kipling
Saeed Jaffrey … Billy Fish
Shakira Caine … Roxanne
Larbi Doghmi … Ootah
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: John Huston, Gladys Hill
Παραγωγή: John Foreman
Μουσική: Maurice Jarre
Φωτογραφία: Oswald Morris
Μοντάζ: Russell Lloyd
Σκηνικά: Alexandre Trauner
Κοστούμια: Edith Head
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: The Man Who Would Be King
- Ελληνικός Τίτλος: Ο Άνθρωπος που θα Γινόταν Βασιλιάς
- Εναλλακτικός Τίτλος: Rudyard Kipling’s The Man Who Would Be King
Σεναριακή Πηγή
- Νουβέλα: The Man Who Would Be King του Rudyard Kipling.
Κύριες Διακρίσεις
- Υποψήφιο για Όσκαρ διασκευασμένου σεναρίου, μοντάζ, σκηνικών και κοστουμιών.
- Υποψήφιο για Χρυσή Σφαίρα μουσικής.
- Υποψήφιο για Bafta φωτογραφίας και κοστουμιών.
Παραλειπόμενα
- Για τον John Huston, αυτό ήταν ένα σχέδιο που κρατούσε ζωντανό από την εποχή που ως παιδί είχε διαβάσει τη νουβέλα του Kipling. Τη δεκαετία του 1950 είχε κάνει μια πρώτη προσπάθεια να το φέρει στη μεγάλη οθόνη, με πρωταγωνιστές τους Clark Gable και Humphrey Bogart. Ο θάνατος του δεύτερου και ακολούθως του πρώτου επέφεραν την παύση του αρχικού σχεδιασμού, για να επιμείνει στα 1960 ο Huston πρώτα με τους Burt Lancaster και Kirk Douglas, και εν συνεχεία με τους Richard Burton και Peter O’Toole. Έφτασε αισίως η δεκαετία του 1970, και σε πρώτο πλάνο ήταν το δοκιμασμένο δίδυμο των Robert Redford και Paul Newman, με τον Newman όμως να συμβουλεύει τον σκηνοθέτη να αναζητήσει βρετανούς ηθοποιούς, συστήνοντας του συγκεκριμένα τους Connery και Caine. Ειδικά ο Caine δέχτηκε με ενθουσιασμό την πρόταση, πόσο μάλλον για έναν ρόλο που είχε γραφτεί αρχικά για τον αγαπημένο του ηθοποιό στα νεανικά του χρόνια, τον Bogart.
- Το μόνο γυναικείο όνομα που αναγράφεται στο καστ αρχικά προορίζονταν να είναι η Tessa Dahl, που θα ερμήνευε τη Ρωξάνη. Κόρη διάσημων γονιών (Roald Dahl και Patricia Neal), αλλά άσημη κινηματογραφικά, έκανε εξαντλητική δίαιτα και έβαλε θήκες στα δόντια της ειδικά για τον ρόλο. Παρόλα αυτά, ο Huston αποφάσισε την τελευταία στιγμή ότι ήθελε κάποια που να ταίριαζε περισσότερο με την εικόνα των Αφγανών. Έτσι επιστρατεύτηκε η σύζυγος του Michael Caine, η γεννημένη στη Γουιάνα και μοντέλο Shakira, αφού όμως χρειάστηκε να την πείσουν τόσο ο άντρας της όσο και ο Huston. Αυτή ήταν και η έσχατη εμφάνιση της στον κινηματογράφο, αλλά και πιο πριν είχε λίγους και ασήμαντους ρόλους.
- Γυρίσματα έγιναν στα περίφημα βρετανικά Pinewood Studios, αλλά και κάποια εξωτερικά σε Γαλλία και Μαρόκο.
- Κατά τα γυρίσματα, ο Caine επιτέθηκε σε βοηθό σκηνοθέτη, παρατηρώντας μια ρατσιστική διάθεση επί του ινδο-βρετανού Saeed Jaffrey.
- Η πτώση από τη γέφυρα δεν έγινε με τον Sean Connery, αλλά τον κασκαντέρ Joe Powell, γνωστό ως “πατέρα των βρετανών κασκαντέρ”.
Μουσικά Παραλειπόμενα
- Σημείο αιχμής στη σύνθεση του Maurice Jarre αποτελεί το επαναλαμβανόμενο μοτίβο του τραγουδιού The Minstrel Boy, ένα ιρλανδικό τραγούδι του 18ου αιώνα, με στίχους όμως του Reginald Heber από το The Son of God Goes Forth to War, οι οποίοι αφορούσαν άμεσα τη νουβέλα του Kipling.
Κριτικός: Σταύρος Γανωτής
Έκδοση Κειμένου: 17/7/2022
Δεν νομίζω να είναι υπερβολικό να πει κανείς ότι βρισκόμαστε στα πέρατα της βρετανικής κινηματογραφικής αυτοκρατορίας. Με το Πέρασμα στην Ινδία, σχεδόν μία δεκαετία αργότερα, θα ολοκληρωθούν και με σφραγίδα του αυτοκράτορα Lean πέντε δεκαετίες που το σινεμά της Γηραιάς Αλβιώνας θα επενδύσει στη μεγάλη εικόνα, και θα χαρίσει στην έβδομη τέχνη ένα μεγαλείο που ακόμα και το Χόλιγουντ δεν μπόρεσε ψυχαγωγικά να προσφέρει.
Η ταινία του -κι όμως- αμερικανού John Huston ανήκει σε αυτή τη μακρά αλυσίδα που ξεκίνησε με τους αδελφούς Korda, αλλά είναι ταυτόχρονα κι ένας «ύπουλος» κρίκος, μια και ο ιμπεριαλισμός των πάλαι ποτέ παντοδύναμων Βρετανών μπαίνει σε έντονα σατιρικό στόχαστρο. Αυτό φυσικά δεν ήρθε σαν σύγχρονη παρέμβαση από τον Huston, αλλά «κατοικούσε» στην πρωτόλεια πηγή του Rudyard Kipling, που δεν ήταν ο συνηθισμένος «uber-alles» ευνοούμενος λευκός της βικτοριανής εποχής. Συνδέοντας τον πρώτο μεγάλο ιμπεριαλιστή όλων των εποχών (όσο κι αν αυτό μπορεί να πικραίνει το εθνικό μας συναίσθημα), τον Μέγα Αλέξανδρο, με τους επιγόνους τους των ημερών μας, το φιλμ στοχεύει στην καρδιά της ανθρώπινης φύσης, που δεν νοεί τίποτα ως ανώτερο από την απόλυτη εξουσία επί των άλλων ανθρώπων. Το ότι το καθορίζεται εδώ ως κάτι αντίστοιχο με παράνοια αντί για μεγαλείο, είναι κι αυτό που προσφέρει ένα διαχρονικό μάθημα όχι τόσο στον «ασθενή» (έναν ασθενή δεν πρέπει να τον κατηγορούμε για κάτι) όσο σε αυτούς τους «υγιείς» που υποκλίνονται εμπρός του.
Με μια πρώτη ματιά, μπορεί εύκολα κάποιος να μιλήσει για εικόνες που βρίθουν από ρατσισμό, παρουσιάζοντας τριτοκοσμικούς ξυπόλητους ανθρώπους να παίζονται στα δάχτυλα δύο καιροσκόπων, απατεώνων λευκών, αλλά με μια καλύτερη ματιά είναι ξεκάθαρο ότι αυτοί οι τριτοκοσμικοί της ταινίας εν έτει 1975 είναι όλοι οι λαοί του πλανήτη που αφήνουν να τους εξουσιάζουν «ελέω Θεού» ηγεμόνες. Πριν λοιπόν γελάσουμε πονηρά με την εικόνα των Καφιριστανών, ας ψαχτούμε ανάμεσα μας μήπως υπάρχουν Καφιριστανοί που όμως φορούν κοστούμια… Κι εδώ είναι το μεγαλείο της παγκόσμιας πολιτικής ιλαροτραγωδίας (τα έλεγε και ο Ιονέσκο). Ότι αφήνουμε κάποιους «ηγεμόνες» να κάνουν άνω-κάτω τις κοινωνίες μας, αγνοώντας την ευκολία του να τους «ρίξουμε από τη γέφυρα-καλάμι», πιστεύοντας τα δελτία ειδήσεων ότι πρόκειται για ιδιαίτερες περιπτώσεις ανθρώπινων όντων!
Και πες ότι κάποιος παρακολουθεί την ταινία του Huston και όλα αυτά τα παραπάνω συνεχίσει να τα αγνοεί εθελοτυφλώντας στα μηνύματα που διαχέονται σε κάθε πλάνο. Μα και πάλι, αυτό το «κάθε πλάνο» κρύβει ένα επικό μεγαλείο και μια ομορφιά να τα πιείς στο ποτήρι. Δύο μεγάλοι ηθοποιοί που δεν φοβήθηκαν ποτέ την αυτοπαρωδία ξεσαλώνουν σε έναν συνδυασμό φλεγματικού Ιντιάνα Τζόουνς και μιας buddy-movie περιπέτειας που ψυχαγωγεί τον θεατή ως το μεδούλι. Ενώνει ιστορικούς χρόνους με έναν μαγικό τρόπο, και επειδή δεν κάνει επιστημονική φαντασία, καταργεί την αναγκαιότητα χρονομηχανής για να κολλήσει σαν παζλ το σήμερα με το αρχέγονο χθες. Χωρίς έντονη δράση, αλλά με μια διαδρομή που κάθε της βήμα κεντρίζει και ανανεώνει το ενδιαφέρον, διδάσκει και διασκεδάσει ισόποσα.
Μια ταινία ελαφριά και βαρυσήμαντη ταυτόχρονα. Ελαφριά στα όρια να την παρεξηγήσεις, βαρυσήμαντη σε όσους πιάσουν τη σάτιρα του Kipling, αλλά κυρίως ένα φιλμ που επιβάλλεται να δεις ακόμα κι αν η κινηματογραφική ιστορία δεν θέλησε να το στολίσει με ολόχρυσα γράμματα.
Βαθμολογία: