Μια Οικογένεια… Ψώνιο
- The Joneses
- 2009
- ΗΠΑ
- Αγγλικά
- Δραμεντί, Μαύρη Κωμωδία, Σάτιρα
- 28 Οκτωβρίου 2010
Ο Στιβ Τζόουνς μετακομίζει στο νέο του σπίτι μαζί με τη γυναίκα του, Κέιτ, και τα δυο τους παιδιά, την Τζεν και τον Μικ. Φιλικοί, έμπιστοι κι ελκυστικοί όλοι τους, κυκλοφορούν παντού έχοντας μαζί τους τα πιο γνωστά προϊόντα της αγοράς. Ενώ οι γείτονες προσπαθούν να τα πηγαίνουν καλά μαζί τους, κανείς δεν είναι προετοιμασμένος για την αλήθεια που κρύβεται πίσω από αυτή την «τέλεια» οικογένεια. Γιατί, στην πραγματικότητα, δεν πρόκειται για οικογένεια, αλλά για έμμισθους υπαλλήλους μιας εταιρείας προώθησης προϊόντων.
Σκηνοθεσία:
Derrick Borte
Κύριοι Ρόλοι:
David Duchovny … Steve Jones
Demi Moore … Kate Jones
Amber Heard … Jenn Jones
Benjamin Hollingsworth … Mick Jones
Gary Cole … Larry Symonds
Glenne Headly … Summer Symonds
Lauren Hutton … KC
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Derrick Borte
Στόρι: Randy T. Dinzler
Παραγωγή: Derrick Borte, Doug Mankoff, Andrew Spaulding, Kristi Zea
Μουσική: Nick Urata
Φωτογραφία: Yaron Orbach
Μοντάζ: Janice Hampton
Σκηνικά: Kristi Zea
Κοστούμια: Renee Ehrlich Kalfus
- Κυριότερη Προβολή στην Ελλάδα: Διανομή στις αίθουσες.
- Παγκόσμια Κριτική Αποδοχή (Μ.Ο.): Μέτρια.
Τίτλοι
Αυθεντικός Τίτλος: The Joneses
Ελληνικός Τίτλος: Μια Οικογένεια… Ψώνιο
Εξωτερικοί Σύνδεσμοι
Κριτικός: Βασίλης Καγιογλίδης
Έκδοση Κειμένου: 18/10/2010
Όταν δεν έχεις σκηνοθετική εμπειρία, πρέπει να έχεις μεγάλα α…, για να καταφέρεις να κουμαντάρεις μία κωμωδία ηθών και αξιών, που βάλει στο αμερικάνικο όνειρο και στην πλασματική ευτυχία. Οι Joneses αποτελούν μία υποτιθέμενη οικογένεια, που όχι μόνο ζει το όνειρο αυτό στο έπακρο, αλλά καταφέρνει να το πουλήσει. Ο Derrick Borte είναι ένας σκηνοθέτης που αγκαλιάζει τον αμερικανό και αναδεικνύει την αξία του ως άνθρωπος. Γι`αυτό, τον θυσιάζει, ως ον που εθελοτυφλεί, στο βωμό της σάτιρας, με στόχο να του αποκαλύψει μία παραδοχή• ότι κατέστησε πλέον τον εαυτό του, προϊόν του μάρκετινγκ και της αγοράς, έρμαιο των καταναλωτικών και υλικών του εμμονών και στο φινάλε… τον φτύνει κατάμουτρα.
Οι Joneses τα έχουν όλα. Ζούνε μέσα σε μια φούσκα εκατομμυρίων, υπό τη σκέπη του όρου οικογένεια, στο ίδιο σπίτι, με άλλα ονόματα, προσποιούμενοι κάποιους οι όποιοι δεν είναι και κερδίζουν χρήματα παρουσιάζοντας μία κίβδηλη πραγματικότητα. Όταν όμως θα εκδηλώσουν ανθρώπινα συναισθήματα και οι επιθυμίες γιγαντωθούν, θα γιγαντωθεί μαζί και το ψέμα, αναγκάζοντάς τους, να ζήσουν σαν αληθινή οικογένεια, να βιώσουν κοινές συγκινήσεις και να αναθεωρήσουν το λόγο της ύπαρξής τους. Η υποκρισία, το όνειρο, το ίδιο το υπέρτατο φάντασμα του κάθε αμερικανού, θα γίνει η θηλιά στο λαιμό αυτών και όσων τους περιβάλλουν, θα τους πνίξει και θα τους σύρει στον πάτο της αξιοπρέπειας.
Φτιαγμένο με σύνεση και προθέσεις εθνικής (αυτό)κριτικής, στα πλαίσια που το χωρά η εμπορική μυθοπλασία και η ελαφρά διάθεση, το The Joneses πετυχαίνει την υπόγεια διαβολή και τον σκοτεινό κυνισμό. Αδυνατεί παρόλα αυτά να αναδείξει το έντονο γέλιο που επιζητά και το στοχευμένο δράμα που έχει ανάγκη, γιατί λόγω της σεναριακής φύσης οφείλει να έχει λίγο το ένα, λίγο το άλλο και κάπου εκεί και κάτι άλλο… Καλές ερμηνείες διαθέτει, με πλοηγό την επιβλητική ηρεμία της προσγειωμένης Demi Moore, που στα σαράντα και βάλε, βάζει κάτω όχι δύο αλλά δέκα εικοσάρες. Βάζει επίσης κάτω και τον «ηθοποιό» David Duchovny, που άλλοτε ανταποκρίνεται στην προβληματισμένη φυσιογνωμία του πατριάρχη του σπιτιού και άλλοτε περιφέρεται σα μουδιασμένο στραβάδι μέσα στο διώροφο «μπαλόνι» των Joneses. Ο πρωτάρης Borte, παρ`ότι δηλώνει παρόν στην κινηματογραφική κουζίνα, με τρόπο που θα έκανε τον Noah Baumbach να τρώει τα νύχια του από αμηχανία, χάνει λιγάκι στο γευστικό αποτέλεσμα της συνταγής του, που χαρακτηρίζεται από ποικιλία ιδεολογικών και συναισθηματικών καρυκευμάτων. Αν και gourmet το κινηματογραφικό πιάτο, επιμελώς σοφιστικέ και αρκετά επικαιροποιημένο, χάνει την γευστική του κατεύθυνση λόγω της ποικιλίας συστατικών, που ο συνδυασμός τους μπορεί να απογοητεύσει. Ίσως όμως και αυτό να είναι που το έσωσε…
Βαθμολογία:
Κριτικός: Χάρης Καλογερόπουλος
Έκδοση Κειμένου: 25/10/2010
Μια εταιρεία προώθησης καταναλωτικών προϊόντων οργανώνει τους υπαλλήλους της σε ομάδες δράσης με τη μορφή ψεύτικων οικογενειών. Μια τέτοια «οικογένεια», οι Τζόουνς τάχα μετακομίζει σε ακριβό προάστιο και μέσα από την λαμπερή ζωή τους, επηρεάζουν τους κατοίκους να τους μιμηθούν, αγοράζοντας τα ίδια αγαθά που αυτοί καταναλώνουν. Από φαγητά, ηλεκτρονικά γκάτζετ και αυτοκίνητα μέχρι αρώματα.
Η ιδέα είναι πολύ έξυπνη αλλά και πολύ δύσκολη να δώσει ένα καλό φιλμ. Αν την κάνεις κωμωδία μπορεί να σου βγει πλακατζίδικη και να χαθεί η κοινωνική κριτική. Αν την κάνεις δράμα πρέπει να την κεντήσεις αλά American Beauty ή Happiness. Σε άλλη περίπτωση, όπως η προκείμενη, θα σου βγει μια χρυσή μετριότητα. Φτωχό σενάριο, έλλειψη σκηνοθετικής εμπειρίας από τον πρωτοεμφανιζόμενο γραφίστα-εικαστικό Ντέρικ Μπόρτε και εξ αυτού οι προσπάθειες των Ντέμι Μουρ και David Duchovny να ερμηνεύσουν «ανάμεσα από τις γραμμές». Υποτίθεται ότι οι δυο κεντρικοί ήρωες κουβαλούν μέσα τους μια άλλη φωνή που τους ψιθυρίζει κάτι για λάθος ζωή που έχουν επιλέξει, ιδιαίτερα ο «σύζυγος» (πιο φρέσκος στο επάγγελμα), που θα επηρεάσει σταδιακά την «σύντροφό» του σε συνειδησιακό και συναισθηματικό επίπεδο, με καταλυτικό γεγονός την τραγική κατάληψη ενός γείτονα-θύμα της καταναλωτικής παγίδας, όπου η σκηνή της αποκάλυψης παρουσιάζεται εντελώς ακατέργαστη σκηνοθετικά.
Όμως, μια δεύτερη φωνή που θα έπρεπε να ακούγεται από την αρχή ως ένας απόηχος που σταδιακά θα έρθει στο προσκήνιο της σύνθεσης, ώστε να κάνει τις ερμηνείες πιστευτές, απουσιάζει. Οι αλλαγές, οι μεταπτώσεις, τα ρήγματα στην όλη μηχανή που έχει στηθεί και στους ρόλους που έχουν χαραχθεί, γίνονται αμήχανα, συχνά με σεναριακή αφροντισιά (πότε πρόλαβε η «κόρη» να ερωτευθεί, πώς η επαγγελματίας «μαμά» συγκινείται απ`την χυλόπιτα; πώς δεν αναστατώθηκαν από το γκέϊ επεισόδιο ως ρίσκο για την δουλειά, πώς η διευθύντρια παραβλέπει έτσι απλά τα λάθη; – μιλάμε για σκληρό καπιταλισμό) όλα συντίθενται χωρίς έμπνευση και σκηνοθετική πνοή, έτσι που η όλη ταινία μοιάζει σαν πρόπλασμα μιας τελικής που θα γινόταν. Και η εξέλιξη θυμίζει εν τέλει, και εντάσσει το φιλμ, στα μάλλον ατυχή… αμερικάνικα ρομάντζα. Κρίμα.
Βαθμολογία: