Δυο επαγγελματίες δολοφόνοι καταφτάνουν σε μια μικρή πόλη του νότου και σκοτώνουν τον Όλι Άντερσον, γνωστό με το ψευδώνυμο “Σουηδός”, που είχε εγκατασταθεί στην πόλη τον τελευταίο χρόνο και είχε πιάσει δουλειά σε βενζινάδικο. Ο Σουηδός είχε όμως κάνει ασφάλεια ζωής, και ο υπάλληλος της ασφαλιστικής Τζιμ Ρίρντον προσπαθεί να εξιχνιάσει το μυστήριο της δολοφονίας του παρά τις ενστάσεις του αφεντικού του.

Σκηνοθεσία:

Robert Siodmak

Κύριοι Ρόλοι:

Burt Lancaster … Ole ‘Swede’ Anderson/Pete Lund

Ava Gardner … Kitty Collins

Edmond O’Brien … Jim Reardon

Albert Dekker … ‘Big Jim’ Colfax

Sam Levene … υπαστυνόμος Sam Lubinsky

Vince Barnett … Charleston

Virginia Christine … Lilly Harmon Lubinsky

Jack Lambert … ‘Dum-Dum’ Clarke

Charles D. Brown … Packy Robinson

Donald MacBride … R.S. Kenyon

Charles McGraw … Al

William Conrad … Max

Phil Brown … Nick Adams

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Anthony Veiller, John Huston, Richard Brooks

Παραγωγή: Mark Hellinger

Μουσική: Miklos Rozsa

Φωτογραφία: Elwood Bredell

Μοντάζ: Arthur Hilton

Σκηνικά: Martin Obzina, Jack Otterson

Κοστούμια: Vera West

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Πολύ θετική.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: The Killers
  • Ελληνικός Τίτλος: Οι Δολοφόνοι
  • Εναλλακτικός Τίτλος: Ernest Hemingway’s The Killers
  • Εναλλακτικός Ελλ. Τίτλος: Οι Φονιάδες [επανέκδοσης]

Άμεσοι Σύνδεσμοι

  • Οι Δολοφόνοι (1964)

Σεναριακή Πηγή

  • Διήγημα: The Killers του Ernest Hemingway.

Κύριες Διακρίσεις

  • Υποψήφιο για Όσκαρ σκηνοθεσίας, διασκευασμένου σεναρίου, μουσικής (δράμα/κωμωδία) και μοντάζ.

Παραλειπόμενα

  • Τα πρώτα 20 λεπτά του φιλμ είναι βασισμένα πιστά στο ομώνυμο διήγημα του Ernest Hemingway, που είχε εκδοθεί το 1927 στο Scribner’s Magazine. Όλο το υπόλοιπο είναι αυθεντικό υλικό.
  • Ο παραγωγός Mark Hellinger πλήρωσε 36.750 δολάρια για τα δικαιώματα του διηγήματος, και με αυτό οργάνωσε την πρώτη του ανεξάρτητη παραγωγή. Το σενάριο δόθηκε στους John Huston και Richard Brooks. Κανένα όμως από τα δύο αυτά ονόματα δεν υπάρχουν στα κρέντιτ, μια και ανήκαν σε άλλα στούντιο, αν και είναι πιστοποιημένη η εργασία τους για την ταινία.
  • Ο Hellinger ήθελε για τους κύριους ρόλους 2 ή 3 ηθοποιούς ολότελα άγνωστους στο κοινό, ώστε να μη χαλάει η όλη ιδέα του σασπένς. Για τον πρώτο όμως ρόλο ήθελε τον Wayne Morris, μα η Warner Bros. δεν τον “δάνειζε”. Κι ενώ για τον Σουηδό οι υποψήφιοι ακολούθως ήταν οι Van Heflin, Jon Hall, Sonny Tufts και Edmond O’Brien, δόθηκε η μεγάλη ευκαιρία στον Burt Lancaster, που δεν είχε ξανά ποτέ εμφανιστεί σε μεγάλη οθόνη (είχε όμως ήδη γυρίσει μία ακόμα ταινία για τον παραγωγό Hal Wallis, που όμως κυκλοφόρησε εντός του 1947). Η εμφάνιση του εδώ τον ανέδειξε αυτόματα σε αστέρι. Παρομοίως, τη μεγάλη ευκαιρία άρπαξε και η Ava Gardner, που ως τότε είχε ρόλους που δεν την τιμούσαν και δεν την άφηναν να αναδειχτεί. Στα γυρίσματα όμως ταλαιπωρήθηκε από τον Robert Siodmak, ο οποίος θεωρούσε πως η ηθοποιός δεν είχε τα φόντα για τη σκηνή της κλιμάκωσης.
  • Η ταινία δεν πέρασε απαρατήρητη στην εποχή της, αλλά χρειάστηκαν να περάσουν αρκετά χρόνια για να θεωρηθεί κλασική. Ο βιογράφος του Hemingway είχε γράψει ότι αυτή ήταν η μόνη ταινία που βασίστηκε σε έργο του και για την οποία ο μεγάλος συγγραφέας μπόρεσε να εκφράσει απόλυτο θαυμασμό.
  • Το 1949, οι Burt Lancaster, Shelley Winters και William Conrad θα ακουστούν στη ραδιοφωνική εκδοχή της ταινίας, ενώ το 1964 θα έρθει ακόμα μία -έγχρωμη αυτή τη φορά- διασκευή με τον ίδιο τίτλο, σκηνοθετημένη από τον Don Siegel, με τους Lee Marvin, Angie Dickinson, John Cassavetes και Ronald Reagan στους κεντρικούς ρόλους. Χαρακτηριστική είναι και η χρήση υλικού του φιλμ από τον Carl Reiner το 1982, για τη νουάρ παρωδία Οι Νεκροί Δεν Φοράνε Καρό, με τον Steve Martin. Επιπλέον, ο σεναριογράφος Andrew Kevin Walker του Seven είχε γράψει το σενάριο για ένα νέο ριμέικ, που όμως ποτέ δεν μπήκε σε παραγωγή.
  • Το 1956, ο Andrei Tarkovsky, μαθητής ακόμα στη σχολή κινηματογράφου, θα επιλέξει το ίδιο διήγημα (ως Ubiytsy) για την εργασία του (μαζί με δύο συμφοιτητές του), και το 19λεπτο αυτό φιλμ έμελλε να είναι η πρώτη του ταινία.

Κριτικός: Γιώργος Ξανθάκης

Έκδοση Κειμένου: 23/12/2023

Το  διήγημα “The Matadors” του Ernest Hemingway πρωτοδημοσιεύτηκε τον Μάρτιο του 1927 στο Scribner’s Magazine. Όπως πολλά άλλα διηγήματά του, έχει ως κεντρικό πρόσωπο τον Nick Adams, έναν απ’ τους πολλούς φανταστικούς εαυτούς του συγγραφέα. Αυτή τη μικρή εγκληματική ιστορία μετέφερε στο σινεμά -για πρώτη φορά- ο γερμανικής καταγωγής σκηνοθέτης Robert Siodmak, που ήταν έντονα επηρεασμένος από τον γερμανικό εξπρεσιονισμό και συμμετείχε ενεργά στην ανάπτυξη του «φιλμ νουάρ» κατά τη δεκαετία του 1940. Από το ίδιο πρωτογενές υλικό προήλθε η 20λεπτη σπουδαστική ταινία «Ubiytsy» (1956) των συμφοιτητών (στο VGIK) Andrei Tarkovsky, Alexander Gordon και Marika Beiku, αλλά και η έγχρωμη εκδοχή του Don Siegel «The Killers» (1964).

Ο αρχικός τίτλος της ταινίας του Siodmak ήταν «Hemingway‘s Τhe Killers», αλλά με την πάροδο του χρόνου απαλείφθηκε σιωπηρά το όνομα του συγγραφέα. Το διήγημα του Hemingway είναι αντιπροσωπευτικό παράδειγμα σύγχρονης διηγηματικής γραφής, ελλειπτικού ύφους και αισθητικής του άρρητου. Από αυτή την άποψη ταιριάζει με την αισθητική του φιλμ νουάρ που επίσης υιοθετεί την μέθοδο της απόκρυψης, με τα παραλειπόμενα μέρη να ενισχύουν περαιτέρω την ιστορία, δημιουργώντας δραματική ένταση, κλίμα αμφιβολίας ή απειλής και αυξάνουν το ενδιαφέρον του αναγνώστη/θεατή. Στη βάση αυτή, ο Siodmak μαζί με τους σεναριογράφους Anthony Veiller, John Huston και Richard Brooks έρχονται να καλύψουν τα κενά του λιπόσαρκου αλλά ουσιαστικού διηγήματος του Hemingway και να επιχειρήσουν να ερευνήσουν και να ερμηνεύσουν τα ανείπωτά του.

Η ιστορία ξεκινά in-medias-res: Με τη συνοδεία της απειλητικής παρτιτούρας του Miklós Rózsa, ένα αυτοκίνητο περνάει με ιλιγγιώδη ταχύτητα μπροστά από μια πινακίδα που αναγράφει: «Brentwood, New Jersey – Οδηγείτε προσεκτικά». Οι δύο επιβάτες (William Conrad, Charles McGraw) είναι επαγγελματίες εκτελεστές, που προσλήφθηκαν για να σκοτώσουν έναν νέο άνδρα γνωστό ως «Σουηδό» (Burt Lancaster). Οι δυσοίωνες σιλουέτες τους προχωρούν σαν πράκτορες της μοίρας και άγγελοι θανάτου στους έρημους σκοτεινούς δρόμους της μικρής πόλης. Αφού περνούν από ένα κλειστό βενζινάδικο καταλήγουν σε ένα diner, που φαίνεται να είναι το μοναδικό ανοιχτό μέρος στην πόλη. Αφού αρχικά παρενοχλούν και εκφοβίζουν τον ιδιοκτήτη και τον νεαρό πελάτη Nick Adams, στη συνέχεια παίρνουν υπό τον έλεγχο τους το εστιατόριο. Όταν ατάραχοι ανακοινώνουν: «Θα σκοτώσουμε τον Σουηδό», ο ξαφνιασμένος άνδρας πίσω από τον πάγκο τραυλίζει διστακτικά: «Γιατί, τι σας έκανε;». «Δεν είχε ποτέ την ευκαιρία να μας κάνει κάτι, δεν μας έχει δει ποτέ. Θα μας δει μόνο μία φορά», απαντούν κυνικά. Μόλις πειστούν ότι ο «Σουηδός» δεν θα εμφανιστεί, φεύγουν. Ο Nick τρέχει να τον προειδοποιήσει: «Τρέξε όσο πιο μακριά μπορείς, ή κάλεσε την αστυνομία». Ωστόσο ο μελαγχολικός άντρας παραμένει ξαπλωμένος στο κρεβάτι του, με το πρόσωπό του καλυμμένο στη σκιά: «Δεν υπάρχει κάτι που μπορώ να κάνω… Όλα αυτά που συμβαίνουν με αφορούν… Έκανα κάποτε κάτι κακό… Σ’ ευχαριστώ που ήλθες», λέει στον σαστισμένο νεαρό και μοιρολατρικά αποδέχεται ότι ο θάνατός του είναι πλέον αναπόφευκτος. Οι δυνάμεις του σκότους τυλίγουν ήδη τον «Σουηδό», που κοιτάζει επίμονα την πόρτα ακούγοντας απειλητικά βήματα στις σκάλες. Οι φονιάδες ανοίγουν ξαφνικά την πόρτα, και χωρίς την παραμικρή αντίσταση, τον εκτελούν με χαλάζι από σφαίρες. Το χέρι του Σουηδού, που είχε σφιχτεί στον στύλο του κρεβατιού, πέφτει.

Όλα αυτά διαδραματίζονται σε ενεστώτα χρόνο στα πρώτα 12  λεπτά του φιλμ και το διήγημα του Hemingway σταματά εκεί, χωρίς ποτέ να αποκαλύψει γιατί δολοφονείται ο μυστηριώδης «Σουηδός» και γιατί αποδέχθηκε στωικά και αμαχητί την εν ψυχρώ εκτέλεσή του. Το διήγημα λειτουργεί ως πρόλογος και τα υπόλοιπα 85 λεπτά της ταινίας επιχειρούν να απαντήσουν όχι τι συνέβη αλλά γιατί άραγε συνέβη.

Καθώς η τοπική αστυνομία θεωρεί ότι η δολοφονία είναι ξεκαθάρισμα λογαριασμών μεταξύ μελών του υπόκοσμου, αναλαμβάνει δράση ο ερευνητής ασφαλίσεων Jim Reardon (Edmond O’Brien), του οποίου η εταιρεία πρέπει να αποπληρώσει τον θάνατο του Ole Anderson, που είναι το πραγματικό όνομα του «Σουηδού». Ο Ole ήταν ένας νεαρός πυγμάχος που η καριέρα του καταστράφηκε από έναν σοβαρό τραυματισμό στο δεξί του χέρι. Απελπισμένος βρίσκει καταφύγιο στον διεφθαρμένο κόσμο του οργανωμένου εγκλήματος, που κυριαρχείται από το μεγάλο αφεντικό Big Jim Colfax (Albert Dekker). Στο σαγηνευτικό πρόσωπο και στο αιλουροειδές κορμί της Kitty Collins (Ava Gardner), φίλης του αφεντικού, ο Σουηδός συναντά τη δική του Κίρκη. Η Kitty τον δελεάζει με την υπόσχεση ότι θα παρατήσει τον Big Jim για εκείνον, αν συμμετάσχει σε μια ριψοκίνδυνη ληστεία. Το σχέδιο είναι να πάρουν οι δυο τους όλα τα λάφυρα της ληστείας, και να ζήσουν μαζί πλουσιοπάροχα. Μόνο που αυτό ακούγεται πολύ καλό για να είναι αληθινό…

Όπως πολλές καλλιτεχνικά φιλόδοξες ταινίες του Χόλιγουντ της δεκαετίας του 1940, οι «Δολοφόνοι» είναι σαφώς επηρεασμένοι από τον «Πολίτη Κέιν» -όχι μόνο στον εξπρεσιονιστικό φωτισμό, τις επιδεικτικές γωνίες της κάμερας, τις λήψεις με βάθος πεδίου και το κρουστό μοντάζ, αλλά κυρίως στην αφήγηση με πολλαπλά φλας-μπακ. Ανιχνεύεται ακόμη  και το αντίστοιχο του εμβληματικού «rosebud», που είναι ένα «μαντήλι με άρπες» που δεν αποχωρίζεται ο Σουηδός.

Στους «Δολοφόνους» όλα τα συστατικά συνενώνονται αριστοτεχνικά από τον Siodmak για να δημιουργήσουν ένα από τα απόλυτα αριστουργήματα του είδους. Η αφηγηματική δομή και η παγωμένη αισθητική καθιστούν το φιλμ αρχετυπικό, με το κάθε στοιχείο να βρίσκεται στη θέση του, με ακρίβεια ωρολογιακού μηχανισμού. Ο Siodmak σκιαγραφεί ένα απαισιόδοξο όραμα, στο οποίο ο πρωταγωνιστής -ένας ηττημένος έκπτωτος άγγελος- χειραγωγείται από μια μοιραία γυναίκα με δηλητηριώδη ομορφιά, που είναι πρόθυμη να χρησιμοποιήσει την ερωτική της έκκληση προκειμένου να  πάρει αυτό που θέλει.  Σε μια σπάνια στιγμή ειλικρίνειας, η Kitty παραδέχεται: «Είμαι δηλητήριο, Σουηδέ, για τον εαυτό μου και για τους γύρω μου».

Ο ρομαντισμός μεταξύ Kitty και Ole και η επακόλουθη προδοσία παρουσιάζεται εφαπτομενικά ανάμεσα στις αναδρομές αντί να δραματοποιείται μέσα τους. Η πρώτη εμφάνιση της Ava Gardner γίνεται σε ένα πάρτι, 40 λεπτά μετά την έναρξη της ταινίας. Όταν ο Σουηδός μπαίνει στον χώρο, η Kitty γέρνει αδιάφορα σε ένα πιάνο, με ένα ποτό στο χέρι. Τον αγνοεί επιδεικτικά, ενώ αντίθετα αυτός δεν ξεκολλά τα μάτια του από πάνω της. Καθώς αυτή τραγουδά με άφθαστο αισθησιασμό «The More I Know Of Love», τους χωρίζει μια εκτυφλωτική λάμπα σε σχήμα κεριού, σαν φλεγόμενο φαλλικό σύμβολο, δημιουργώντας μια οπτική σύνθεση που υποδηλώνει το καταστροφικό πάθος που θα παρασύρει τον Σουηδό στον όλεθρο.

Η εκπληκτική chiaroscuro κινηματογράφηση του Woody Bredell εμπνέεται από τους μοναχικούς πίνακες του Edward Hopper -με τα ολονύχτια εστιατόρια, τα βενζινάδικα, τα μπαρ. Χρονολογικά, ο Hopper εμπνεύστηκε από το διήγημα του Hemingway και το 1942 ζωγράφισε το περίφημο «Nighthawks». Τέσσερα χρόνια αργότερα, αυτός ο πίνακας ενέπνευσε τον Siodmak για τη δική του προσαρμογή στο διήγημα. Με αναγωγικό συλλογισμό θα λέγαμε ότι «Δολοφόνοι» είναι μια ταινία που αποδεικνύει με μαγικό τρόπο την ώσμωση και την αλληλεπίδραση ανάμεσα σε τρεις διαφορετικές μορφές τέχνης: τη λογοτεχνία, τη ζωγραφική και τον κινηματογράφο.

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

17 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *