Το 2012, έχοντας χαθεί για περισσότερα από 500 χρόνια, τα λείψανα του βασιλιά Ριχάρδου Γ’ ανακαλύφθηκαν κάτω από ένα πάρκινγκ στο Λέστερ. Η έρευνα είχε ενορχηστρωθεί από μια ερασιτέχνη ιστορικό, τη Φιλίπα Λάνγκλεϊ, της οποίας η αδιάκοπη έρευνα είχε αντιμετωπιστεί με ακατανοησία από τους φίλους και την οικογένειά της, και με σκεπτικισμό από ειδικούς και ακαδημαϊκούς.

Σκηνοθεσία:

Stephen Frears

Κύριοι Ρόλοι:

Sally Hawkins … Philippa Langley

Steve Coogan … John Langley

Harry Lloyd … Richard III

James Fleet … John Ashdown-Hill

Robert Jack … Alex

John-Paul Hurley … Buckingham

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Steve Coogan, Jeff Pope

Παραγωγή: Steve Coogan, Christine Langan, Dan Winch

Μουσική: Alexandre Desplat

Φωτογραφία: Zac Nicholson

Μοντάζ: Pia Di Ciaula

Σκηνικά: Andy Harris

Κοστούμια: Rhona Russell

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: The Lost King
  • Ελληνικός Τίτλος: Ο Χαμένος Βασιλιάς

Παραλειπόμενα

  • Επιστροφή για τον Stephen Frears στα κινηματογραφικά πλατό μετά από 5 χρόνια.
  • Η Philippa Langley είναι μεν πραγματικό πρόσωπο, όπως και αληθινή είναι η ανεύρεση των λειψάνων του βασιλιά. Μια σειρά όμως από αναγνωρισμένους αρχαιολόγους αμφισβήτησαν την ταινία ως “βασισμένη σε αληθινά γεγονότα”. Υποστήριξαν ότι η συμμετοχή της Langley ήταν κατά πολύ μικρότερη από τη δική τους, ειδικά στο οικονομικό κομμάτι, κάτι όμως που αρνείται η ίδια.

Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης

Έκδοση Κειμένου: 9/10/2022

Με μια τόσο ιντριγκαδόρικη θεωρητικά αληθινή ιστορία για βάση, η νέα ταινία του Stephen Frears θα μπορούσε κάλλιστα να είναι σπουδαία. Πέφτει όμως θύμα κάποιων υπερβολικά βρετανικών εμμονών, και ειδικά όσον αφορά το πώς γίνεται αντιληπτή η μοναρχία ως κάτι απαραίτητο κι ένδοξο, με αποτέλεσμα να περιορίζεται και το εύρος της δυναμικής της.

Αν το σενάριο εστίαζε σε όλη τη διάρκεια στα στοιχεία που πραγματικά έχουν δραματουργικό ενδιαφέρον, όπως για παράδειγμα στο πώς η έρευνα της Philippa Langley φαίνεται να είναι ένα στοίχημα ψυχολογικής φύσεως και όχι απλά ένα τυχαίο πείσμα, θα προέκυπτε ένα πιο ουσιώδες τελικό αποτέλεσμα. Κατά τα άλλα, μια ειδικότερη πτυχή του κεντρικού θέματος του φιλμ, σχετικά με το κατά πόσο τα κομμάτια της ιστοριογραφίας που έχουν επικρατήσει διαχρονικά για τον Ριχάρδο τον Γ’, εμμέσως και λόγω Shakespeare (είναι και τελικά αυτά που αποτυπώνουν τη αλήθεια για το πρόσωπό του), λειτουργεί κυρίως αν υπάρχει θετική προδιάθεση για τον ίδιο από έναν κατάλληλα διαβασμένο θεατή. Διακρίνεται πάντως από τους βασικούς συντελεστές μια προκατάληψη υπέρ του, η οποία δεν είναι απολύτως αναγκαία για τη δραματουργία.

Άλλες διαστάσεις της ιστορίας κουβαλούν μια σαφώς μεγαλύτερη βαρύτητα και προσθέτουν αξία. Όσο επιμένει η εστίαση στον ατομικό «σταυρό» που σηκώνει η Langley σε προσωπικό επίπεδο, τόσο φιλοτεχνείται το ψηφιδωτό μιας περσόνας που διαθέτει πλευρές που συγκινούν χαμηλότονα, βάζοντας έτσι το κοινό στη διαδικασία να ενδιαφερθεί για τα δρώμενα επί της οθόνης. Αλλά και η διαμάχη μεταξύ της ίδιας και του πανεπιστημίου του Λέστερ που συνδέεται με το ποιος θα πάρει τα εύσημα για το όλο εγχείρημα, πέραν της προβληματικής της αιώνιας κόντρας του ενός ανθρώπου με το σύστημα που ανήκει στη φιλελεύθερη χολιγουντιανή νοοτροπία, διαθέτει και μια φεμινιστική χροιά, αυτή της γυναίκας που αντιμάχεται έναν θεσμό που κυριαρχεί και μέσω της πατριαρχίας, δια της οδού του κύρους που φέρει η φράση «άντρας ακαδημαϊκός» διαχρονικά στην κοινωνία.

Πρέπει να επισημανθεί ότι τη διαφορά δεν την κάνει τόσο ο στέρεος, αλλά μάλλον συμβατικός επαγγελματισμός του Frears πίσω από την κάμερα, αλλά η γραφή των Coogan και Pope, που χαρακτηρίζεται από μια ανθρωπιά και μια διακριτή “βρετανικότητα”. Παρότι διανθίζουν το σύνολο με κόλπα που ενίοτε αμερικανίζουν (για νιοστή φορά παρατηρείται αποθέωση του ενστίκτου κόντρα στην εμπειρία και τον ορθολογισμό, κάτι που παραμορφώνει κάπως και τα νοήματα που θα έπρεπε να αντληθούν), ο καθημερινός τόνος με τον οποίο αποτυπώνουν τα γεγονότα, οι αποστάσεις που παίρνουν από τον μελοδραματισμό και μερικές πινελιές προσγειωμένου χιούμορ δίνουν μια πολύ ξεκάθαρη ταυτότητα στο κείμενο. Όμορφη νότα αποτελεί και το απρόσμενα ζωηρό μουσικό σκορ του Alexandre Desplat, το οποίο προσδίδει έναν δυναμισμό που κάνει το φιλμ να ξεφεύγει από τον κίνδυνο μιας κακώς εννοούμενης τηλεοπτικότητας στο πώς ρέει.

Εξαιρετική είναι η πρωταγωνιστική ερμηνεία της Sally Hawkins, η οποία προσεγγίζει με ιδιαίτερη ευαισθησία τον ρόλο της, φροντίζοντας τόσο να αποτίσει έναν καλά μετρημένο φόρο τιμής στο αποφασιστικό πνεύμα μιας γυναίκας που έκανε την υπέρβαση, όσο και να καταστήσει την ηρωίδα αυτή προσβάσιμη για τον θεατή, χωρίς να λαϊκίζει. Εντύπωση προξενεί το πώς φαίνεται να βρίσκεται συνεχώς σε μια οριακή κατάσταση από άποψη εκδηλωτικότητας δίχως να «εκρήγνυται»: είναι μια παράμετρος που δίνει ένταση στο πορτρέτο της. Ενδιαφέρουσα και η παρουσία του Steve Coogan, όχι μόνο χάρη στον ίδιο και την ψύχραιμη κωμικότητά του που εδώ συνδυάζεται και μ’ ένα ταιριαστά σοβαρότερο περιτύλιγμα, αλλά και στο πώς έχει γίνει η σύλληψη του χαρακτήρα του, που ουσιαστικά αντιστρέφει το φύλο του στερεότυπου της «υποστηρικτικής συζύγου», συνιστώντας όμως μια ολοκληρωμένη οντότητα και όχι απλά ένα συνονθύλευμα κλισέ.

Μπορεί να κινείται υπερβολικά πολύ μέσα σε ασφαλή νερά, αλλά ο «Χαμένος Βασιλιάς» δεν περνάει αδιάφορος. Διαθέτει μια σπιρτάδα που τον ανεβάζει κατηγορία από τη μέση ταινία που βασίζεται πάνω σε πραγματικά γεγονότα, αν και σαν ψυχογράφημα ήθελε λίγο βάθος περισσότερο.

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

14 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *