Μια ζωντοχήρα μετακομίζει με τα δυο αγόρια της στο σπίτι του πατέρα της που βρίσκεται σε κάποια λουτρόπολη των ΗΠΑ. Ο μεγάλος της γιος θα παρασυρθεί από μια παρέα μηχανόβιων, που στην πραγματικότητα είναι βαμπίρ, ενώ ο μικρός θα προσχωρήσει στην ομάδα δυο ανήλικων κυνηγών βρικολάκων.
Σκηνοθεσία:
Joel Schumacher
Κύριοι Ρόλοι:
Jason Patric … Michael Emerson
Corey Haim … Sam Emerson
Kiefer Sutherland … David
Jami Gertz … Star
Dianne Wiest … Lucy Emerson
Corey Feldman … Edgar Frog
Jamison Newlander … Alan Frog
Edward Herrmann … Max
Barnard Hughes … ο παππούς
Brooke McCarter … Paul
Billy Wirth … Dwayne
Alex Winter … Marko
Chance Michael Corbitt … Laddie
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Jan Fischer, James Jeremias, Jeffrey Boam
Στόρι: Jan Fischer, James Jeremias
Παραγωγή: Harvey Bernhard
Μουσική: Thomas Newman
Φωτογραφία: Michael Chapman
Μοντάζ: Robert Brown
Σκηνικά: Bo Welch
Κοστούμια: Susan Becker
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: The Lost Boys
- Ελληνικός Τίτλος: Τα Παιδιά της Νύχτας
Άμεσοι Σύνδεσμοι
- Τα Παιδιά της Νύχτας 2: Η Φυλή (2008)
- Τα Παιδιά της Νύχτας 2: Η Δίψα (2010)
Παραλειπόμενα
- Ο τίτλος είναι αναφορά στα Χαμένα Παιδιά από το Πίτερ Παν, όπου όπως και οι βρικόλακες δεν γερνούν ποτέ.
- Αρχικά προορίζονταν να σκηνοθετηθεί από τον Richard Donner, πατώντας στην επιτυχία του Γκούνις. Σε εκείνο το σημείο, οι βρικόλακες ήταν 13ών και 14ων ετών, ενώ οι αδελφοί Φρογκ 8χρονοι. Όταν ανάλαβε το Schumacher, ανάθεσε στον Jeffrey Boam να μετατρέψει το στόρι σε πιο ενήλικο και πιο σέξι.
- Ο σκηνοθέτης σκέφτονταν κάτι σαν τη Meg Ryan για τον ρόλο της Σταρ, αλλά ο Jason Patric τον έπεισε για την Jami Gertz, με την οποία είχε ξανά συνεργαστεί.
- Το σκηνικό της φανταστικής Σάντα Κάρλα ήταν στη Σάντα Μόνικα της Καλιφόρνιας.
- Εμπορική επιτυχία, με κέρδη 32,2 εκατομμύρια δολάρια (έναντι κόστους των 8,5), που γέννησε ένα όχι ιδιαίτερα πετυχημένο franchise ταινιών, μια τηλεοπτική σειρά και δύο σειρές κόμικ.
- Ο Schumacher έκανε πολλές προσπάθειες για κάποιο άμεσο σίκουελ, αλλά έπεφτε συνέχεια σε κενό. Μία από αυτές ήταν και το The Lost Girls, όπου θα συμμετείχε ο χαρακτήρας του Kiefer Sutherland. Εντέλει τα σίκουελ άργησαν πάνω από 20 χρόνια, και κατέληξαν στην αγορά του βίντεο.
Μουσικά Παραλειπόμενα
- Jimmy Barnes και INXS διασκευάζουν το Good Times των Easybeats και οδηγούν το πλούσιο σάουντρακ. Επίσης, ο Lou Gramm ερμηνεύει το Lost in the Shadows (The Lost Boys), ο Gerard McMann το Cry Little Sister (Theme from The Lost Boys), οι Mummy Calls το Beauty Has Her Way, ενώ ο Roger Daltrey διασκευάζει το Don’t Let the Sun Go Down on Me (των Elton John/Bernie Taupin) και οι Echo & the Bunnymen το People Are Strange των The Doors.
Κριτικός: Σταύρος Γανωτής
Έκδοση Κειμένου: 2/11/2019
Χρόνια και ζαμάνια πριν την «απαλλοτρίωση» των βρικολάκων επί του εφηβικού σινεμά, υπήρχε κι αυτή η young-adult ταινία που μπόρεσε να κάνει την αλλοίωση της δίχως να πειράξει τα ιερά και τα όσια. Χωρίς ο Joel Schumacher να πετυχαίνει ή καν να δείχνει ότι προσπαθεί για μια ταινία υψηλών αξιώσεων, παρουσιάζει μία από αυτές που εύκολα θυμάται νοσταλγικά κάποιος που μεγάλωνε τότε. Είναι κάτι ανάλογο με το Γκριζ, αφού εμπεριέχει κωδικούς αντί για σεναριακές αρετές, αλλά κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί ότι χτυπάει διάνα στα συστατικά που ανακατεύει, και με τον τρόπο όμως που τα ανακατεύει.
Έχουμε τρόμο, έχουμε ατόφια παρεΐστικη νεανική ταινία, έχουμε κωμωδία, έχουμε ροκ, έχουμε ρομάντζο, και μία δοσούλα από μυστήριο. Όλα αυτά σε ένα μετα-μπαρόκ σκηνικό μιας πόλης βγαλμένης από νεανική φαντασίωση, και συσσωρευμένους χαρακτήρες πολύ όμορφους για να είναι αληθινοί. Όλα τραβηγμένα σε ένα κόμικ έπακρο, με γνώμονα αυτός που παρακολουθεί… να γουστάρει. Αλλά και πώς να μην το κάνει, όταν πρόσωπα σαν του Kiefer Sutherland, του Jason Patric, της Jami Gertz, του Corey Feldman, αλλά και επί του συνόλου του καστ, βρίσκονται δίχως την παραμικρή ερμηνευτική παρέμβαση από τους ίδιους στον σωστό τόπο, τη σωστή ώρα, και με το κατάλληλο κέφι.
Ο Schumacher λειτουργεί περισσότερο σαν μαέστρος. Έχει στα χέρια του ένα υλικό συνονθύλευμα, και αυτό που πράττει είναι να κολλάει κατάλληλα τις σκηνές, ώστε ούτε ο τρόμος να κάνει κακό στον χαβαλέ ή και το αντίθετο, ούτε όμως και ο θεατής να κουραστεί αφού όλα είναι καλοζυγισμένα. Κανένα δεν πατάει χρονικά το άλλο, ούτε καν το ρομάντζο που θα φανταζόταν κάποιος γνώστης των σημερινών young-adult. Πιο πολύ φαντάζεσαι ότι είχε στα χέρια του περισσότερο υλικό που πέταξε, παρά ότι πρόσθετε σκηνές για να βγει σωστά αυτό που ήθελε. Ακόμα περισσότερο, μπορεί κανείς να υποθέσει και κάτι τελείως διαφορετικό… Ότι του «έκατσε». Χωρίς δηλαδή και ο ίδιος να το πολυκαταλάβει, είπε να ακολουθήσει το ρεύμα που τότε δοκίμαζε έντονα τα θριλερικά στοιχεία σε σύμμειξη με τα κωμικά (δεκαετία υπόδειγμα η συγκεκριμένη για τούτο), κι απλά ήρθαν όλα κι έδεσαν από μόνα τους όπως έπρεπε.
Δεν είναι το καθαρό μπλοκμπάστερ που θα έγραφε τη μεγάλη ιστορία, είναι υπερβολικά τραβηγμένο σε σημείο να φαντάζει «δήθεν», αλλά είναι πεντακάθαρο δείγμα ψυχαγωγικού σινεμά για νεανικές ηλικίες που κρατάει ακόμα και σήμερα ένα μοντέρνο κλίμα, και μαζί έναν νοσταλγικό τόνο από εποχές που πρόσεχαν να μη ρεζιλεύουν τα είδη που έριχναν στην αρένα του εμπορικού χαβαλέ.
Βαθμολογία: