
Ο Αστακός
- The Lobster
- 2015
- Μ. Βρετανία
- Αγγλικά, Γαλλικά
- Αισθηματική, Επιστημονικής Φαντασίας, Θρίλερ, Μαύρη Κωμωδία, Σάτιρα, Σινεφίλ
- 22 Οκτωβρίου 2015
Σε ένα δυστοπικό, κοντινό μέλλον, όλοι οι μόνοι άνθρωποι, σύμφωνα με τους κανόνες της Πόλης, συλλαμβάνονται και μεταφέρονται στο Ξενοδοχείο. Εκεί είναι υποχρεωμένοι να βρουν έναν ταιριαστό σύντροφο μέσα σε 45 μέρες. Αν αποτύχουν, μεταμορφώνονται σε ένα ζώο της επιλογής τους κι απελευθερώνονται στο Δάσος. Ένας απελπισμένος άντρας το σκάει από το Ξενοδοχείο στο Δάσος, εκεί όπου ζουν οι μοναχικοί και εκεί ερωτεύεται, ακόμη κι αν αυτό είναι ενάντια στους κανόνες τους.
Σκηνοθεσία:
Γιώργος Λάνθιμος
Κύριοι Ρόλοι:
Colin Farrell … David
Rachel Weisz … κοντόφθαλμη γυναίκα
Lea Seydoux … μοναχική ηγέτιδα
Ariane Labed … η καμαριέρα
Ben Whishaw … John
Αγγελική Παπούλια … άκαρδη γυναίκα
John C. Reilly … Robert
Jessica Barden … γυναίκα με ματωμένη μύτη
Olivia Colman … διευθύντρια ξενοδοχείου
Ashley Jensen … η γυναίκα με τα μπισκότα
Michael Smiley … μοναχικός κολυμβητής
Roger Ashton-Griffiths … γιατρός
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Γιώργος Λάνθιμος, Ευθύμης Φιλίππου
Παραγωγή: Ceci Dempsey, Ed Guiney, Γιώργος Λάνθιμος, Lee Magiday
Φωτογραφία: Θύμιος Μπακατάκης
Μοντάζ: Γιώργος Μαυροψαρίδης
Σκηνικά: Jacqueline Abrahams
Κοστούμια: Sarah Blenkinsop
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Πολύ θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: The Lobster
- Ελληνικός Τίτλος: Ο Αστακός
Κύριες Διακρίσεις
- Υποψήφιο για Όσκαρ αυθεντικού σεναρίου.
- Υποψήφιο για Χρυσή Σφαίρα πρώτου αντρικού ρόλου (Colin Farrell) στην κατηγορία κωμωδία/μιούζικαλ.
- Υποψήφιο για Bafta καλύτερης βρετανικής ταινίας.
- Συμμετοχή στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ Κανών. Βραβείο επιτροπής.
- Βραβείο σεναρίου και κοστουμιών στα Ευρωπαϊκά Βραβεία. Υποψήφιο για καλύτερη ταινία, σκηνοθεσία και αντρική ερμηνεία (Colin Farrell).
- Καλύτερη ξενόγλωσση ταινία από τα βραβεία Ίρις.
Παραλειπόμενα
- Αρχικός Ντέιβιντ ήταν ο Jason Clarke, αλλά αποχώρησε λόγω φορτωμένου προγράμματος.
- Τα γυρίσματα διεξήχθησαν δίχως τεχνητό φωτισμό και μακιγιάζ. Προβολείς χρειάστηκαν μονάχα σε κάποιες νυχτερινές σκηνές.
- Ο Colin Farrell πήρε 18 κιλά για να παίξει στην ταινία.
- Παρότι έχει κατοχυρωθεί ως πρώτη αγγλόφωνη του Γιώργου Λάνθιμου, η αλήθεια είναι ότι είχε γυρίσει μια μικρού μήκους αγγλόφωνη, το Necktie, το 2013, που εντάσσονταν στο ντοκιμαντέρ Venezia 70: Future Reloaded.
- Έχοντας ένα μικρό μπάτζετ 4ων εκατομμυρίων λιρών, τα ταμεία απέδωσαν στην ταινία 15,5 εκατομμύρια δολάρια.
Κριτικός: Νάνσυ Μιχαηλίδου
Έκδοση Κειμένου: 15/6/2015
Η πρώτη αγγλόφωνη ταινία του Γιώργου Λάνθιμου, που έφτασε μέχρι το διαγωνιστικό των Καννών αποσπώντας το Βραβείο της Επιτροπής, είναι μια τρυφερή ιστορία αγάπης και παράλληλα μια σκοτεινή κοινωνική σάτιρα. Μια συμπαραγωγή Ελλάδας, Ηνωμένου Βασιλείου, Ιρλανδίας, Ολλανδίας και Γαλλίας, όπου εκτός από τις συνήθεις υπόπτους Αγγελική Παπούλια και Αριάν Λαμπέντ, συναντάμε ένα διόλου ευκαταφρόνητο διεθνές καστ που απαρτίζεται από τους Κόλιν Φάρελ, Ρέιτσελ Βάις, Τζον Σ. Ρέιλι, Λεά Σεϊντού και Μπεν Γουίσοου.
Η ιστορία διαδραματίζεται σε ένα δυστοπικό σύμπαν, όπου όλοι οι άνθρωποι δίχως σύντροφο κρίνονται παράνομοι και σύμφωνα με τους κανόνες της Πόλης, συλλαμβάνονται και μεταφέρονται στο «Ξενοδοχείο». Εκεί είναι υποχρεωμένοι να βρουν ένα ταίρι μέσα σε 45 μέρες. Αν αποτύχουν, μεταμορφώνονται σε ένα ζώο της επιλογής τους κι απελευθερώνονται στο Δάσος. Ένας απελπισμένος άντρας το σκάει από το Ξενοδοχείο και βρίσκει καταφύγιο στο Δάσος, εκεί όπου ζουν οι μοναχικοί, κι από τις πρώτες μέρες της παραμονής του θα ερωτευθεί, ενάντια στους κανόνες της νέας του πραγματικότητας.
Ο εφιάλτης του πρωταγωνιστή ξεκινά από τη στιγμή που τον εγκαταλείπει η σύζυγός του και αναγκάζεται να ανακαλύψει από την αρχή έναν ολότελα διαφορετικό κόσμο που μέχρι τότε όχι μόνο δεν γνώριζε, αλλά ούτε τον αφορούσε. Συνοδοιπόρος σ`αυτή τη νέα πραγματικότητα είναι και ο θεατής, που ανακαλύπτει μαζί του βήμα προς βήμα τους παρανοϊκούς κανόνες μιας νέας τραγελαφικής τάξης πραγμάτων. Λαμβάνοντας υπόψιν τα Κινέττα, Κυνόδοντας και Άλπεις, θα λέγαμε ότι και ο Αστακός φέρει ολοφάνερα την σφραγίδα του Λάνθιμου, ο οποίος μέσα από το γνώριμο πλέον σύμπαν του παραδίδει μία ακόμη ταινία, χρησιμοποιώντας μόλις τα απαραίτητα τεχνολογικά μέσα και εστιάζοντας στην ιστορία και τους χαρακτήρες. Στοιχεία που συναντάμε σε προηγούμενες δουλειές του υπάρχουν και εδώ, όπως οι εναλλακτικοί κώδικες επικοινωνίας, οι σουρεαλιστικοί διάλογοι, η ελλειπτική διαχείριση της έκφρασης, οι απρόβλεπτες αντιδράσεις -λιγότερο συχνά η άτσαλη κινησιολογία- και παρά το επιτηδευμένο αισθητικά αποτέλεσμα, καταφέρνει και πάλι να προκαλέσει προβληματισμό, αυτή τη φορά σχετικά με τον ρόλο των ανθρώπων που ζουν αντισυμβατικά, την αποδοχή τους από το κοινωνικό σύνολο, τον τρόπο επιβολής άτυπων κοινωνικών κανόνων, τους λάθος λόγους που ωθούν συχνά κάποιους στη δημιουργία οικογένειας και επιπλέον το δικαίωμα του ανθρώπου να ζει και να ερωτεύεται χωρίς να ακολουθεί τα πρότυπα του κοινωνικού συνόλου.
Η τάση της κοινωνίας να επιβάλλει στα μέλη της την οικογενειακή αποκατάσταση μπαίνει στο στόχαστρο και μετατρέπεται σε εφιάλτη, μέσα από ένα καυστικό, ευφυές κι αυθεντικό έργο, βγαλμένο από τη φαντασία του συγγραφικού διδύμου Λάνθιμου-Φιλίππου, το οποίο καταφέρνει μέσα από τον απόλυτο σουρεαλισμό να καταλήξει σε ειλικρινή συμπεράσματα. Οι συγκρατημένες ερμηνείες και η χαμηλή εκφραστικότητα των ηθοποιών λειτουργούν αρμονικά, ενισχύοντας την απελπισία των κεντρικών ηρώων, μια απελπισία που έρχεται να λειάνει η ζεστή φωνή της ερωτευμένης αφηγήτριας Ρέιτσελ Βάις. Ομολογουμένως, το διάσημο καστ ανεβάζει τον «Αστακό» αρκετά σκαλοπάτια παραπάνω, με τη συμβολή του να κρίνεται καταλυτική για το τελικό αποτέλεσμα της ταινίας, που ίσως χωρίς αυτό, να μιλούσαμε για ένα ρομαντικό καλτ διαμαντάκι.
Παρανοϊκός, σαρκαστικός, αστείος και τραγικός, ο «Αστακός» του Λάνθιμου εμπνέεται από την πραγματικότητα, κι αναδύει ρομαντισμό μέσα από το παράλογο, υπενθυμίζοντάς μας τη λαχτάρα για πάθος και ζωή και δίνοντάς μας το έναυσμα για να σιγοτραγουδήσουμε… «Τι ειν` αυτό που το λένε αγάπη».
Βαθμολογία:
Κριτικός: Χάρης Καλογερόπουλος
Έκδοση Κειμένου: 19/10/2015
1. Στο «Φάντασμα της Ελευθερίας», ο Μπουνουέλ φαντάζεται μια ομήγυρη σε τραπεζαρία, όπου κάθονται σε λεκάνες τουαλέτας, ολόγυρα απ` το τραπέζι, έχοντας μπροστά τους περιοδικά κι εφημερίδες που ξεφυλλίζουν, ενώ ανταλλάσσουν κουβέντες. Καμιά φορά, αφού ουρήσουν ή αφοδεύσουν, τραβούν το καζανάκι τους. Πού και πού, κάποιος ζητάει συγνώμη και πηγαίνει σε άλλο σημείο του σπιτιού, όπου υπάρχει μικρή καμπίνα, μπαίνει, κλείνει, βγάζει από ντουλάπι φαγητό και τρώει. Αν κάποιος άλλος πάει να μπει, καταλαβαίνει πως η καμπίνα είναι κατειλημμένη και ζητάει συγνώμη. Η πεπτική λειτουργία (κάτι φυσιολογικό) κομμένη στη μέση, ως ωραία-καλή και άσχημη-κακή, ανεστραμμένα.
2. Ένας φίλος μου αρνείται χρόνια να πάει στο νησί που συχνάζαμε στα νιάτα μας, για να μην νοιώσει ντροπή που θα δουν ότι δεν έκανε οικογένεια.
Οι κανόνες της κοινωνίας, γραπτοί ή άγραφοι, έχουν πάντα κάτι το παράλογο, γιατί θεσμίζονται από ανάγκες κι αντιλήψεις που ενώ οι ίδιες είναι ρευστές κι αλλάζουν, εκείνοι, οι κανόνες, μένουν ριζωμένοι στα μυαλά, αργώντας να αλλάξουν. Επίσης, οι κανόνες θεσμίζονται βάσει ενός στατιστικού μέσου όρου, ενός ιδεατού κάθε φορά μοντέλου ανθρώπου, απ` το οποίο παρεκκλίνουν περίπου όλοι οι άνθρωποι. Στα ολοκληρωτικά καθεστώτα, οι κανόνες εφαρμόζονται ακόμα πιο βασανιστικά.
Η ιδέα του Λάνθιμου ήταν ωραία κι ενδιαφέρουσα και μέχρι τα τρία τέταρτα του έργου λειτούργησε πολύ καλά, χάρη κυρίως στο χιούμορ. Η κοινωνία στο φιλμ επιβάλλει να είσαι ζευγάρι με κάποιον, αλλιώς μετατρέπεσαι σε ζώο της αρεσκείας σου (αρεσκείας: βλέπε την ψήφο στις κάλπες…). Η μαύρη σάτιρα ήταν ακριβώς ο κατάλληλος τόνος για να αφηγηθείς μια τέτοια δυστοπία. Μάλιστα, το γεγονός ότι στο δάσος οι μοναχικοί αντικαθεστωτικοί έχουν υιοθετήσει την ακριβώς αντίθετη άποψη (απαγορεύεται να είσαι ζευγάρι, ακόμη και να κάνεις έρωτα με κάποιον), δείχνει την εξίσου φασιστική συμπεριφορά του φονταμενταλισμού. Οι δυο ήρωες, που υποδύονται οι Κόλιν Φάρελ και Ρέιτσελ Βάιζ, αρχίζοντας να νοιώθουν ερωτική έλξη ο ένας για τον άλλον στο δάσος, βρίσκονται εξοβελισμένοι κι απ` τις δύο κοινωνικές ομάδες.
Απ` τη νόμιμη κοινωνία γιατί επαναστάτησαν κι απ` την επαναστατημένη γιατί ζευγάρωσαν. Δεν υπάρχει μέλλον γι` αυτούς. Αδιέξοδο.
Το σενάριο, λοιπόν, νοηματικά, είναι καλά μελετημένο. Όμως, με οποιοδήποτε κινηματογραφικό ύφος, η δραματουργία απαιτεί αυτή την, άπιαστη στην περιγραφή της. γεύση που προκαλεί μια αφήγηση. Αυτή τη γεύση που σε συγκινεί. Όσο είμαστε στο περιβάλλον του κρατικού «Ξενοδοχείου» ψυχ-αγωγούμαστε με τη σάτιρα, και στην πρώτη φάση στο δάσος μάς εξάπτει η ανατροπή. Απ` τη στιγμή όμως που εισέρχεται το ερωτικό ζήτημα, πλάνο πλάνο αρχίζει να χάνεται το ενδιαφέρον, τελειώνει το χιούμορ, λείπει το εσωτερικό δράμα και (αν εξαιρέσεις το τελευταίο και σωστό πλάνο) απομένει μόνο η φόρμα, μένουν οι «Άλπεις», και ο Λάνθιμος χάνει το στοίχημα για μια σημαντική ταινία, με τον «Κυνόδοντα» να παραμένει η πιο πλήρης, απολαυστική ως γραφή και συνεπής στη σχέση φόρμας και περιεχομένου δουλειά του.
Βαθμολογία:
Κριτικός: Δημήτρης Κωνσταντίνου-Hautecoeur
Έκδοση Κειμένου: 22/10/2015
Βρισκόμαστε στην ευχάριστη θέση να επιβεβαιώσουμε πως το μεγάλο στοίχημα του αγγλόφωνου ντεμπούτου του Γιώργου Λάνθιμου έχει αποδειχθεί αδιαπραγμάτευτα κερδισμένο. Η αλλαγή τόπου και γλώσσας και το διεθνές, σχεδόν all-star καστ της ταινίας δεν αμβλύνουν ούτε στο ελάχιστο το όραμα του δημιουργικού διδύμου του «Κυνόδοντα» και ο «Αστακός» αποτελεί μια εκατό τοις εκατό «λανθιμική» ταινία. Σταρ όπως οι Colin Farrell, Rachel Weisz και Lea Seydoux εντάσσονται απολύτως αρμονικά στον κινηματογραφικό κόσμο των Λάνθιμου και Φιλίππου, κινούμενοι στην ίδια, «ρομποτική» ερμηνευτική λογική των προηγούμενων ταινιών τους. Το «παράξενο» κινηματογραφικό σύμπαν διαστέλλεται στα μεγέθη μιας χρονικά απροσδιόριστης δυστοπίας και το αλλόκοτο ύφος φαντάζει πιο συνειδητό και (ίσως) ώριμο από ποτέ. Τουτέστιν, δεν έχουμε άλλη μια σχεδόν εμμονική επανάληψη φόρμας, για την οποία θα μπορούσαν να κατηγορηθούν οι «Άλπεις», αλλά μια υγιή ανανέωση αυτής σε πιο ξεκάθαρα κωμική μορφή, αποβάλλοντας την «κουλτουριάρικη» σοβαροφάνεια. Έτσι, με την ψυχρότητα που γέννησε το αποκαλούμενο «weird wave» του ελληνικού σινεμά να είναι παρούσα, αλλά όχι στον βαθμό της κλινικής ατμόσφαιρας και αιωρούμενης διαστροφής των «Κυνόδοντα» και «Άλπεων», ο «Αστακός» αποδεικνύεται άκρως διασκεδαστικός, αν όχι ξεκαρδιστικός. Κάποιος βέβαια που επισκέπτεται για πρώτη φορά αυτό το κινηματογραφικό σύμπαν δεν αποκλείεται να το βρει δυσκολοχώνευτο, πρόκειται όμως σαφώς για την πιο προσιτή -αλλά όχι συμβατική- ταινία του ελληνικού διδύμου, κάτι στο οποίο αναντίρρητα συμβάλλει ο διεθνής χαρακτήρας της παραγωγής.
Παίρνοντας λοιπόν σε μεγάλο βαθμό στην πλάκα την γοητευτική «παραξενιά» του, ο «Αστακός» αποτελεί μια ευφάνταστη κοινωνική σάτιρα με επίκεντρο τις ανθρώπινες και δη ερωτικές σχέσεις. Ασύστολος σαρκασμός των κυρίαρχων αντιλήψεων γύρω από τα ζευγάρια και της επιβολής τους στο άτομο από την κοινωνία, αλλά και, δευτερευόντως, ένας ουσιώδης προβληματισμός πάνω στις ανθρώπινες σχέσεις γενικότερα και τη θέση του «εγώ» μέσα σε αυτές. Βεβαίως, δεν διακρίνεται εδώ η συμβολική στιβαρότητα του «Κυνόδοντα», που αντέχει σε ενδελεχή αποκρυπτογράφηση, και προσωπικά δεν έχω πειστεί απόλυτα για το βάθος του «Αστακού» ως αλληγορία. Ίσως βέβαια αυτό να είναι κάτι υποκειμενικό. Από την άλλη, ίσως και να μην έχει καν ιδιαίτερη σημασία. Πέραν της εύληπτης σάτιρας και μιας γενικής ιδέας που υπηρετείται μέχρι τέλους, ο «Αστακός» δεν δείχνει απαραίτητα να έχει ανάγκη από μια τόσο σπουδαία νοηματική εμβάθυνση. Γιατί αυτήν τη φορά (σε αντίθεση με τις προηγούμενες) έχουμε μια ταινία πλοκής, όπου η ιστορία της και ο τρόπος που την αφηγούνται οι δημιουργοί της αρκούν για να την απολαύσεις. Ιδίως όταν οι τελευταίοι επιδεικνύουν αξιοπρόσεκτες ικανότητες ελλειπτικής αφήγησης, υποδειγματικής στον αντισυμβατικό τρόπο που ξεδιπλώνει σταδιακά ένα ευρηματικό κόνσεπτ επιστημονικής φαντασίας.
Εκεί που υπάρχει ένσταση, τόσο σε αφηγηματικό όσο και σε νοηματικό επίπεδο, είναι στην ιδέα στην οποία βασίζεται κι ο ίδιος ο τίτλος, δηλαδή στη μετατροπή των ανθρώπων σε ζώα, που μένει εντέλει παντελώς μετέωρη. Μετά τα μισά του φιλμ, κανείς δεν ασχολείται πια με το στοιχείο της μεταμόρφωσης, παρά μόνο υπαινικτικά, κι έτσι δεν φανερώνεται κάποιος ουσιαστικός λόγος για την ύπαρξη ενός τόσο παράδοξου κόνσεπτ, τη στιγμή που δεν είναι πραγματικά καθοριστικό για το φιλμ.
Η τελική εστίαση αυτού, άλλωστε, δεν είναι παρά ένα απαγορευμένο love-story μεταξύ των Colin Farrell και Rachel Weisz, υπέροχα ανθρώπινων μέσα στη λανθιμική ψυχρότητά τους. Αν και το φιλμ ποτέ δεν χάνει το ενδιαφέρον του, σίγουρα η εξέλιξη αυτή το απομακρύνει από το δυναμικό και γεμάτο ευρήματα πρώτο μισό του, όσο και από την ίδια την κωμωδία. Βεβαίως, αυτή η ανάδυση ζεστασιάς σε ένα τόσο αποστειρωμένο συναισθηματικά περιβάλλον μπορεί να ενταχθεί στις απολαυστικές ιδιαιτερότητες της ταινίας, μα εύλογα αναρωτιέται κανείς για το κατά πόσον μια διαφορετική σκηνοθετική προσέγγιση θα το έκανε πιο δυνατό.
Όπως και να `χει, η νέα ταινία του Γιώργου Λάνθιμου δεν είναι τίποτα λιγότερο από μια απολαυστικά αλλόκοτη μαύρη κωμωδία, μια σουρεαλιστική κοινωνική σάτιρα με πρωτότυπες ιδέες, αριστουργηματική φωτογραφία από τον γνώριμο πια Θύμιο Μπακατάκη και μια ευχάριστη δημιουργική αυτογνωσία. Πάνω απ` όλα όμως, είναι μια καθαρά «λανθιμική» ταινία, που απλά τυχαίνει να έχει για πρωταγωνιστές χολιγουντιανούς σταρ. Κι αυτό δεν μπορεί παρά να είναι μια μεγάλη, περήφανη νίκη.
Βαθμολογία: