Μια ομάδα τεξανών αστυνόμων κυνηγάει τη συμμορία του Μπουτς Κάβεντις. Η συμμορία, όμως, στήνει ενέδρα και πετυχαίνει να σκοτώσει όλους τους διώκτες της. Μόνο ένας επιβιώνει, ο οποίος αναρρώνει υπό τη σωτήρια βοήθεια ενός Ινδιάνου, του Τόντο. Πλέον, ο πρώην δικηγόρος Τζον Ριντ φοράει μαύρη μάσκα, καβαλάει το λευκό του άλογο, τον Σίλβερ, και με τον Τόντο πάντα κοντά του αποζητά εκδίκηση επί των παρανόμων που παραλίγο να τον σκοτώσουν, αλλά κι επί όσων αψηφούν τον νόμο.

Σκηνοθεσία:

Gore Verbinski

Κύριοι Ρόλοι:

Armie Hammer … John Reid/Lone Ranger

Johnny Depp … Tonto

William Fichtner … Butch Cavendish

Tom Wilkinson … Latham Cole

Ruth Wilson … Rebecca Reid

Helena Bonham Carter … Red Harrington

James Badge Dale … Dan Reid

Barry Pepper … λοχαγός Jay Fuller

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Justin Haythe, Ted Elliott, Terry Rossio

Παραγωγή: Jerry Bruckheimer, Gore Verbinski

Μουσική: Hans Zimmer

Φωτογραφία: Bojan Bazelli

Μοντάζ: James Haygood, Craig Wood

Σκηνικά: Jess Gonchor, Mark ‘Crash’ McCreery

Κοστούμια: Penny Rose

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Μέτρια.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: The Lone Ranger
  • Ελληνικός Τίτλος: Ο Μοναχικός Καβαλάρης

Σεναριακή Πηγή

  • Χαρακτήρας: Lone Ranger των Fran Striker, George W. Trendle.

Κύριες Διακρίσεις

  • Υποψήφιο για Όσκαρ ειδικών εφέ και μακιγιάζ/κομμώσεων.

Παραλειπόμενα

  • Ο Lone Ranger κατάγεται από το ομώνυμο ραδιοφωνικό σίριαλ του 1938. Στη συνέχεια, «εμφανίστηκε» σε αυτό του Green Hornet, στο οποίο το άλτερ-έγκο του σούπερ ήρωα ήταν απόγονος του Τζον Ριντ. Ακολούθησε τηλεοπτική σειρά, κόμικς, κινούμενα σχέδια και μεγάλο στοκ από παιχνίδια. Κινηματογραφικά έχει κάποιες εμφανίσεις, αλλά καμία δεν ήταν αληθινά σημαντική.
  • Η Columbia Pictures είχε ανακοινώσει την πρόθεση της να γίνει αυτή η ταινία από το 2002, σε συνεργασία με την Classic Media, που είχε τα δικαιώματα του ήρωα. Μια και ως σχέδιο ήταν κάτι αντίστοιχο με τη Μάσκα του Ζορό (1998), υπήρχε η σκέψη αντί του Τόντο να υπάρχει κάποια όμορφη γυναίκα. Το σενάριο ξεκίνησε άμεσα από τους David και Janet Peoples, με τη Laeta Kalogridis να το μεταποιεί. Κι ενώ ακούστηκε το όνομα του Jonathan Mostow για τη σκηνοθ4εσία, το στούντιο άφησε τον σχεδιασμό στην άκρη.
  • Η Weinstein Company ενδιαφέρθηκε για αυτό το 2007, με την αγορά όμως να γίνεται από τη βρετανική φίρμα Entertainment Rights. Αυτοί συμμάχησαν με τον παραγωγό Jerry Bruckheimer, που με τη σειρά του προώθησε το φιλμ στη Walt Disney Pictures. Οι Ted Elliott και Terry Rossio των Πειρατών της Καραϊβικής ανέλαβαν το 2008 το σενάριο, με την “πειρατική” ομάδα να συμπληρώνεται εντός του ίδιου έτους με τον Johnny Depp. Το κείμενο αναφέρθηκε ότι είχε μεταφυσικές διαστάσεις (που αφορούσαν κογιότ), αλλά επιδέχτηκε νέα επεξεργασία από τον Justin Haythe. Ο Mike Newell ήταν πλέον ο νούμερο ένα υποψήφιος για τη σκηνοθετική καρέκλα, συνεργαζόμενος με τον Jerry Bruckheimer εκείνη την περίοδο για το Prince of Persia: The Sands of Time. Ο παραγωγός προτίμησε να περιμένουν να ολοκληρωθούν οι ταινίες των εμπλεκόμενων για να πάρει τις τελικές του αποφάσεις, και το 2010 ήταν ο Gore Verbinski εντέλει που πήρε το πόστο της σκηνοθεσίας.
  • Προβλήματα στα οικονομικά της Disney έβαλαν σε κίνδυνο την έναρξη της παραγωγής, αλλά οι Verbinski, Bruckheimer, Depp και Armie Hammer δέχτηκαν να μειώσουν κατά 20% τις αποδοχές τους για να βοηθήσουν στο μπάτζετ. Και μόλις ο Rich Ross αντικατέστησε τον Alan F. Horn στην προεδρία του στούντιο, το σχέδιο μπήκε άμεσα μπροστά.
  • Υποψήφιες για κεντρικούς ρόλους ήταν οι: Jessica Chastain, Abbie Cornish, Andrea Riseborough και Sarah Gadon.
  • Τα γυρίσματα συνοδεύτηκαν από απρόβλεπτα καιρικά φαινόμενα, μια μεγάλη πυρκαγιά, αλλά και μια επιδημία ανεμοβλογιάς που επέφερε τον θάνατο μέλους του συνεργείου.
  • Η Industrial Light & Magic ανάλαβε τα εφέ, μεταξύ των οποίων ήταν μια ψηφιακή αναπαράσταση της περίφημης γέφυρας Golden Gate στο Σαν Φρανσίσκο, όταν ήταν ακόμα υπό κατασκευή. Η εικόνα της όμως αυτή αφορούσε το 1936 κι ενώ η ταινία αναφέρονταν στο 1933.
  • Έχοντας πολύ υψηλό μπάτζετ, 250 εκατομμύρια δολάρια που έγιναν 400 μαζί με τα διαφημιστικά έξοδα, τα έσοδα των 260,5 δεν περίσωσαν την τεράστια ζημιά. Έτσι, η ταινία φιγουράρει ανάμεσα στις πρώτες θέσεις των μεγαλύτερων εμπορικών αποτυχιών (πίσω μόνο από το John Carter: Ανάμεσα σε Δύο Κόσμους).

Μουσικά Παραλειπόμενα

  • Ο Jack White των White Stripes είχε προσληφθεί για να γράψει τη μουσική, αλλά αργότερα επικαλέστηκε πρόβλημα με τον προγραμματισμό του.
  • Πέρα από το άλμπουμ με τις συνθέσεις του Hans Zimmer, κυκλοφόρησε ακόμα ένα με κομμάτια εμπνευσμένα από την ταινία. Στο επονομαζόμενο The Lone Ranger: Wanted συμμετείχαν, μεταξύ άλλων, οι Ben Kweller, Sara Watkins, Iggy Pop (με το Sweet Betsy from Pike από τα 1920s), The Rubens, Lucinda Williams και John Grant.

Κριτικός: Χάρης Καλογερόπουλος

Έκδοση Κειμένου: 4/7/2013

Ο δικηγόρος Τζον Ριντ γνωρίζεται με τον ιδιόρρυθμο ινδιάνο Τόντο και μαζί ψάχνουν να βρουν τους δολοφόνους του αδελφού του πρώτου, όπως και κείνους που ξεγέλασαν τον Τόντο όταν ήταν παιδί με αποτέλεσμα τον αφανισμό της φυλής του.

Η διάσημη τηλεοπτική σειρά της περιόδου 1949-57 (είχε προηγηθεί ραδιοφωνικό σόου το 1933), που μετά απέδωσε και βιβλία, κόμικς, ταινίες κ.λπ, κατέστησε τον Lone Ranger έναν από τους πιο εμβληματικούς φανταστικούς ήρωες του Φαρ Ουέστ. Βέβαια, στο σήμερα, η αφέλεια της όλης σύλληψης μόνο ως ένα παραμύθι με κωμική διάθεση θα μπορούσε να αναβιώσει. Ο Σίλβερ (το άλογο του Ranger) σχεδόν πετάει από βράχους και προσγειώνεται μέσα σε βαγόνια τρένου ή ο Τόντο διαρκώς ταΐζει το ψόφιο κοράκι που φοράει στο κεφάλι ως καπέλο (αν κι εξηγεί τη συμβολική σημασία) κ.λπ. Και ποιοι θα ήταν πιο κατάλληλοι για το εγχείρημα, από τους συντελεστές της σειράς «Πειρατές της Καραϊβικής»; Δηλαδή: το σενάριο γράφουν οι Τεντ Έλιοτ και Τέρι Ρόσιο (ενώ προστίθεται και ο Τζάστιν Χέιθ των «Δρόμος της Επανάστασης» και «Το Καρφί») και ο σκηνοθέτης Γκορ Βερμπίνσκι επιστρατεύει και πάλι τον Τζόνι Ντεπ να κάνει μια παραλλαγή του Τζακ Σπάροου ως Τόντο.

Το αποτέλεσμα είναι αυτό που περιμέναμε. Μια καλοφτιαγμένη περιπέτεια σε ύφος καρτούν, με άψογα χορογραφημένη και μονταρισμένη δράση όπου ο Ντεπ κλέβει την παράσταση, ενώ κι ο Άρμι Χάμερ (ο πρίγκιπας στο «Καθρέφτη, Καθρεφτάκι μου» και ο σύντροφος του Χούβερ στο «J. Edgar») καταφέρνει να μας δώσει έναν τυπικό άνθρωπο του νόμου που σταδιακά γίνεται ήρωας, αφού καταλάβει ότι πρέπει να «καλπάζεις ανάμεσα» από τους νόμους που τελικά είναι ανεπαρκείς και δίνουν την ευκαιρία σε επιχειρηματίες να εγκληματούν «νομίμως». Κατά έναν τρόπο επαναπροσδιορίζεται ο μύθος σύμφωνα με τη σημερινή λογική και ηθική.

Ο μοναχικός καβαλάρης είναι ο σοβαρός χωρίς να γίνεται γραφικός κι ο Τόντο είναι επίσης ο σοβαρός που όμως βγάζει γέλιο. Θέμα καταστάσεων. Εντέλει, οι δυο καλογραμμένοι χαρακτήρες και το κοινωνικό περιεχόμενο αρκούν νομίζω για ένα ψυχαγωγικό φιλμ.

Ακριβώς λόγω της αφέλειας του παλιού μύθου, η ιστορία περνάει ως αφήγηση του Τόντο που υποτίθεται ότι είναι μουσειακό ομοίωμα-έκθεμα σε τσίρκο στις αρχές του 20ού αιώνα κι όχι στο σήμερα. Το ομοίωμα ζωντανεύει μπροστά στα μάτια ενός μικρού αγοριού-επισκέπτη, οπότε αυτό που βλέπουμε είναι εξ ορισμού παραμυθένιο κι όχι ιστορία. Έξυπνο. Μάλιστα, το ότι ο Τόντο εκτίθεται πλάι σε αρκούδα γκρίζλι και βούβαλο, περιέχει μια ειρωνική κριτική για τον ρατσισμό της παλιάς εποχής.

Υπάρχουν εδώ κι εκεί διορθώσεις που θα μπορούσαν να έχουν γίνει, μερικά κοψίματα, μεγαλύτερος ρόλος για την Έλενα Μπόναμ Κάρτερ σε ρόλο πόρνης του σαλούν, αλλά σε γενικές γραμμές είναι μια απολαυστική περιπέτεια. Στον ρόλο του κακού, ο Τομ Γουίλκινσον τα καταφέρνει με τη γνωστή του άνεση. Το μουσικό θέμα της παλιάς σειράς (η οβερτούρα από τον «Γουλιέλμο Τέλλο» του Ροσίνι) αποτελεί κι εδώ αναπόσπαστο στοιχείο της μυθολογίας.

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

20 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *