Στη Νέα Υόρκη του σήμερα, το ρωσικό εστιατόριο του εκκεντρικού ιδιοκτήτη Τίμοφι αποτελεί κομβικό σημείο για τις ζωές τεσσάρων αγνώστων μεταξύ τους προσώπων. Η Κλάρα, μια νεαρή μητέρα που ξεφεύγει μαζί με τα παιδιά της από τον βίαιο σύζυγό της. Ο Μαρκ, ένας πρώην κατάδικος και νυν μάνατζερ του εστιατορίου. Η Άλις, μια χαμηλών τόνων νοσοκόμα και ερασιτέχνης θεραπεύτρια. Ο Τζεφ, ένας νεαρός άνδρας που ψάχνει απεγνωσμένα για δουλειά και αναγνώριση. Σε καιρούς ραγδαίας κοινωνικής ανασφάλειας, ακόμα και οι μικρότερες συμπτώσεις μπορούν να φέρουν εκπληκτικά αποτελέσματα για τους ήρωες της ιστορίας, καθώς οι ίδιοι ανακαλύπτουν σταδιακά πως η ελευθερία και η ελπίδα βρίσκονται ανάμεσά τους.

Σκηνοθεσία:

Lone Scherfig

Κύριοι Ρόλοι:

Zoe Kazan … Clara Scott

Tahar Rahim … Marc

Esben Smed … Richard Scott

Andrea Riseborough … Alice

Bill Nighy … Timofey

Caleb Landry Jones … Jeff

Jay Baruchel … John Peter

Jack Fulton … Anthony Scott

Finlay Wojtak-Hissong … Jude Scott

Nicolaj Kopernikus … Sergei Scott

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Lone Scherfig

Παραγωγή: Malene Blenkov, Sandra Cunningham

Μουσική: Andrew Lockington

Φωτογραφία: Sebastian Blenkov

Μοντάζ: Cam McLauchlin

Σκηνικά: Carol Spier

Κοστούμια: Louize Nissen

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Αρνητική.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: The Kindness of Strangers
  • Ελληνικός Τίτλος: Η Καλοσύνη των Ξένων

Κύριες Διακρίσεις

  • Συμμετοχή στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ Βερολίνου.

Παραλειπόμενα

  • Ο τίτλος προέρχεται από μια φράση της Μπλανς Ντιμπουά στο Λεωφορείο ο Πόθος του Tenessee Williams.

Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης

Έκδοση Κειμένου: 17/6/2020

Η Lone Scherfig, ακόμη κι αν δεν της έχουν «βγει» όλα της τα εγχειρήματα, τουλάχιστον μοιάζει να έχει αποδείξει πως γνωρίζει την ισορροπία του γλυκόπικρου, όπως και τα όρια μεταξύ τρυφερότητας και κακώς εννοούμενου «μελό». Τι πήγε λοιπόν τόσο στραβά εδώ και μοιάζει η ίδια να ξέχασε όσα ήξερε;..

Για αρχή, φαίνεται να είναι θολό το πεδίο των προθέσεων: υπάρχει κάτι σαν απόπειρα δημιουργίας μιας οιονεί παραμυθένιας ατμόσφαιρας, που εντείνεται και από το γλυκερό μουσικό σκορ του Andrew Lockington, η οποία όμως ταυτόχρονα φαντάζει ασυμβίβαστη με αρκετά πολύ σοβαρά κοινωνικά θέματα που θίγονται (ενδοοικογενειακή βία, άστεγοι) και καταλήγει να τα υπονομεύει σε σημαντικό βαθμό. Στα πλαίσια αυτής της ατμόσφαιρας εντοπίζεται και μια διάχυτη αφέλεια, που μόνο κακό κάνει στη δραματουργία. Κυρίως, όμως, διακρίνεται μια σημαντική έλλειψη γενικότερης κατεύθυνσης. Οι μεμονωμένες ιστορίες των χαρακτήρων που συνδέονται μεταξύ τους δεν φαίνεται να παράγουν ένα ευρύτερο νόημα με συνοχή, με αποτέλεσμα όταν τελειώνει το φιλμ να είναι μεγάλος ο πειρασμός για τον θεατή να αναφωνήσει ένα «ε, και;». Εδώ να ξεκαθαριστεί ότι άλλο το να καταλήγουν οι διαδρομές των ηρώων εξατομικευμένα σε μια συναισθηματική κατακλείδα που προκύπτει λογικά, γεγονός που τις καθιστά τυπικά ολοκληρωμένες (τουλάχιστον τις περισσότερες εξ αυτών), από το να εξαχθεί ένα κοινό συμπέρασμα για όλες μαζί συλλογικά που θα έκανε την προβληματική να έχει ομοιογένεια και συνέχεια.

Όπως προαναφέρθηκε, η σκηνοθέτις και σεναριογράφος εδώ συγχέει το γλυκό με το γλυκανάλατο, κάτι που γίνεται ακόμη περισσότερο προφανές όταν στο κάδρο μπαίνει και ο παράγοντας «χιούμορ», που αποτελείται ως επί το πλείστον από στιγμές τάχα χαριτωμένης αμηχανίας και «παραξενιάς» που θα έβρισκε κανείς σε κομεντί χαμηλών κυβικών. Το ρομαντικό στοιχείο είναι σαν να μπαίνει με το ζόρι στο σύνολο για να πιέσει καταστάσεις και να εκβιάσει μια και καλά feelgood ατμόσφαιρα. Αλλά και οι δεσμοί μεταξύ των μονοπατιών των χαρακτήρων βασίζονται υπερβολικά στην τύχη, δίχως μια ισχυρή δραματουργική βάση, έχοντας ως παράπλευρη συνέπεια και το ότι κάποιοι εξ αυτών αποβαίνουν σχεδόν εντελώς περιττοί για την εξέλιξη της πλοκής (τρανταχτό παράδειγμα ο ημι-κωμικός δεύτερος ρόλος του Caleb Landry Jones, αλλά και ο συνήθως έξοχος Bill Nighy που εδώ χρησιμοποιείται διακοσμητικά). Πάλι καλά που η Scherfig σε επίπεδο κινηματογράφησης τα καταφέρνει καλύτερα από ό,τι στο σενάριο (με την πολύτιμη συμβολή του Sebastian Blenkov στη φωτογραφία), προσφέροντας αξιομνημόνευτες χειμερινές εικόνες της Νέας Υόρκης αλλά και στιγμές κοινωνικής κριτικής με όχημα το κάδρο. Όχι ότι έτσι διορθώνονται τα αρκετά σφάλματα του κειμένου, αλλά τουλάχιστον διασώζεται η τελική εικόνα από μια ολοκληρωτική αποτυχία.

Το καλύτερο χαρτί που έχει στο χέρι της η Scherfig είναι δύο πραγματικά καλές ερμηνείες, που υπερβαίνουν τους ελλιπώς γραμμένους ρόλους τους. Από τη μία η Zoe Kazan κατορθώνει να αποτυπώσει την ευαλωτότητα, αλλά ενίοτε και τον δυναμισμό που αναδύεται λόγω της ανάγκης για επιβίωση, μιας γυναίκας μπλεγμένης σε ακραίες καταστάσεις, ενώ από την άλλη η Andrea Riseborough εκπέμπει πηγαία τη στοργή και κατανόηση που δεν επιτυγχάνει το σενάριο να μεταδώσει στο κοινό. Παρόλο που οι υπόλοιποι εκ των ηθοποιών δεν αγγίζουν μεγάλα ύψη, το συγκεκριμένο ντουέτο κουβαλάει στους ώμους του ένα ασθενές σύνολο και του προσφέρει μια στοιχειώδη συναισθηματική ραχοκοκαλιά, σώζοντάς το από τη βύθιση.

Μια χούφτα θετικών στοιχείων όμως δεν αρκεί για να αλλάξει τη μεγάλη εικόνα, η οποία δυστυχώς σίγουρα έχει αρνητικό πρόσημο. Ούτε το δράμα αποκτά ποτέ την απαιτούμενη βαρύτητα για να βάλει τον θεατή βαθιά μέσα στα δρώμενα, ούτε το τέλος της όλης διαδρομής πείθει επαρκώς για να επέλθει μια εις βάθος κάθαρση. Εν ολίγοις, μια προσπάθεια στερεωμένη πάνω σε εξαιρετικά σαθρά θεμέλια, και που ταυτόχρονα στηρίζεται σε νοοτροπίες ως προς την κοινωνική της ματιά που ταιριάζουν περισσότερο σε παλιότερες δεκαετίες και όχι στον κυνισμό της αυγής του 2020.

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

22 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *