Ο Ζντισλάου Μπεκσίνσκι είναι ένας ευγενής άντρας με αραχνοφοβία, παρά τις ακραίες σεξουαλικές του φαντασιώσεις και την αφοσίωση του στη ζωγραφική παράδοξων δυστοπικών έργων. Είναι και οικογενειάρχης, που θέλει το καλύτερο για τη σύζυγο του, Ζοφία, τον νευρωτικό του γιο Τόμαζ και τις γηραιές μητέρες αυτού και της γυναίκας του. Η καθημερινή του ενασχόληση με την τέχνη του επιτέλους τον ξεπληρώνει και κάνει σπουδαίο όνομα στον χώρο. Καλή καθολική, η Ζοφία πασχίζει να κρατήσει ενωμένη την οικογένεια, αλλά ο προβληματικός Τομάζ είναι ικανότατος στις βίαιες εκρήξεις και τις απειλές για αυτοκτονία. Όταν ο γιος αρχίζει και βγαίνει με γυναίκες, αλλά και πιάνει δουλειά ως ραδιοφωνικός παραγωγός και μεταγλωττιστής ταινιών, επικρατεί μια ανακούφιση, αλλά κι αυτή δεν κρατάει πολύ.
Σκηνοθεσία:
Jan P. Matuszynski
Κύριοι Ρόλοι:
Andrzej Seweryn … Zdzislaw Beksinski
Dawid Ogrodnik … Tomasz Beksinski
Aleksandra Konieczna … Zofia Beksinska
Andrzej Chyra … Piotr Dmochowski
Zofia Perczynska … Stanislawa Beksinska
Danuta Nagorna … Stanislawa Stankiewicz
Magdalena Boczarska … Ewa
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Robert Bolesto
Παραγωγή: Leszek Bodzak, Aneta Cebula-Hickinbotham
Μουσική: Atanas Valkov
Φωτογραφία: Kacper Fertacz
Μοντάζ: Przemyslaw Chruscielewski
Σκηνικά: Jagna Janicka
Κοστούμια: Emilia Czartoryska
- Κυριότερη Προβολή στην Ελλάδα: Διανομή στις αίθουσες.
- Παγκόσμια Κριτική Αποδοχή (Μ.Ο.): Θετική.
Τίτλοι
Αυθεντικός Τίτλος: Ostatnia Rodzina
Ελληνικός Τίτλος: Η Τελευταία Οικογένεια
Διεθνής Τίτλος: The Last Family
Κύριες Διακρίσεις
- Βραβείο αντρικής ερμηνείας (Andrzej Seweryn) στο φεστιβάλ του Λοκάρνο.
- 4 βραβεία στα εθνικά βραβεία της Πολωνίας. Υποψήφιο για ακόμα 7, μεταξύ αυτών και καλύτερης ταινίας.
Εξωτερικοί Σύνδεσμοι
Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης
Έκδοση Κειμένου: 21/11/2017
Εκτυλισσόμενο ως επί το πλείστον εντός τεσσάρων τοίχων, αυτών του οικογενειακού σπιτικού, και αποτυπώνοντας κυρίως τις στην επιφάνειά τους εκ διαμέτρου διαφορετικές, αλλά σε τελική ανάλυση παρόμοιες ψυχοσυνθέσεις του πατέρα και του υιού Beksinski (η μητέρα παραμένει μια φιγούρα ευγενική αλλά μυστηριώδης, το σενάριο καταπιάνεται μαζί της μονάχα όταν θέλει να την αναδείξει ως σταθεροποιητικό παράγοντα ανά φάσεις εντός του σπιτικού), το “Τελευταία Οικογένεια” θυμίζει στη δομή του ένα οικογενειακό άλμπουμ, ένα από τα πιο υπογείως σπαρακτικά και διεσδυτικά των τελευταίων ετών, γεμάτο όχι με φωτογενή στιγμιότυπα αλλά με πόνο, τραύματα και ξεσπάσματα, με το θάνατο να καραδοκεί στη γωνία.
Υπάρχουν σκηνές που μεμονωμένα μπορεί να μην έχουν τον πιο δυνατό αντίκτυπο, να φαντάζουν κάπως επίπεδες, όλα αποκτούν νόημα όμως ως μέρος του συνόλου, αποτελούν κομμάτια ενός ολοκληρωμένου παζλ. Το γεγονός ότι τα δρώμενα του φιλμ βασίζονται σε αληθινά γεγονότα δεν καθηλώνει το αποτέλεσμα σε ένα εκβιαστικό άρμεγμα συναισθημάτων με το συνήθη χολιγουντιανό τρόπο. Η εκτέλεση ρισκάρει, φλερτάροντας πολλάκις με το αντικινηματογραφικό: κλειστοφοβικοί χώροι, θεατρική ατμόσφαιρα, άσχημες λήψεις με κάμερα χαμηλής ευκρίνειας (οργανικό κομμάτι της πλοκής καθώς αποτελούν τα βίντεο που αγαπούσε να τραβάει μέσα στο σπίτι ο πατέρας Beksinski). Ακόμη και η ιδιαίτερα ταραγμένη χρονική περίοδος για την Πολωνία κατά την οποία εκτυλίσσονται τα γεγονότα (στα οποία ως το σημαντικότερο κατατάσσεται η μετάβαση από τον κομμουνισμό σε ένα αστικό κοινοβουλευτικό πολίτευμα) σχεδόν δεν αναφέρεται καθόλου: η πελώρια Ιστορία που τα αγκαλιάζει όλα καταπίνεται και χωνεύεται από το «μικρό», προσωπικό δράμα.
Όπως προαναφέρθηκε, το περισσότερο από το ζουμί βρίσκεται σε αυτό το ζύγισμα των αντιθέσεων μεταξύ πατέρα και γιου, με τον πρώτο να είναι απόμακρος, αποστασιοποιημένος από τις τραγωδίες των άλλων, αλλά μέχρι και από τις δικές του, απρόσιτος, μη εκδηλωτικός ως προς τα συναισθήματα που κρύβει μέσα του και το δεύτερο να μην μπορεί να μη συγκρατήσει το χείμαρρο οργής, λύπης και απογοήτευσης που χτίζεται μέσα του δια και των οικογενειακών βιωμάτων του, να πάσχει από αυτήν του την εξωστρέφεια και να απωθεί τον κόσμο με τη βιαιότητά του και την ιδιόρρυθμη συμπεριφορά του, όλα παράγωγα της ψυχικής ασθένειας που τον ταλαιπωρεί. Εύκολες απαντήσεις δε δίνονται, δεν υπάρχουν επεξηγηματικές αναδρομές στο παρελθόν για να πιάσουν το θεατή από το χέρι που να αναλύουν επακριβώς τι έχει προηγηθεί για να υπάρχει ένα τόσο μεγάλο κενό στην ψυχολογία των δυο ηρώων που τους οδηγεί να δρουν έτσι όπως αποτυπώνεται. Τα όποια συμπεράσματα εξάγονται τελικά από το παρόν στο οποίο εξελίσσεται η πλοκή, που οδηγούν και σε υποθέσεις από την πλευρά του θεατή για το τι μπορεί να έχει προηγηθεί χρονικά.
Το ήθος που διακρίνει τόσο τον Matuszynski όσο και το σεναριογράφο Bolesto είναι μακριά από τη χυδαία λογική της κλειδαρότρυπας που κρύβει μια ηδονοβλεπτική στάση απέναντι στη δυστυχία. Ο Andrzej Seweryn στο ρόλο του πατέρα είναι πειστικά χαμηλότονος, μυστηριώδης, ήρεμος αλλά όχι καθησυχαστικός, ανίκανος να σηκώσει στους ώμους του ένα ρόλο ψυχολογικά υποστηρικτικό για τους ανθρώπους που τον περιτριγυρίζουν που είναι αυτός ενός εκ των δύο βασικών πυλώνων της οικογενειακής εστίας, βυθισμένος στον όμορφο, ναρκισσιστικό εθισμό του να παράγει τέχνη. Αυτός όμως που κλέβει την παράσταση και συνεπαίρνει με τα συναισθηματικά σκαμπανεβάσματά του είναι ο εξαιρετικός Dawid Ogrodnik ως γιος, που κερδίζει το στοίχημα και στις πιο «σιωπηλές» στιγμές του φιλμ όπου οι σκέψεις των ηρώων παραμένουν εσωτερικευμένες. Η εξαιρετική χρήση της μουσικής που λειτουργεί τόσο με καθαρτήριο τρόπο κυρίως για τον υιό Beksinski όσο και ως ένα μέσο για να γίνει φανερή η σταδιακή διείσδυση της δυτικής κουλτούρας όλο και περισσότερο στην πολωνική κοινωνία από την αρχή της κατάρρευσης του κομμουνιστικού οικοδομήματος εκεί είναι ένα ακόμη δείγμα της ακεραιότητας του καλλιτεχνικού οράματος που υπηρετείται εδώ. Αν η ταινία έπρεπε να παρομοιαστεί με κάτι, αυτό θα ήταν τα δάκρυα και οι κραυγές που πνίγονται σε ένα μαξιλάρι από ένα άτομο που βρίσκεται σε μια δεδομένη στιγμή στα όριά του.
Βαθμολογία: