Ο Άνθρωπος που Πούλησε το Δέρμα του
- The Man Who Sold His Skin
- L'Homme Qui Avait Vendu Sa Peau
- 2020
- Τυνησία
- Αγγλικά, Αραβικά, Γαλλικά, Φλαμανδικά
- Δραματικό Θρίλερ, Μαύρη Κωμωδία, Σάτιρα, Σινεφίλ
- 10 Ιουνίου 2021
Ο Σαμ Αλί, ένας νεαρός, ευαίσθητος και παρορμητικός Σύριος, αφήνει τη χώρα του για τον Λίβανο, ώστε να αποφύγει τον εμφύλιο πόλεμο. Για να μπορέσει από εκεί να βρεθεί στις Βρυξέλες και κοντά στην αγαπημένη του, δέχεται να του κάνει ένα τατουάζ στην πλάτη ένας από τους πιο γνωστούς παγκοσμίως καλλιτέχνες του είδους. Μετατρέποντας το κορμί του σε έργο τέχνης, ο Σαμ θα συνειδητοποιήσει ότι έχει ξεπουλήσει πολλά περισσότερα από αυτό, και ότι η ελευθερία του δεν ήταν το αληθινό αντίτιμο.
Σκηνοθεσία:
Kaouther Ben Hania
Κύριοι Ρόλοι:
Yahya Mahayni … Sam Ali
Dea Liane … Abeer
Koen De Bouw … Jeffrey Godefroi
Monica Bellucci … Soraya Waldy
Darina Al Joundi … η μητέρα του Sam
Christian Vadim … William
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Kaouther Ben Hania
Παραγωγή: Martin Hampel, Θανάσης Καραθάνος, Annabella Nezri, Andreas Rocksen
Μουσική: Amin Bouhafa
Φωτογραφία: Christopher Aoun
Μοντάζ: Marie-Helene Dozo
Σκηνικά: Sophie Abdelkafi
Κοστούμια: Randa Khedher
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: The Man Who Sold His Skin
- Ελληνικός Τίτλος: Ο Άνθρωπος που Πούλησε το Δέρμα του
- Εναλλακτικός Τίτλος: L’Homme Qui Avait Vendu Sa Peau
Κύριες Διακρίσεις
- Υποψήφιο για Όσκαρ ξενόγλωσσης ταινίας (Τυνησία).
- Βραβείο σεναρίου στο φεστιβάλ της Στοκχόλμης.
- Βραβείο αντρικής ερμηνείας (Yahya Mahayni) για το τμήμα Οριζόντων του φεστιβάλ Βενετίας.
Παραλειπόμενα
- Η δημιουργός δήλωσε πως επηρεάστηκε τόσο από τη δουλειά του βέλγου καλλιτέχνη Wim Delvoye, όσο και τον κόσμο των πολιτικών προσφύγων, ειδικά από τη Συρία.
- Έβδομη πρόταση της Τυνησίας για το ξενόγλωσσο Όσκαρ, αλλά πρώτη που φτάνει στην τελική πεντάδα. Η ίδια σκηνοθέτις είχε προταθεί και το 2017 (Η Πεντάμορφη και η Αγέλη).
Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης
Έκδοση Κειμένου: 7/5/2021
Τόσο έξυπνη κεντρική ιδέα, τόσες αξιόλογες μεμονωμένες αρετές, και όμως το τελικό αποτέλεσμα καταλήγει να κάνει μια τρύπα στο νερό…
Για να αναφερθούν τα θετικά για αρχή, στο σκηνοθετικό κομμάτι, η Kaouther Ben Hania δεν επιδεικνύει απλά άνεση κι αυτοπεποίθηση, αλλά φαίνεται να διαθέτει μια σχεδόν απόλυτα ολοκληρωμένη αισθητικά ματιά, χρησιμοποιώντας με δεξιοτεχνία μια ποικιλία οπτικών συμβολισμών και συνθέτοντας εικόνες πλούσιες κι εκλεπτυσμένες, που παραπέμπουν σε εικαστικές εγκαταστάσεις και προσδίδουν στο φιλμ μια ισχυρή αίσθηση ταυτότητας, με τα φαντεζί χρώματα της φωτογραφίας του Christopher Aoun να εντείνουν το σουρεαλιστικό της κατάστασης στην οποία εμπλέκεται ο κεντρικός ήρωας. Και σεναριακά, όμως, τουλάχιστον μέχρι ένα χρονικό σημείο, συγκροτείται μια πολιτικά αιχμηρή ματιά, ειδικά απέναντι στο σύγχρονο καλλιτεχνικό κύκλωμα, το οποίο αποτυπώνεται ως πλήρως εκμαυλισμένο αξιακά, «μεθυσμένο» από τα ασύλληπτα χρηματικά ποσά που περνούν μέσα από τα χέρια του, βουτηγμένο στην υποκρισία, καθώς από τη μια πλευρά μπορεί να ισχυρίζεται πως διαμορφώνει συνειδήσεις με τα πολιτικά μηνύματα που περνάει μέσω των ατόμων που το αποτελούν, καταλήγει όμως από την άλλη πλευρά να χρησιμοποιεί τρισάθλιες από ηθικής άποψης πρακτικές που βρίσκονται στον αντίποδα όσων παριστάνει ότι πρεσβεύει ιδεολογικά. Η ανάλυση προχωράει κι ευρύτερα, αγγίζοντας τη συνολική στάση της δυτικής κοινωνίας απέναντι στον πρόσφυγα και στον μη προνομιούχο ξένο γενικότερα, χωρίς να ξεχνάει και την πλευρά του ψυχογραφήματος, σκιαγραφώντας έναν πολυδιάστατο πρωταγωνιστή, που μοιάζει να προσπαθεί να κρύψει την ευαλωτότητά του με μια ξέφρενη αμφισβήτηση κάθε κατεστημένου.
Τι πάει στραβά λοιπόν; Η απάντηση βρίσκεται στο τελευταίο τέταρτο του φιλμ, που κάνει πραγματικά τεράστια ζημιά στη συνολική εικόνα. Κάπου εκεί ξεκινάει μια διαφορετική πορεία για την πλοκή, η οποία φαινομενικά ανατρέπεται με μια απρόσμενη έκβαση, κι έπειτα… ανατρέπεται ξανά, με μια εξέλιξη που κάνει τα πράγματα ακόμη χειρότερα για την ποιότητα της δραματουργίας. Κι αυτό γιατί μέσα από συγκεκριμένες αποφάσεις κάποιων χαρακτήρων, η Hania είναι σαν να πετάει στα σκουπίδια σημαντικό μέρος των συμπερασμάτων που είχε εξάγει προηγουμένως μέσα από την προβληματική που ανέπτυσσε μέχρι εκείνη τη στιγμή. Για χάρη ενός επιδερμικού εντυπωσιασμού, το φιλμ φτηναίνει νοηματικά, και όσο κι αν η διαδρομή που έχει προηγηθεί έχει στοιχεία που ξεχωρίζουν θετικά, μένει η πικρή επίγευση μιας δημιουργού που από τις επιλογές που κάνει σε αυτά τα κρίσιμα τελικά λεπτά κινηματογραφικού χρόνου, μοιάζει να μη συνειδητοποιεί πλήρως τις πολύ σοβαρές πολιτικοκοινωνικές προεκτάσεις της ιστορίας που επινοεί. Το θέμα είναι πως προηγούνται και σημάδια που προϊδεάζουν για το ότι κάτι θα στραβώσει ποιοτικά στην πορεία, όπως μια εμμονή του κειμένου με μια ρομαντικού χαρακτήρα υποπλοκή, αλλά λόγω του ότι οι θετικές εντυπώσεις υπερισχύουν κατά το μεγαλύτερο μέρος της χρονικής διάρκειας, είναι κανείς διατεθειμένος να κάνει τα στραβά μάτια.
Στο πρόσωπο του Yahya Mahayni εντοπίζεται ένας παραπάνω από ικανός πρωταγωνιστής, εξαιρετικά προσαρμοστικός στις διακυμάνσεις του ήρωά του, και με την απαιτούμενη ενέργεια για να αποτελέσει την καθοδηγητική δύναμη του όλου εγχειρήματος και να συνεπάρει την αφήγηση στους δικούς του ρυθμούς. Επιπλέον, παρότι σεναριακά ο χαρακτήρας του είναι πολύ άνισα γραμμένος, ο Koen De Bouw παρέχει θαυμάσια υποστήριξη με τον ρόλο του, όσο αβανταδόρικη χρειάζεται για να «νοστιμέψει» το σύνολο. Ακόμη και η συνεισφορά του συγκεκριμένου ερμηνευτικού ντουέτου όμως δεν είναι αρκετή για να καλύψει ικανοποιητικά τα πολλαπλά φάουλ που συσσωρεύονται προς το τέλος της διαδρομής και κλείνουν απογοητευτικά κάτι που ξεκινά ως πολλά υποσχόμενο. Μπορεί κανείς να αναγνωρίσει μια αξιοπρόσεκτη ψυχαγωγική αξία που υπάρχει εδώ, αλλά από τη στιγμή που η Hania υποτίθεται πως καταπιάνεται με φλέγοντα ζητήματα, έχοντας κι έναν καταγγελτικό λόγο ανά σημεία, αυτό το γνώρισμα θα μπορούσε να καταμετρηθεί και ως αστοχία. Και κάπως έτσι, προκύπτει κάτι που ενώ διαθέτει κάτι διαφορετικό, κυρίως ως προς την οπτική του γλώσσα, τελικά ακυρώνει τον εαυτό του, αφήνοντας έτσι ανάμεικτα συναισθήματα.
Βαθμολογία: