Ο Ιρλανδός
- The Irishman
- 2019
- ΗΠΑ
- Αγγλικά
- Αστυνομική, Βιογραφία, Γκανγκστερική, Δραματικό Θρίλερ, Έπος, Εποχής, Ιστορική, Πολιτική, Πολιτικό Θρίλερ
- 21 Νοεμβρίου 2019
Μια επική ιστορία για το οργανωμένο έγκλημα στη μεταπολεμική Αμερική, όπως την αφηγείται ο βετεράνος του Β ‘Παγκοσμίου Πολέμου Φρανκ Σίραν, απατεώνας και εγκληματίας ο οποίος συνεργάστηκε με μερικές από τις πιο διαβόητες προσωπικότητες του 20ού αιώνα. Η ταινία εξιστορεί ένα από τα μεγαλύτερα άλυτα μυστήρια της αμερικανικής ιστορίας για δεκαετίες, την εξαφάνιση του θρυλικού επικεφαλής των συνδικάτων Τζίμι Χόφα, και προσφέρει ένα ταξίδι στις κρυφές πτυχές του οργανωμένου εγκλήματος: τις εσωτερικές του λειτουργίες, τις αντιπαλότητες και τις συνδέσεις με την κυρίαρχη πολιτική.
Σκηνοθεσία:
Martin Scorsese
Κύριοι Ρόλοι:
Robert De Niro … Frank ‘The Irishman’ Sheeran
Al Pacino … Jimmy Hoffa
Joe Pesci … Russell Bufalino
Harvey Keitel … Angelo Bruno
Bobby Cannavale … Felix ‘Skinny Razor’ DiTullio
Anna Paquin … Peggy Sheeran
Stephen Graham … Anthony ‘Tony Pro’ Provenzano
Jack Huston … Robert F. Kennedy
Kathrine Narducci … Carrie Bufalino
Domenick Lombardozzi … Anthony ‘Fat Tony’ Salerno
Sebastian Maniscalco … Joseph ‘Crazy Joe’ Gallo
Ray Romano … Bill Bufalino
Jesse Plemons … Chuckie O’Brien
Barry Primus … Ewing King
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Steven Zaillian
Παραγωγή: Troy Allen, Gerald Chamales, Robert De Niro, Randall Emmett, Gaston Pavlovich, Jane Rosenthal, Martin Scorsese, Emma Tillinger Koskoff, Irwin Winkler
Μουσική: Robbie Robertson
Φωτογραφία: Rodrigo Prieto
Μοντάζ: Thelma Schoonmaker
Σκηνικά: Bob Shaw
Κοστούμια: Christopher Peterson, Sandy Powell
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Πολύ θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: The Irishman
- Ελληνικός Τίτλος: Ο Ιρλανδός
- Εναλλακτικός Τίτλος: I Heard You Paint Houses
Σεναριακή Πηγή
- Απομνημονεύματα: I Heard You Paint Houses του Charles Brandt.
Κύριες Διακρίσεις
- Υποψήφιο για Όσκαρ καλύτερης ταινίας, σκηνοθεσίας, δεύτερου αντρικού ρόλου (Al Pacino και Joe Pesci), διασκευασμένου σεναρίου, φωτογραφίας, μοντάζ, σκηνικών, κοστουμιών και ειδικών εφέ.
- Υποψήφιο για Χρυσή Σφαίρα καλύτερης ταινίας (δράμα), σκηνοθεσίας, δεύτερου αντρικού ρόλου (Al Pacino και Joe Pesci) και σεναρίου.
- Υποψήφιο για Bafta καλύτερης ταινίας, σκηνοθεσίας, δεύτερου αντρικού ρόλου (Al Pacino και Joe Pesci), σεναρίου, φωτογραφίας, μοντάζ, σκηνικών, κοστουμιών και ειδικών εφέ.
Παραλειπόμενα
- Η ιδέα για την ταινία πηγάζει από τη δεκαετία του 1980, ως μια κοινή ιδέα των Scorsese και Robert De Niro. Χρειάστηκε όμως να ανανεωθεί, όταν ο De Niro διάβασε το I Heard You Paint Houses του 2004.
- Παρότι μπήκε προς παραγωγή από το 2007, οι συνεχόμενες αλλαγές στο σενάριο απομάκρυναν την ημερομηνία έναρξης. Μέχρι να δοθεί το τελικό οκ, ο νεοϋορκέζος δημιουργός θα φτάσει να κάνει τρεις άλλες ταινίες.
- Αρχικά, το 2016, τη χρηματοδότηση είχε αναλάβει μια μεξικανική εταιρία παραγωγής, η Fabrica de Cine, και αφού διαπραγματεύτηκε με Universal Pictures, 20th Century Fox και Lionsgate, έκλεισε με την Paramount Pictures για τα δικαιώματα εκμετάλλευσης. Τον Φεβρουάριο όμως του 2017, η εταιρία από το Μεξικό έκανε πίσω, λόγω του ολοένα αυξανόμενου μπάτζετ. Εκεί ανέλαβε το Netflix.
- Σε κάποιο σημείο, υπήρχαν συζητήσεις να κοπεί σε δύο μέρη.
- Ο Joe Pesci δέχτηκε μετά από πολλές εκκλήσεις να παίξει, μια και είχε αποσυρθεί από την ηθοποιία από το 2010. Κάποιες πηγές αναφέρουν ότι τα “όχι” του αμερικανού ηθοποιού είχαν φτάσει στα 50.
- Υπήρχαν φήμες που ήθελαν τον Leonardo DiCaprio να κάνει ένα πέρασμα ως Τζον Κένεντι.
- Οι ηθοποιοί εμφανίζονται νεότεροι μέσω της ψηφιακής τεχνολογίας, αλλά όχι μέσω motion-tracking, μια και η απόφαση ήταν να μην ερμηνεύουν στα γυρίσματα φορώντας κάποιου τύπου “κράνος”. Οι συγκεκριμένες σκηνές όμως επέβαλαν την ταυτόχρονη χρήση τριών ψηφιακών καμερών. Ο επικεφαλής της ομάδας των εφέ Pablo Helman ξόδεψε δύο χρόνια παρακολουθώντας παλιότερες εμφανίσεις των ηθοποιών, ώστε να βρει το πώς ακριβώς έπρεπε να δείχνουν εδώ.
- Συνολικά εμφανίζονται 250 ηθοποιοί με ρόλους, και 6.500 κομπάρσοι.
- Πρώτη συνεργασία του Al Pacino με τον Martin Scorsese. Είναι όμως η 9η του σκηνοθέτη με τον De Niro, αν και η προηγούμενη τους ήταν πίσω στο 1995 (Καζίνο).
- Το Netflix ξόδεψε 50 εκατομμύρια για την προώθηση του φιλμ, αλλά και επιπλέον 40 για την καμπάνια των Όσκαρ.
- Με κόστος που έφτασε τα 159 εκατομμύρια δολάρια (με κάποιες εκτιμήσεις να θέλουν έχει φτάσει στα 250), έγινε μία από τις ακριβότερες ταινίες του Scorsese. Μαζί, έγινε κι αυτή με τη μεγαλύτερη διάρκεια στη φιλμογραφία του.
- Περιορισμένη -μακριά από μεγάλες αλυσίδες- έξοδος στις αίθουσες, και μετά από 26 ημέρες βρέθηκε στο συνδρομητικό κανάλι του Netflix. Ο Scorsese είχε ζητήσει μια πιο ευρεία διανομή στις μεγάλες οθόνες, και οι αρχικές πηγές ήθελαν να του γίνεται η χάρη.
Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης
Έκδοση Κειμένου: 18/11/2019
Ο Scorsese σχεδόν ποτέ δεν έχει υπάρξει πραγματικά εκτός φόρμας (άλλο το να φτάνει σπανιότερα με το πέρασμα των χρόνων το ύψος των παλιών του αριστουργημάτων), οπότε το να υποστηρίξει κανείς πως ο «Ιρλανδός» αποτελεί μια δυναμική δημιουργική επιστροφή για τον ίδιο θα ήταν σίγουρα ανακριβές. Είναι όμως ίσως η πρώτη φορά εδώ και πολλά χρόνια που ο ιταλοαμερικάνος μετρ μοιάζει να σκηνοθετεί κάτι που τον αφορά τόσο άμεσα, ακόμη περισσότερο κι από το ερωτικό γράμμα στην έβδομη τέχνη που αποτέλεσε το «Hugo» ή τη σπουδή επάνω στη θρησκευτική πίστη που ήταν η «Σιωπή». Για αυτό δεν είναι τυχαίο που το υπό εξέταση φιλμ συγκαταλέγεται με ευκολία μεταξύ των κορυφαίων του πονημάτων εν γένει.
Πρόκειται ταυτόχρονα για μια εντυπωσιακή τοιχογραφία μιας εκ των καθοριστικότερων περιόδων των ΗΠΑ υπό την οπτική θεώρηση ενός λούμπεν μεν, άκρως επιδραστικού δε μικρόκοσμου, κι ένα άκρως μελαγχολικό πορτραίτο μιας πραγματικής προσωπικότητας, που σαν άλλος Forrest Gump διασχίζει ως περαστικός, κι ενίοτε ως άμεσα εμπλεκόμενος, κρίσιμα σταυροδρόμια της αμερικάνικης ιστορίας, ερχόμενος ωστόσο αντιμέτωπος με συμπεράσματα πολύ οδυνηρότερα και πιο σύνθετα από τα αντίστοιχα της ταινίας του Zemeckis. Όσο πλησιάζει όμως το φινάλε, γίνεται ξεκάθαρο πως πρώτα από όλα, ο «Ιρλανδός» είναι ένα σπαρακτικό ρέκβιεμ στη γενιά που ανήκει ο δημιουργός του, ένας πικρός απολογισμός μιας φουρνιάς ανθρώπων που μεγάλωσε σε έναν κόσμο δομημένο επάνω στην επιβολή του ισχυρού και στην αποθέωση κι ηρωοποίηση του φαύλου (να δοθεί προσοχή στο πώς απεικονίζονται οι δημοφιλέστατοι την εποχή που μεσουρανούσαν John F. Kennedy και Jimmy Hoffa).
Κάποιοι ίσως μιλήσουν για επανάληψη εκ μέρους του Scorsese και ανακύκλωση των θεματικών που είχαν εξερευνηθεί κυρίως στα «Καλά Παιδιά» και στο «Καζίνο». Παρόλο που υπάρχουν εμφανείς ομοιότητες που θα ήταν άτοπο να μην επισημανθούν, στον πυρήνα της η νέα δημιουργία του βραβευμένου με Όσκαρ σκηνοθέτη διαφέρει ουσιαστικά από τις δύο προαναφερθείσες ταινίες. Ενώ οι δύο χαρακτηριστικές αυτές στιγμές στη φιλμογραφία του συνιστούν ξεκάθαρα προϊόντα ενός μεσήλικα που ζει μια παρατεταμένη νιότη, γεμάτος ενθουσιασμό και αυθορμητισμό, σαν έναν έφηβο που μόλις ανακαλύπτει τα ταλέντα του και τα αξιοποιεί μανιωδώς μέσα στη χαρά του, το καινούριο του φιλμ διέπεται από μια μεστότητα και μια αργή μεθοδικότητα που προσιδιάζει καλύτερα σε ένα άτομο που φαίνεται να έχει αποδεχτεί το γήρας του και κάνει μια ψύχραιμη αποτίμηση των επιτευγμάτων του. Εξάλλου, είναι εκκωφαντικά απόν και το ροκ σάουντρακ που αποτελεί σήμα κατατεθέν του κινηματογραφιστή, σαν να σέβεται τόσο την πένθιμη ατμόσφαιρα που επικρατεί και τη βαρύτητα των μηνυμάτων που εκπέμπονται, που απαγορεύει να βάλει στο σύνολο κάτι που αρμόζει καλύτερα σε ένα πανηγυρικό κλίμα. Ακόμη και η αποτύπωση της βίας μοιάζει να είναι εδώ συγκριτικά πιο ψυχρή και προσγειωμένη, και όχι τόσο σοκαριστικά άμεση όσο σε προηγούμενα γκανγκστερικά έπη του Scorsese, σαν ο ίδιος πλέον να αποστασιοποιείται από το στιλιζάρισμα του σκηνοθετικού του παρελθόντος, επιθυμώντας να απομυθοποιήσει φανερότερα το σύμπαν που απεικονίζει.
Στο πνεύμα αυτής της οιονεί αποδόμησης του γκανγκστερικού δράματος όπως το διαμόρφωσε διαχρονικά ο συγκεκριμένος σκηνοθέτης, η ταινία περιέχει και δύο απρόσμενα χαμηλόφωνες ερμηνείες από το δίδυμο των Robert De Niro και Joe Pesci. Στον αντίποδα των πληθωρικών κι εκρηκτικών μαφιόζων που έχουν υποδυθεί στο παρελθόν, ο μεν πρώτος θυμίζει κάτι από «Κάποτε στην Αμερική» με τη μελαγχολία που μεταδίδει μονάχα το βλέμμα του και τη μετάνοια και ντροπή που ενίοτε αποτυπώνεται με λεπτότητα μέχρι και στην εκφορά του λόγου του, ο δε δεύτερος βράζοντας από υπόγεια ένταση κι έμμεση απειλητικότητα. Μοσχομυρίζει νοσταλγία η ερμηνεία του Al Pacino ως Jimmy Hoffa, θυμίζοντας συγκινητικά όλους εκείνους τους λόγους για τους οποίους υπήρξε ένας εκ των πρωτοπόρων της γενιάς του στα ξεκινήματά του, σε έναν ρόλο στον οποίο αφοσιώνεται περισσότερο από οτιδήποτε άλλο με το οποίο έχει ασχοληθεί εδώ και πάρα πολλά χρόνια.
Η χρονική διάρκεια μόνο να φοβίζει δεν πρέπει: είναι τόσο λεπτομερές το σύμπαν που σκιαγραφείται εδώ, και με την πολύτιμη συμβολή του σπουδαίου Steven Zaillan στο σενάριο, που ο θεατής μπορεί με άνεση να βυθιστεί τόσο βαθιά μέσα σε αυτό ώστε να ξεχαστεί. Το σύνολο είναι τόσο δημιουργικά ολοκληρωμένο και συνειδητοποιημένο, που ακόμη κι αν κάτι θα μπορούσε να κοπεί στο μοντάζ για λόγους αφηγηματικής οικονομίας, η μεγάλη εικόνα είναι τόσο όμορφη στην τελική υπάρχουσα μορφή της που πολύ δύσκολα θα μπορούσε κάποιος να αφήσει κάτι εκτός. Εν ολίγοις, σινεμά φτιαγμένο με τα υλικά του κλασικού και του διαχρονικού.
Βαθμολογία: