Ο Τζέιμς Μποντ βοηθά ένα υψηλόβαθμο στέλεχος της KGB να δραπετεύσει από την Τσεχοσλοβακία. Σε αντάλλαγμα, ο στρατηγός Κοσκόφ εκμυστηρεύεται στις βρετανικές μυστικές υπηρεσίες ένα σχέδιο, σύμφωνα με το οποίο η KGB σκοπεύει να εξοντώσει όλους τους δυτικούς πράκτορες. Όμως, ο Κοσκόφ απαγάγεται από τους Σοβιετικούς και ο Τζέιμς Μποντ αναλαμβάνει να βρει τα ίχνη του.

Σκηνοθεσία:

John Glen

Κύριοι Ρόλοι:

Timothy Dalton … James Bond

Maryam d’Abo … Kara Milovy

Jeroen Krabbe … στρατηγός Georgi Koskov

Joe Don Baker … Brad Whitaker

John Rhys-Davies … στρατηγός Leonid Pushkin

Art Malik … Kamran Shah

Andreas Wisniewski … Necros

Robert Brown … M

Desmond Llewelyn … Q

Caroline Bliss … Eve Moneypenny

Geoffrey Keen … υπουργός Frederick Gray

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Richard Maibaum, Michael G. Wilson

Παραγωγή: Albert R. Broccoli, Michael G. Wilson

Μουσική: John Barry

Φωτογραφία: Alec Mills

Μοντάζ: Peter Davies, John Grover

Σκηνικά: Peter Lamont

Κοστούμια: Emma Porteous

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: The Living Daylights
  • Ελληνικός Τίτλος: Τζέιμς Μποντ, Πράκτωρ 007: Με το Δάκτυλο στη Σκανδάλη
  • Εναλλακτικός Τίτλος: James Bond 007: The Living Daylights

Άμεσοι Σύνδεσμοι

Σεναριακή Πηγή

  • Διήγημα: The Living Daylights του Ian Fleming.

Παραλειπόμενα

  • Ο τίτλος και ένα μικρό μέρος της πλοκής (στις αρχές του φιλμ) προέρχονται από το διήγημα The Living Daylights του Ian Fleming, που με τη σειρά του ανήκε στη συλλογή διηγημάτων Octopussy and The Living Daylights (1966). Αυτή ήταν η τελευταία φορά που αναγράφονταν το όνομα του δημιουργού του 007 στους τίτλους, μέχρι και το Casino Royale.
  • Αρχικά προορίζονταν να είναι πρίκουελ της σειράς, όπως έγινε εντέλει το 2006.
  • Μετά την μέτρια εμπορική πορεία και την καλλιτεχνική αποτυχία του Επιχείρηση Κινούμενος Στόχος, είχε έρθει η ώρα για τον Roger Moore να αποσυρθεί από τον ρόλο. Άλλωστε και ο ίδιος δήλωσε πως στα 59 του ήταν μεγάλος για τον ρόλο. Ο Albert Broccoli βέβαια υποστήριζε ότι αυτός ήταν που απομάκρυνε τον Moore.
  • Η εκτεταμένη αναζήτηση νέου Μποντ πέρασε από ονόματα όπως του αμερικανού Christopher Reeve, του νεοζηλανδού Sam Neill, των γάλλων Christopher Lambert και Lambert Wilson, αλλά και του εξίσου αμερικανού Mel Gibson. Εντέλει, ο ρόλος προσφέρθηκε στον βρετανό -και πάλι- Pierce Brosnan, όπου είχε απελευθερωθεί από τις τηλεοπτικές του υποχρεώσεις με το Remington Steele, μια και η σειρά θα αναβάλλονταν λόγω χαμηλής τηλεθέασης. Παρόλα αυτά, μόλις ανακοινώθηκε το όνομα του ως Μποντ, το κοινό ενδιαφέρθηκε μαζικά για τη σειρά, και το κανάλι του επέλεξε να μην την κόψει (ειρωνικά, άντεξε μονάχα 5 ακόμη επεισόδια). Η Dana Broccoli ήταν τότε αυτή που πρότεινε τον ουαλό και θεατρικό Timothy Dalton, για τον οποίο είχε ενδοιασμούς ο πατέρας της, Albert Broccoli, επειδή δεν είχε κάποιο διάσημο όνομα.
  • Επιστροφή του ήρωα στην εικονική για αυτόν Aston Martin.
  • Το φιλμ απέδωσε καλά εμπορικά, με κέρδη 191,2 εκατομμύρια δολάρια, έναντι κόστους των 40.

Μουσικά Παραλειπόμενα

  • Τελευταία δουλειά στη σειρά για τον John Barry.
  • Το ομότιτλο τραγούδι ερμηνεύεται από το νορβηγικό και ιδιαίτερα δημοφιλές τότε γκρουπ των A-ha. Η εκδοχή του John Barry είναι αυτή που υπάρχει στο σάουντρακ, αλλά αυτή που πάντα προτιμούσε το ίδιο το συγκρότημα βρίσκεται μόνο στο άλμπουμ τους Stay on These Roads.
  • Επιτυχία έκανε και το δεύτερο ορίτζιναλ τραγούδι του φιλμ, το Where Has Everybody Gone? των Pretenders. Έγραψαν μαζί και το If There Was a Man, που δεν είχε παρόμοια τύχη.

Κριτικός: Νίκος Ρέντζος

Έκδοση Κειμένου: 30/9/2014

Ο Κόνερι έπλασε τον χαρακτήρα του Μποντ, δίνοντας του στιβαρότητα, γοητεία αλλά και το απαραίτητο χιούμορ. Ο Μουρ επέλεξε λίγο περισσότερο χιούμορ από τον προκάτοχό του και έκανε τον Μποντ περισσότερο φλεγματικό και τζέντλεμαν. Ο Ντάλτον, αποφασίζει να πάει πιο κοντά στον Μποντ του Φλέμινγκ παρά στον κινηματογραφικό, διατηρώντας ελάχιστη ίχνη χιούμορ και παρουσιάζοντας έναν πιο σκοτεινό και σοβαρό Μποντ. Ο Ντάλτον πέτυχε το στόχο του αλλά το κοινό στα ’80ς προτιμούσε έναν λίγο πιο ανάλαφρο Μποντ, που θα έπαιρνε περισσότερο στην πλάκα όλα όσα συνέβαιναν γύρω του. Κι εδώ που τα λέμε, μέχρι τότε οι ταινίες του Μποντ, ήταν ένα μεγάλο λούνα παρκ για αγόρια, που στόχευαν απλώς στη διασκέδαση του κοινού, κάτι που επιχείρησε να αγνοήσει ο Ντάλτον.

Το The Living Daylights μπαίνει δυναμικά και ο πρωταγωνιστής του του προσθέτει αυτό που δε μπορούσε να δώσει πλέον ο Μουρ. Ενέργεια, λοιπόν, με μεγάλη συμμετοχή του Ντάλτον στις σκηνές δράσης και μικρότερη χρησιμοποίηση κασκαντέρ. Όσο το φιλμ επικεντρώνεται στη δράση και στις πιο σοβαρές σκηνές, ο Ντάλτον είναι πολύ καλός και πείθει ως Μποντ. Όταν όμως έρχεται η ώρα να κάνει πλάκα ή να γίνει γοητευτικός, χάνει το παιχνίδι. Ο Ντάλτον θέλει να είναι ανθρώπινος αλλά το φιλμ έχει σκηνές που δε μπορεί να συμβούν στα αλήθεια, όπως η απόδραση του Μποντ με το κορίτσι μέσα σε μια θήκη τσέλο! Ακριβώς σε εκείνη τη στιγμή, ο Ντάλτον μοιάζει έξω από τα νερά του. Ο Κόνερι και ιδιαίτερα ο Μουρ μπορούσαν να ανταπεξέλθουν σε παρόμοιες σκηνές με ευκολία, λόγω του χιούμορ τους, ο Ντάλτον όμως δεν πείθει.

Γενικά, το φιλμ δεν απομακρύνεται από τη λογική των ταινιών του Μποντ. Έχει απίθανα κυνηγητά, έχει εκρήξεις, έχει θεαματικά ακροβατικά, με κορυφαίο την πάλη του Μποντ με έναν από τους κακούς ενώ κρέμονται έξω από ένα αεροπλάνο! Όσα περιμένεις είναι εδώ αλλά από τη μέση κι έπειτα αδιαφορείς για τα περισσότερα. Δε μπορώ να εστιάσω ακριβώς στον λόγο αλλά έχω την αίσθηση ότι η σοβαρότητα του Ντάλτον δε βοηθάει το δεύτερο μισό του φιλμ, αυτό δηλαδή που συμβαίνουν τα περισσότερα απίθανα πράγματα στις ταινίες του Μποντ.

Κι αν ο Μποντ του Ντάλτον έχει κάποια θετικά αλλά υστερεί στον τομέα χιούμορ και γοητεία, τα πράγματα είναι χειρότερα σε δύο άλλους σημαντικούς τομείς. Ο ένας είναι η γυναικεία παρουσία, που εδώ είναι μόνο μία αλλά είναι από τις χειρότερες, εάν όχι η χειρότερη, σε ολόκληρη τη σειρά. Η Μάριαμ Ντ’ Αμπό είναι άχρωμη στο ρόλο της Ρωσίδας πράκτορα και η συνύπαρξή της με τον Ντάλτον είναι αδιάφορη. Το χειρότερο, όμως, για το φιλμ, είναι ο κακός της υπόθεσης. Δε θα μπορούσε να γίνει χειρότερη επιλογή από τη συγκεκριμένη. Ο Γουιτάκερ, ο τρελός λαθρέμπορος όπλων, τον οποίο ερμηνεύει ο Τζο Ντον Μπέικερ, δε μοιάζει απειλητικός για τον Μποντ. Θυμίζει περισσότερο άκακο τρόφιμο ψυχιατρικής κλινικής παρά άνθρωπο που ετοιμάζεται να προκαλέσει τον τρίτο Παγκόσμιο. Ακόμα και το πρωτοπαλίκαρό του, ο Νέκρος, ξεχνιέται σύντομα. Τραγικό λάθος για ταινία του Μποντ, να πορευτεί με τέτοιους κακούς.

Ο Ντάλτον προσπαθεί αλλά το όχημα για τον Μποντ που θέλει να ερμηνεύσει δεν είναι το Living Daylights. Το επόμενο φιλμ θα προσαρμοστεί περισσότερο πάνω του και θα τον βοηθήσει να παρουσιάσει τον Μποντ που ήθελε, άσχετα με το αν το κοινό τον δέχτηκε ή όχι. Το Living Daylights είχε επιτυχία στην εποχή του, σήμερα όμως μοιάζει αρκετά αδύναμη ταινία της σειράς του Μποντ.

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

20 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *