Ένας ιρλανδός ναυτικός, ο Μάικλ Ο’ Χάρα, συναντά στο Σέντραλ Παρκ την όμορφη ξανθιά Έλσα και τη σώζει από την επίθεση τριών κακοποιών. Συνοδεύοντάς τη σπίτι της, γνωρίζει τον σύζυγό της, τον δικηγόρο Άρθουρ Μπάνιστερ, που έχει μια ελαφρά αναπηρία. Καθώς πρόκειται να πάνε στο Σαν Φρανσίσκο με το γιοτ τους, του προσφέρουν δουλειά και ο Μάικλ δέχεται. Στο γιοτ βρίσκεται και ο συνέταιρος του Άρθουρ, ο Τζορτζ Γκρίσμπι, που πείθει τον Μάικλ να τον βοηθήσει να σκηνοθετήσει τον θάνατό του, έναντι αδρής αμοιβής. Ο Μάικλ που σχεδιάζει με τα χρήματα να το σκάσει με την Έλσα, την οποία έχει ερωτευτεί, δέχεται και υπογράφει μια ομολογία της “δολοφονίας”…

Σκηνοθεσία:

Orson Welles

Κύριοι Ρόλοι:

Rita Hayworth … Elsa ‘Rosalie’ Bannister

Orson Welles … Michael O’Hara

Everett Sloane … Arthur Bannister

Glenn Anders … George Grisby

Ted de Corsia … Sidney Broome

Erskine Sanford … ο δικαστής

Gus Schilling … ‘Goldie’ Goldfish

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Orson Welles

Παραγωγή: Orson Welles

Μουσική: Heinz Roemheld

Φωτογραφία: Charles Lawton Jr., Rudolph Mate, Joseph Walker

Μοντάζ: Viola Lawrence

Σκηνικά: Sturges Carne, Stephen Goosson

Κοστούμια: Jean Louis

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Πολύ θετική.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: The Lady from Shanghai
  • Ελληνικός Τίτλος: Η Κυρία από τη Σαγκάη
  • Εναλλακτικός Ελλ. Τίτλος: Η Κυρία απ’ τη Σαγκάη [επανέκδοσης]
  • Εναλλακτικός Ελλ. Τίτλος: Η Κυρία της Σαγκάης [επανέκδοσης]

Σεναριακή Πηγή

  • Μυθιστόρημα: If I Die Before I Wake του Sherwood King.

Παραλειπόμενα

  • Το καλοκαίρι του 1946, ο Orson Welles ήταν αφοσιωμένος με τη διασκευή του Ο Γύρος του Κόσμου σε 80 Ημέρες, αρχικά για το θέατρο και έπειτα για τη μεγάλη οθόνη. Ο παραγωγός Mike Todd όμως έβγαλε τη διασκευή από το πρόγραμμα του, και ο Welles έμεινε χωρίς χρήματα. Τα 55 χιλιάδες δολάρια που του έλειπαν για τα κοστούμια πείστηκε να τα καλύψει το αφεντικό της Columbia Pictures, ο Harry Cohn, αλλά με την υπόσχεση πως θα του έκανε μια ταινία δίχως περαιτέρω αντίτιμο. Σύμφωνα με την εκδοχή του Welles, πρότεινε στον Cohn τη διασκευή του πρώτου βιβλίου που είδε μπροστά του, το If I Die Before I Wake, και το διάβασε μια κοπέλα σε ταμείο κινηματογράφου. Από την άλλη, υπάρχει η εκδοχή της κόρης του William Castle, που ήθελε τον πατέρα της να αποκτά τα δικαιώματα του βιβλίου του 1938 και να ζητάει από τον Welles να μεσολαβήσει στον Harry Cohn, με τον Castle να ελπίζει να καθίσει ο ίδιος στη σκηνοθετική καρέκλα. Η κόρη του Castle είπε και ότι ο πατέρας της είχε μεγάλο σεβασμό προς το ταλέντο του Welles, αλλά αισθάνθηκε απογοήτευση όταν κατέληξε να είναι απλώς ο βοηθός σκηνοθέτη της ταινίας.
  • Με το πέρας των γυρισμάτων, ο Harry Cohn δεν έμεινε διόλου ευχαριστημένος από όσα είδε μετά το αρχικό μοντάζ, αφού έβρισκε το στόρι μπερδεμένο και δεν ενέκρινε το μπρεχτικού ύφους ειρωνικό χιούμορ του δημιουργού. Δεν ενέκρινε ούτε την ημιντοκιμαντεριστική οπτική του φιλμ, ως απόρροια τού ότι είχε γυριστεί όλο σε φυσικές τοποθεσίες, κάτι που δεν είχε συμβεί ξανά στο Χόλιγουντ, και τα μακρά σε διάρκεια πλάνα. Καθυστέρησε έτσι την πρεμιέρα του, με τον παραγωγό να επιτάσσει εκτεταμένες αλλαγές στο σύνολο του φιλμ. Κι ενώ η ταινία είχε αρχικά παραδοθεί εντός χρόνου και κάτω από το αρχικό της μπάτζετ, με τα επαναληπτικά γυρίσματα ξεπέρασε το μπάτζετ κατά το ένα τρίτο του, και αδίκως έτσι έβγαλε κακή φήμη στην πιάτσα ο Welles ως προς αυτό. Το τελικό μοντάζ που ακολούθησε περατώθηκε μετά από έναν ολόκληρο χρόνο, με τη μοντέρ Viola Lawrence να κόβει μία ώρα από το αρχικό υλικό του Welles.
  • Μεγάλο θύμα των περικοπών έπεσε και η κλασική σκηνή του φινάλε στο λούνα παρκ. Ο Welles σοκαρίστηκε ακούγοντας τη μουσική επένδυση που του πρόσθεσαν, ενώ θίχτηκε από την περικοπή τριών λεπτών σε μια σκηνή που είχε δημιουργήσει ως tour-de-force κλιμάκωση μέσω του μοντάζ και των σκηνικών. Το κομμένο υλικό δυστυχώς δεν βρέθηκε ποτέ, και υπάρχουν μόνο φωτογραφίες που μαρτυρούν τον πλούτο του.
  • Συζήτηση είχε προκαλέσει το γεγονός ότι ο Welles έδωσε στη σύζυγο του, τη Rita Hayworth, τον κεντρικό ρόλο, υποχρεώνοντας την όμως να κόψει τα μαλλιά της και να τα βάψει ξανθά.
  • Η έξοδος στις αίθουσες ήταν καταστροφική, αφού ούτε οι κριτικοί δεν την υποστήριξαν, ούτε και το κοινό προσήλθε να τη δει (μόνο στη Γαλλία είχε θετικές εισπράξεις). Λίγες μάλιστα ημέρες μετά την πρεμιέρα, Welles και Hayworth πήραν διαζύγιο. Με τα χρόνια, παρόλα αυτά, τόσο η ταινία άρχισε να κερδίζει θαυμαστές και να αποκτά πολύ καλή κριτική αποδοχή, όσο και η σκηνή με τους καθρέφτες κατατάχτηκε στα ορόσημα των φιλμ νουάρ.
  • Το 2000 παραλίγο να πάρει το πράσινο φως ένα ριμέικ της ταινίας, με τον Brendan Fraser να πρωταγωνιστεί και να έχει ζητήσει στο πλάι του το ζευγάρι Michael Douglas και Catherine Zeta-Jones. Ενώ όμως το σενάριο κρίθηκε ως πολύ καλό, η Sony Pictures αποφάσισε να στραφεί σε πιο νεανικές ταινίες και ακύρωσε το σχέδιο.

Κριτικός: Γιώργος Ξανθάκης

Έκδοση Κειμένου: 18/2/2024

Μετά την καταστροφή των «Ambersons» (1942) και το άκαρπα συμβατικό «The Stranger» (1945), ο Orson Welles αποφάσισε να διασκευάσει το φτηνό μυθιστόρημα του Sherwood King «If I Die Before I Wake», αναλαμβάνοντας καθήκοντα  σκηνοθέτη, σεναριογράφου και ηθοποιού. Έτσι  γεννήθηκε η «Κυρία από τη Σαγκάη», μια ταινία που διχάζει τους μελετητές του κορυφαίου auteur: άλλοι τη θεωρούν παρεξηγημένο αριστούργημα και άλλοι μεγαλόπνοη αποτυχία. Ίσως καμία ταινία δεν δείχνει καλύτερα τα προτερήματα και τις αδυναμίες του Welles, που εδώ μοιάζει τόσο απορροφημένος με τη φόρμα, που αφήνει σε δεύτερη μοίρα το περιεχόμενο, που πάντως υπηρετεί το τυπικό θεματικό μοτίβο του φιλμ νουάρ: τον καταραμένο αντιήρωα που εξαπατήθηκε από μια επικίνδυνη γυναίκα.

Η αφήγηση γίνεται εξολοκλήρου σε αναδρομή από την υποκειμενική φωνή του ναυτικού Michael O’Hara (Welles), που εμποτίζει την ταινία με μια αίσθηση συντριβής, κούρασης και παραίτησης. Η εκθαμβωτική Elsa Bannister (Rita Hayworth), με το θολό παρελθόν στη Σαγκάη, είναι η διαρκής έλξη του κακού («Η ανθρώπινη φύση είναι αιώνια.»). Εντελώς αταίριαστος είναι ο σύζυγος της, Arthur Bannister (Everett Sloane), «ο μεγαλύτερος ποινικός δικηγόρος στον κόσμο», του οποίου το λαμπρό νομικό μυαλό έρχεται σε πλήρη αντίθεση με το αξιολύπητο, ανάπηρο σώμα του. Όταν o O’Hara σώζει τυχαία την Elsa από την επίθεση μερικών αλητών στο Σέντραλ Παρκ της Νέας Υόρκης, ομολογεί: «Από τότε που την είδα έχασα τα λογικά μου… Όταν αρχίζω να φέρομαι σαν ανόητος, κανείς δεν μπορεί να με σταματήσει…» . Στη συνέχεια η Elsa προσφέρει στον σωτήρα της την ευκαιρία να τη συνοδεύσει σε μια κρουαζιέρα με το γιοτ του συζύγου της. Αν και επιφυλακτικός, ο O’Hara τελικά δέχεται, μετά από την επιμονή του Arthur. Όμως γιατί ο δικηγόρος επιδιώκει τη συντροφιά του νέου, δυνατού και αρρενωπού Ιρλανδού; Προφανώς επειδή ο τελευταίος έχει την ικανότητα να κάνει το μόνο πράγμα που η αναπηρία τού Arthur δεν επιτρέπει: να ικανοποιήσει ερωτικά την Elsa. Είναι κι αυτός ένας διαστροφικός τρόπος να μη τη χάσει.

Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού, ο Michael συναντά τον συνέταιρο του δικηγόρου, George Grisby (Glenn Anders), έναν από τους πιο αποκρουστικούς χαρακτήρες που έπλασε η φαντασία του Welles: λιβιδινικός, μικροπρεπής, μοχθηρός, με μόνιμα ιδρωμένο πρόσωπο, γουρλωμένα μάτια και εμμονική φοβία για την ατομική βόμβα που θα επιφέρει τη συντέλεια του κόσμου. Έτσι ο Michael εισέρχεται σε ένα απωθητικό σύμπαν, με νοσηρά άτομα που μισούν ο ένας τον άλλον, αλλά παρ’ όλα αυτά παραμένουν αχώριστοι. Αν και θέλει να παραιτηθεί και να εγκαταλείψει αυτό τον μικρόκοσμο, δείχνει αδύναμος να το πράξει: για μία ακόμη φορά αποδεικνύεται ότι δεν μπορούμε εύκολα να ξεφύγουμε από την επιθυμία του άλλου. Τότε ο Grisby, που δηλώνει ότι θέλει να εξαφανιστεί για να αρχίσει μια νέα ζωή με άλλη ταυτότητα, κάνει στον Michael μια αλλόκοτη πρόταση: να αναλάβει την ευθύνη για την υποτιθέμενη δολοφονία του Grisby, με αντάλλαγμα 5.000 δολάρια. O O’Hara δέχεται καθώς πιστεύει ότι δεν θα καταδικαστεί εφόσον δεν θα υπάρξει πτώμα, και επιπλέον ελπίζει ότι με αυτά τα χρήματα θα μπορούσε να πείσει το ‘’σκοτεινό αντικείμενο του πόθου του’’, την Elsa, να αφήσει τον άντρα της και να τον ακολουθήσει. Γιατί άραγε όλοι οι κεντρικοί χαρακτήρες του Welles έλκονται τόσο εύκολα από αυτό που θα τους βλάψει; Η απάντηση είναι απλή: γιατί είναι πλασμένοι ως ήρωες αρχαίας τραγωδίας.

Η «Κυρία από τη Σαγκάη» αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα διαμάχης μεταξύ ενός παραγωγού (Harry Cohn) και ενός auteur (Welles). Παρά τις βαριές περικοπές που επέβαλλε ο Cohn, η ταινία παραμένει ανησυχητική, οπτικά εντυπωσιακή χάρη στους chiaroscuro φωτισμούς, τη σύνθεση του κάδρου και τις κεκλιμένες γωνίες λήψης από τους κινηματογραφιστές Charles Lawton Jr., Rudolph Maté και Joseph Walker. Αν και ο Welles εργάζεται μέσα σε μια αισθητική μήτρα που τον είχε ήδη σφραγίσει ως κορυφαίο δημιουργό, με καθιερωμένα «ουελσιανά» χαρακτηριστικά (επικαλυπτόμενοι διάλογοι, βαθιά εστίαση κ.λπ.), στην «Κυρία από τη Σαγκάη» επανεφευρίσκει τον εαυτό του με έναν καθηλωτικό οπτικό πειραματισμό που αναδεικνύει τον σουρεαλισμό και τον ονειρισμό που οι γάλλοι κριτικοί θεωρούσαν ως την ουσία του φιλμ νουάρ.

Η πολυκύμαντη καριέρα του Welles καθοδηγήθηκε από δύο βασικές πηγές έμπνευσης: τους σαιξπηρικούς ήρωες και τους πλούσιους και εγκληματικούς χαρακτήρες. Το «λάιτ-μοτίφ» των αριστουργημάτων του αποτελεί η αντινομία μεταξύ ισχυρών αρνητικών και ανίκανων θετικών ηρώων. Στην «Κυρία από τη Σαγκάη» ο Welles κάνει τα πάντα για να σπάσει τη ζώνη άνεσης του θεατή: μετατρέπει τη Hayworth από κοκκινομάλλα σεξοβόμβα σε ψυχρή, υπολογίστρια ξανθιά. Με τη ρηξικέλευθη νεωτερικότητα της σκηνοθεσίας υπεκφεύγει από τα στερεότυπα  του Χόλιγουντ, κατευθύνοντας την ιστορία προς την αφαίρεση, την ασάφεια, τον υποβιβασμό της δράσης υπέρ ενός ‘’mise en abyme’’ (‘’την εικόνα που εμπεριέχεται μέσα στην εικόνα’’) για να φωτίσει τις αλλοτριωτικές σχέσεις των χαρακτήρων.

Με τον τρόπο αυτό επιδιώκει να ζωγραφίσει το ζοφερό πορτρέτο μιας αμερικανικής κοινωνίας με «τρελαμένους από το αίμα τους καρχαρίες που κατασπαράσσουν ο ένας τον άλλον» -εφιαλτικά συμβολική εικόνα ενός απάνθρωπου, καταστροφικού και ληστρικού καπιταλισμού. Αυτή η οπτική παίρνει το πλήρες νόημά της στο ‘’tour de force’’ της ταινίας, την τελική αντιπαράθεση μεταξύ των O’Hara, Elsa και Bannister, που διαδραματίζεται σε μια αίθουσα με καθρέφτες ενός λούνα παρκ. Πρόκειται για μια μνημειώδη avant-garde σεκάνς, ένα ψυχεδελικό mélange, με την οθόνη να διασπάται από μυριάδες καθρέφτες που πολλαπλασιάζουν τους χαρακτήρες σε πολλαπλά είδωλα τους, σε μια τελική θανάσιμη αναμέτρηση στην οποία κανείς δεν είναι σίγουρος πού βρίσκεται ο εχθρός του. Mε τη βασανισμένη ερμηνεία της σε αυτή τη σεκάνς, η Rita Hayworth «καθαγιάζεται» όταν στο λυκόφως της νύχτας αποχαιρετά τον κόσμο («Την αγάπη μου στον ήλιο που ανατέλλει»).

Με αριστοτεχνικό τρόπο, η «Κυρία από τη Σαγκάη» συνδυάζει αντίθετα αισθητικά στοιχεία: τον ρεαλισμό και τον σουρεαλισμό, την τέχνη και την πραγματικότητα, τα όνειρα και τη συνείδηση. Όσο για τον νοηματικό άξονα, κάτω από την επικάλυψη του ψυχολογικού δράματος ξεδιπλώνεται ένα αβυσσαλέα απαισιόδοξο φιλοσοφικό ποίημα, ένας ζοφερός απολογισμός για το πεπερασμένο της ύπαρξης, για την απληστία και τον εγωισμό της ανθρώπινης φύσης, για το αναπόφευκτο του πεπρωμένου. «Ίσως ζήσω αρκετά για να την ξεχάσω. Ίσως και να πεθάνω προσπαθώντας» λέει ο τελικά αθώος αλλά και μόνος Welles.

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

30 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *