Η Αόρατη Μάχη
- Nähtamatu Võitlus
- The Invisible Fight
- 2023
- Εσθονία
- Εσθονικά, Ρωσικά
- Δράσης, Εποχής, Κωμωδία, Μαύρη Κωμωδία, Παρωδία, Πολεμικών Τεχνών, Φαντασίας
- 13 Ιουνίου 2024
Ένας σοβιετικός συνοριοφύλακας, χίπης, ροκάς και λάτρης του Μπρους Λι, βρίσκει καταφύγιο σε μοναστήρι με μοναχούς σαολίν. Εκεί τον περιμένει η θεία φώτιση και η πρόκληση της αγιοσύνης, όμως ο διαρκής πειρασμός μιας γυναίκας και η μέχρις εσχάτων κόντρα με το έτερο πουλέν της μονής παραμονεύουν σαν ρασοφόροι νίντζα, έτοιμοι ανά πάσα στιγμή να ξεμυτίσουν από τα κελιά για θεάρεστο ξύλο με κάθε λογής αμαρτία.
Σκηνοθεσία:
Rainer Sarnet
Κύριοι Ρόλοι:
Ursel Tilk … Rafael
Ester Kuntu … Rita
Kaarel Pogga … Irinei
Indrek Sammul … Nafanail
Sepa Tom … Melhisedek
Rain Simmul … Big Hat
Tiina Tauraite … Marfa
Mari Abel … Zinaida
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Rainer Sarnet
Παραγωγή: Katrin Kissa
Μουσική: Koshiro Hino
Φωτογραφία: Mart Taniel
Μοντάζ: Jussi Rautaniemi
Σκηνικά: Jaagup Roomet
Κοστούμια: Jaanus Vahtra, Berta Vilipsone
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Μέτρια.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Nahtamatu Voitlus
- Ελληνικός Τίτλος: Η Αόρατη Μάχη
- Διεθνής Τίτλος: The Invisible Fight
Κύριες Διακρίσεις
- Υποψήφιο για βραβείο καλύτερης ταινίας ελληνικής μειοψηφικής συμπαραγωγής και οπτικών εφέ στα βραβεία Ίρις.
- Καλύτερη ταινία και ακόμα 8 βραβεία στα εθνικά βραβεία της Εσθονίας.
Παραλειπόμενα
- Έμπνευση για τον Rainer Sarnet αποτέλεσε η ταινία Dance of the Drunk Mantis (1979) από το Χονγκ Κονγκ (ακυκλοφόρητη στη χώρα μας).
- Η Αμάντα Λιβανού και η Neda Film βρίσκονται στο γκρουπ των συμπαραγωγών. Διόλου τυχαία βέβαια, μια και η ταινία γυρίστηκε στην Αττική.
Κριτικός: Σταύρος Γανωτής
Έκδοση Κειμένου: 12/6/2024
Τι περιμένει κανείς επιλέγοντας να δει μια ταινία με νίντζα ορθόδοξους μοναχούς και Μπλακ Σάμπαθ; Μα φυσικά να γελάσει. Έλα όμως που στην προκειμένη το μόνο που μπορεί να αποκομίσει κανείς από εδώ είναι να μονάσει ο ίδιος, και μάλιστα για τους λάθος λόγους;
Το φιλμ του Rainer Sarnet θα σοκάρει μονάχα τους φανατικούς χριστιανούς που δεν θέλουν την οποιαδήποτε αλλοίωση εικόνας στα πιστεύω τους, τουτέστιν πρακτικά κανέναν, μια και οι προαναφερθέντες λογικά δεν θα κάθονταν ποτέ να το δουν εξαρχής (συνήθως, δε, πετροβολούν τα σινεμά, παρά μπαίνουν μέσα…). Μετά το αρχικό σοκ, όμως, τίποτα δεν φαντάζει πλέον βλάσφημο, αφού και η κουνγκ-φου θεματική συνδέεται άρτια μέσω της μυστικιστής και θρησκευτικής φύσης των πολεμικών τεχνών της Άπω Ανατολής με την μοναστική ορθοδοξία. Μοιάζει λοιπόν περισσότερο σαν τα ανέκδοτα του πατριάρχη Χριστόδουλου, που με ευχάριστο και μοντέρνο για την εκκλησία τρόπο προσπαθούσε να φέρει τη νεολαία εντός των ιερών.
Μιλώντας για ανέκδοτα, όλη η ταινία είναι ένα παρατεταμένο ανέκδοτο από πλευράς χιούμορ. Γελάς στην πρώτη σκηνή, κρατάς τη θετική σου διάθεση και στη δεύτερη, αλλά μοιραία ανακαλύπτεις ότι όσο περνάει η ώρα όλα τα κωμικά μικροευρήματα είναι μεν συνεχόμενα αλλά πανομοιότητα. Ένα ανέκδοτο που γελάει μόνο αυτός που το λέει, σπάζοντας τα νεύρα των γύρω του με την επαναληπτικότητα όσων αφηγείται.
Δηλαδή η ταινία είναι ένα απόλυτο μηδενικό; Ως προς αυτό, θα ήταν άδικο να παραβλέψει κάποιος τη γουστόζικη σκηνοθετική τεχνική σε συνδυασμό με τον άψογο συγχρονισμό κινήσεων και ερμηνειών. Μπορεί κάτι τέτοιο στην Άπω Ανατολή να είναι συνηθισμένο, αλλά δεν παύει να είναι αξιέπαινο, ειδικά όταν προέρχεται από καλλιτέχνες που δεν έχουν ασχοληθεί ξανά με κάτι παρόμοιο.
Η ταινία είναι φανερό πως αποσκοπεί στην cult κατηγοριοποίηση της, και για αυτό δεν χρειάζεται να κάνει περισσότερα από όσα κάνει ως πακέτο ήδη από την σύνοψη ως το trailer της. Μια καλή παρωδία όμως θέλει αιχμηρή πλάκα και στα σημεία της, και όχι μόνο ως περίβλημα. Θέλει επίσης για δόση σάτιρας, που εδώ έχει αντικατασταθεί με μια μεταμοντέρνα αντίληψη περί προσηλυτισμού, ηθελημένα ή μη. Όπως και να ‘χει, πολλά υπόσχεται, ελάχιστα -ως τίποτα- και ανούσια δίνει.
Βαθμολογία: