Η Βαγδάτη έχει γίνει μια πόλη-παγίδα γεμάτη από βόμβες και ανθρώπους καμικάζι που θυσιάζουν τη ζωή τους. Περίπου κάθε δεκαπέντε λεπτά γίνεται έκρηξη από έναν αυτοσχέδιο μηχανισμό με θανατηφόρες επιπτώσεις. Η Β-Company είναι η μοναδική ομάδα που έχει εκπαιδευτεί να αφοπλίζει αυτές τις θανατηφόρες βόμβες. Ο λοχίας Σάνμπορν, ένας πρώην καταδρομέας, κι ο λοχίας Έλτριτζ, ένας νέος που φιλοσοφεί τη ζωή, έχουν μόνο 38 μέρες να φέρουν εις πέρας την αποστολή τους. Αναγκάζονται να συνεργαστούν με τον καινούριο αρχηγό της ομάδας, Γουίλιαμ Τζέιμς, ο οποίος εφαρμόζει περίεργες τεχνικές και δείχνει να απολαμβάνει το παιχνίδι με τον θάνατο, κάτι που τρομάζει τους υπόλοιπους στρατιώτες.

Σκηνοθεσία:

Kathryn Bigelow

Κύριοι Ρόλοι:

Jeremy Renner … επιλοχίας William James

Anthony Mackie … λοχίας JT Sanborn

Brian Geraghty … Owen Eldridge

Guy Pearce … επιλοχίας Matt Thompson

Christian Camargo … αντισυνταγματάρχης John Cambridge

David Morse … συνταγματάρχης Reed

Ralph Fiennes … επικεφαλής εργολαβικής εταιρίας

Evangeline Lilly … Connie James

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Mark Boal

Παραγωγή: Kathryn Bigelow, Mark Boal, Nicolas Chartier, Greg Shapiro

Μουσική: Marco Beltrami, Buck Sanders

Φωτογραφία: Barry Ackroyd

Μοντάζ: Chris Innis, Bob Murawski

Σκηνικά: Karl Juliusson

Κοστούμια: George L. Little

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Πολύ θετική.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: The Hurt Locker
  • Ελληνικός Τίτλος: The Hurt Locker
  • Εναλλακτικός Ελλ. Τίτλος: Ο Πόλεμος στο Ιράκ [τηλεόραση]

Κύριες Διακρίσεις

  • Όσκαρ καλύτερης ταινίας, σκηνοθεσίας, αυθεντικού σεναρίου, μοντάζ, ήχου και ηχητικών εφέ. Υποψήφιο για πρώτο αντρικό ρόλο (Jeremy Renner), μουσική και φωτογραφία.
  • Υποψήφιο για Χρυσή Σφαίρα καλύτερης ταινίας (δράμα), σκηνοθεσίας και σεναρίου.
  • Βραβείο Bafta καλύτερης ταινίας, σκηνοθεσίας, σεναρίου, φωτογραφίας, μοντάζ και ήχου. Υποψήφιο για πρώτο αντρικό ρόλο (Jeremy Renner) και ειδικά εφέ.
  • Καλύτερη ταινία από την Ένωση Παραγωγών Αμερικής.
  • Συμμετοχή στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ Βενετίας.

Παραλειπόμενα

  • Η παραγωγή απέτυχε να πάρει άδεια γυρισμάτων σε αμερικανική βάση στο Κουβέιτ και μετακόμισε στην Ιορδανία. Παρότι η τοπική κυβέρνηση φρουρούσε τον τόπο γυρισμάτων, πολλοί Αμερικανοί αρνήθηκαν τη συμμετοχή τους φοβούμενοι τρομοκρατικό χτύπημα.
  • Το μεγαλύτερο «χτύπημα» ήταν από τις πρώτες ημέρες των γυρισμάτων, και συγκεκριμένα η αφόρητη ζέστη της ερήμου. Ο διευθυντής φωτογραφίας Barry Ackroyd έπαθε μικρό εγκεφαλικό. Άλλο ατύχημα ήταν αυτό του ηθοποιού Jeremy Renner, όπου κουβαλούσε έναν μικρό Ιρακινό στα χέρια του και βρέθηκε στον πάτο των σκαλιών. Για την ανάρρωση του αστραγάλου του ηθοποιού, η παραγωγή αναβλήθηκε για αρκετές ημέρες. Όμως κι ένα λεωφορείο με ιρακινούς κομπάρσους αναποδογυρίστηκε και αποτέλεσμα ήταν αρκετές μελανιές και μια σπασμένη μύτη.
  • Αρχικά ήταν να παίξουν οι Colin Farrell, Willem Dafoe και Charlize Theron.
  • Χρησιμοποιήθηκαν αρκετές κάμερες χειρός 16 mm για τα γυρίσματα, ώστε να δημιουργούν το ύφος ενός ντοκιμαντέρ. Σχεδόν διακόσιες ώρες με υλικό γυρίστηκε σε κάδρο 100:1, μεγαλύτερη αναλογία κι από το ιστορικό της Αποκάλυψης Τώρα.
  • Ο James Cameron ήταν αυτός που έπεισε την πρώην γυναίκα του, Kathryn Bigelow, να σκηνοθετήσει το έργο αυτό. Είχε αρχικά προγραμματίσει ένα άλλο πρότζεκτ και δεν ήταν σίγουρη για το Hurt Locker. Ο Cameron όμως διάβασε το σενάριο και της είπε να κάνει την ταινία, και βεβαίως αυτό κατέληξε στο να γίνει η πρώτη γυναίκα που κερδίζει Όσκαρ σκηνοθεσίας.
  • Αρκετά μέλη του προσωπικού, Αμερικανοί, σταμάτησαν για ανάκριση από την ασφάλεια του αεροδρομίου στις ΗΠΑ, ενώ αρκετές βαλίτσες τους ελέγχθηκαν. Ακόμα κι ένας από τους παραγωγούς κρατήθηκε για ανάκριση όταν επέστρεψε στο Λος Άντζελες.
  • Βετεράνοι του Ιράκ κατέκριναν το φιλμ για ανακρίβειες στην ανασύσταση του πολεμικού κλίματος.
  • Ο αρχιλοχίας πυροτεχνουργός Jeffrey Sarver έκανε μήνυση στην παραγωγή, υποστιρίζοντας ότι χρησιμοποίησε τις φράσεις hurt locker και war is a drug (το σλόγκαν του φιλμ) μπροστά στον σεναριογράφο Mark Boal, χωρίς κάποιο οικονομικό αντίτιμο, εφόσον χρησιμοποιήθηκαν. Ο Boal υπεράσπισε τον εαυτό του λέγοντας ότι μίλησε με πάνω από 100 στρατιώτες, με την τελική απόφαση να βγαίνει εις βάρος του αρχιλοχία.
  • Είναι ένας από τους δύο νικητές βραβείου Όσκαρ καλύτερης ταινίας, μαζί με το The Artist, που δεν μπήκαν ποτέ στο αμερικανικό top-10 εισπράξεων εβδομάδας. Συνολικά συγκέντρωσε 49,2 εκατομμύρια δολάρια, έναντι κόστους των 15.

Μουσικά Παραλειπόμενα

  • Τα τρία τραγούδια στην ταινία από τους Ministry προέρχονται από το δέκατο τους άλμπουμ, Rio Grande Blood, το οποίο κατακρίνει τον πόλεμο στο Ιράκ και τον Μπους.

Κριτικός: Χάρης Καλογερόπουλος

Έκδοση Κειμένου: 11/2/2010

Από τους πετρελαιάδες, χρηματιστές και μεγαλοτραπεζίτες που οργανώνουν κερδοσκοπικούς πολέμους μέχρι την καθημερινότητα στο Ιράκ (ή παλιότερα στο Βιετνάμ) υπάρχει μια τεράστια κοινωνική «γραμμή παραγωγής» που περιλαμβάνει πολιτικούς, πολιτικές, παράπλευρο ποικίλο εμπόριο, μέσα ενημέρωσης, οργανώσεις, φορείς, τέχνες κ.λπ.

Η Kathryn Bigelow, μαζί με τον σεναριογράφο της Mark Boal με πολλή εξυπνάδα και πονηριά τα παραμερίζουν όλα, στέκονται στην καθημερινότητα του πολέμου, αποφεύγοντας και την οποιαδήποτε ρητορεία καταγγελίας και φροντίζουν να πετύχουν ένα ντοκιμαντερίστικο ρεαλισμό. Το τανκ που «κορνάρει» στο μπροστινό αμάξι σε μποτιλιάρισμα, η κουτσή γάτα, τα ανέκφραστα πρόσωπα πολιτών που παρακολουθούν τις αφοπλίσεις βομβών από ταράτσες και παράθυρα, η απουσία ενός ορατού εχθρού, απουσία λαμπερή σαν τον ήλιο της Βαγδάτης και αποπνικτική όπως η ζέστη, το σκάφανδρο του πυροτεχνουργού σε αυτό το τοπίο της απειλητικής ερημιάς και σιωπής. Δραματουργικό κλειδί που ξεκλειδώνει και τις όποιες σημασίες είναι ο ιδιόρρυθμος ήρωας. Σε μια άδειά του πίσω στην Αμερική, νοιώθει αμήχανα μπροστά στην απέραντη πτέρυγα με δημητριακά στο σούπερ μάρκετ ενώ πρέπει να διαλέξει ένα-δυο κουτιά καθ`υπόδειξη της γυναίκας του. Δεν ρισκάρει τίποτε, είναι ακίνδυνα οπότε δεν ξέρει να τα χειριστεί. Θα επιστρέψει πίσω στο Ιράκ απλά γιατί είναι εθισμένος σε μια δική του ρώσικη ρουλέτα.

Είναι τελικά ένα δράμα χαρακτήρα με πλαίσιο τον πόλεμο; μια διαταραχή όπως του ήρωα στο Fight Club που βρίσκει καταφύγιο στην βία; Ή μήπως μιλάει για την εναργή συνείδηση του θανάτου και του ρίσκου που περιέχει η ζωή ούτως ή άλλως; Κάτι που φαίνεται πιο καθαρά σε ακραίες καταστάσεις όπως ο πόλεμος κι όχι μέσα από τη ζωή στο γραφείο; Η Bigelow πιστή στην πρέπουσα πολυσημία της τέχνης, απλά οργανώνει τα δεδομένα.

Λόγω των όσκαρ και της κατακραυγής, προσθέτω ένα υστερόγραφο.

Δεν νομίζω ότι η Bigelow είχε προθέσεις εξυπηρέτησης αμερικάνικων συμφερόντων. Αντίθετα μοιάζει σαν να ήθελε να κάνει ένα σύγχρονο «Ελαφοκυνηγό», με την κυνική ματιά του σήμερα. Αν η κυβέρνηση θεώρησε ότι η ταινία είναι λαυράκι και στις μάζες περνάει ένα άλλο μήνυμα, φυσικά αυτό βαραίνει την ίδια που δεν το πρόβλεψε και κατ’ επέκταση και τους κριτικούς (όπως εγώ) που δεν το επεσήμαναν. Ωστόσο επιμένω ότι το σενάριο και η σκηνοθεσία συνθέτουν ένα αξιοσημείωτο έργο που καταγράφει με παραθετικό, μεταμοντέρνο τρόπο την ιδεολογική αποπνικτική γύμνια της σημερινής κατάστασης, ίσως και πέρα από την σκέψη της σκηνοθέτιδας. Στον κεντρικό ήρωα ο χειρισμός ενός computer game και της αφόπλισης βομβών, είναι ομογενοποιημένες διαδικασίες. Άλλωστε υπάρχουν και ανθρωπολογικές θεωρίες που υποστηρίζουν ότι ο πόλεμος ως συμπεριφορά (όχι ως αποτέλεσμα πολιτικο-οικονομικών αναγκών, που είναι η άλλη, ισχύουσα βεβαίως διάσταση) είναι και μια διατήρηση της ανάγκης του ανθρώπου για το παιδικό παιχνίδι, κάτι που συναντάται και στα ζώα – π.χ. η ενήλικη γάτα που παίζει με το θήραμα. Άλλωστε ο κρίσιμος «μονόλογος» του ήρωα γίνεται μπροστά στο νήπιο που χαίρεται βλέποντας μπροστά του ένα παιχνιδάκι. Υπό αυτή την έννοια η ταινία, έστω και ακούσια (δεν μπορεί η Bigelow να είναι τόσο διανοούμενη), είναι πολύ πιο υλιστικά διαλεκτική από την (αριστοτεχνικά κατασκευασμένη, όντως πολυάστερη αλλά) ιδεολογική μπούρδα του Χάνεκε (Λευκή Κορδέλα) που θέλει το ανθρώπινο γένος «σκάρτο» με ένα μεταφυσικό τρόπο.

Βαθμολογία:


Κριτικός: Βασίλης Καγιογλίδης

Έκδοση Κειμένου: 19/2/2009

Κάθε μέρα ένας αγώνας για επιβίωση. Η ταινία παρακολουθεί τις 38 μέρες μίας ομάδας πυροτεχνουργών – εξουδετέρωσης εκρηκτικών μηχανισμών, που έχουν ως αποστολή να αφοπλίσουν όλες τις βόμβες μέσα από την πόλη της Βαγδάτης (πριν τα τρία μέλη της επιστρέψουν στην πατρίδα). Η νέα δημιουργία της Kathryn Bigelow έχει τα στοιχεία μιας άψογης μοντέρνας στρατιωτικής ταινίας, ισχυρά φεστιβαλικής, η οποία ποντάρει πάνω στα εξωτερικά γυρίσματα. Έχει ένταση και σε σημεία υπερένταση, δύο ισχυρές cameo εμφανίσεις (Ralph Fiennes, Guy Pearce), όμως είναι σκηνοθετημένη με μια αρκετά εμπορική διάθεση.

Αν και μοιάζει με όλες τις σύγχρονες στρατιωτικές ταινίες που ασχολούνται με τους πολέμους στην Ανατολή, αυτό που διαφοροποιεί την παρούσα είναι η ευστροφία στο σενάριο, η γρήγορη εξέλιξη της υπόθεσης και η ασυγκράτητη εναλλαγή των εικόνων. Έχει πάθος, δύναμη είναι αγωνιώδης και κινητήριος μοχλός της είναι η ψυχολογία των αντρών στρατιωτών του πολέμου. Η Kathryn Bigelow συλλαμβάνει άψογα με την κάμερα της τα γεγονότα, κατά συνέπεια ο ρεαλισμός των εικόνων να περισσεύει, ενώ τα απανωτά καρδιοχτύπια είναι δεδομένο ότι θα υπάρξουν. Η σεναριακή δομή, στηριζόμενη σε μία αλληλουχία καθημερινών επεισοδίων σχετικά με τη δράση των τριών στρατιωτών είναι καταλυτική, με πολλά από αυτά να διασφαλίζουν στο έπακρο το ενδιαφέρον. Κι αν η σκηνοθέτιδα – συνσεναριογράφος τα πηγαίνει περίφημα κατά το μεγαλύτερο μέρος, αφήνεται πολλές φορές να παρασυρθεί από τον -γνωστό για τις διαθέσεις του- Mark Boal, ο οποίος και αυτή τη φορά καταφεύγει σε θέματα ηρωισμού, παιδαριώδης θεωρίες περί οικογένειας και πολέμου επιλέγοντας να εξυμνήσει με εθνικιστικό σθένος, και όσο αντέχει κεκαλυμμένα, το ρητό «πατρίς, θρησκεία, οικογένεια» ανεβάζοντας τις στροφές προς το φινάλε.

Η ταινία ισχυροποιείται στα σημεία της καταγραφής των γεγονότων, της δράσης στους δρόμους και στις στάσεις μέσα στα πολεμικά σκηνικά και καταφέρνει να είναι αφοπλιστική και ενδιαφέρουσα σε αυτά. Όμως σε συνδυασμό και με την παρουσίαση των χαρακτήρων ελάχιστα συνάδει με το ιδεολογικό πνεύμα – υπόβαθρο που υποτίθεται ότι θα είχε και για το οποίο μας προετοίμασε η εναρκτήρια σεκάνς μετά των διαπιστωτικών θεωριών που τη συνοδεύουν.

Τι εστί The Hurt Locker λοιπόν; Περιποιημένη, δουλεμένη στη λεπτομέρεια και αρκετά κεκαλυμμένη αμερικανιά που καταφέρνει να ενθουσιάσει εξαιτίας της σκηνοθετικής ορμής της Bigelow, η οποία κρύβει καλά τις προπαγανδιστικές διαθέσεις του ασαφούς και ξεκάθαρα ανδροπρεπούς σεναρίου. Είναι σκληρή, αγωνιώδης, έχει σαφώς συναισθηματικό επίπεδο και μία πειθώ που σίγουρα λειτουργεί. Είναι μία ταινία με τα πάνω και τα κάτω της.

Βαθμολογία:


Κριτικός: Σοφία Γουργουλιάνη

Έκδοση Κειμένου: 25/2/2010

Δεν ξέρω τι έχετε και τι δεν έχετε ακούσει για το Hurt Locker, πάντως η δικιά μου πρώτη υποχρέωση είναι να σας πω ότι δεν πρόκειται για μια ταινία προορισμένη να ικανοποιήσει το ευρύ ελληνικό κοινό. Όσοι από σας είχατε συνηθίσει οι ταινίες με τις πολλές οσκαρικές υποψηφιότητες να είναι υπερπαραγωγές που απευθύνονται σε κάθε κοινό και σε κάθε ηλικία, δεν θα βρείτε εδώ τον κανόνα αλλά την εξαίρεση. Οι ηθοποιοί που «παίζουν» στην ταινία είναι στην ουσία μονάχα τρεις, η πλοκή μηδαμινή και οι αργές σκηνές πάρα πολλές. Σίγουρα πρόκειται για μια ταινία που θα εκπλήξει το ευρύ κοινό, την κάνει όμως αυτό αυτόματα καλή και ποιοτική;

Η απάντηση είναι όχι. Το μόνο για το οποίο η ταινία μπορεί να λάβει τα εύσημα είναι η σκηνοθεσία της. Η Kathryn Bigelow μέσω της ρεαλιστικής σκηνοθεσίας και των λιτών πλάνων χτίζει μια ατμόσφαιρα μοναδική, μακριά απ’ όσα έχουμε συνηθίσει. Το πρόβλημα της ταινίας βρίσκεται στο σενάριο. Και όχι, δεν είναι κακό… Απλά δεν έχει βρει τι είναι αυτό που θέλει να πει και να δώσει στο κοινό του. Μοιάζει να θέλει να μας δώσει κάτι ανάμεσα σε αντιπολεμικό δράμα και στο να μας πει πόσο «γαμάτοι» και πονόψυχοι είναι οι αμερικάνοι στρατιώτες. Και με ελάχιστες αντιπολεμικές σκηνές καταλήγει στο δεύτερο. Προσπαθεί να βάλει τη σκέψη μας σε συγκεκριμένα μονοπάτια και να μας κάνει να ξεχάσουμε πως πρόκειται για ακόμα μια διαφορετική μεν, αμερικανιά δε. Όσοι αναρωτηθήκατε τι είναι αυτό που ξετρέλανε το κοινό στην απέναντι όχθη του Ατλαντικού, η απάντηση σας βρίσκεται ακριβώς εδώ.

Συμπερασματικά πρόκειται για μια ταινία με υπέροχη σκηνοθεσία, που αναπτύσσεται όμως τόσο μονόπλευρα που καταλήγει να στερείται περιεχομένου και ουσίας. Δείτε την και προς θεού μη νομίσετε πως οι Αμερικάνοι έγιναν ξαφνικά «κουλτουριάρηδες»…

Βαθμολογία:


Κριτικός: Σταύρος Γανωτής

Έκδοση Κειμένου: 3/3/2010

Μια σιχαμερή προπαγάνδα γκεμπελικής νοοτροπίας και μια ζωντανή απόδειξη -σε συνάθροιση με την προώθηση της- πως οι Αμερικανοί δεν έβαλαν καθόλου μυαλό στη μετά-Μπους εποχή. Ως καθαρή απόγονος της Leni Riefenstahl, η περίπτωση της Bigelow θυμίζει την εύνοια που είχε από το καθεστώς και η βερολινέζα σκηνοθέτρια, με τη σαφή διαφορά πως εκείνη ήξερε αληθινά μυστικά της τεχνικής τής κάμερας κι όχι απλά να κρατάει μια κάμερα στο χέρι, όπως τόσοι και τόσοι άλλοι τα τελευταία χρόνια. Μια ντροπή για τα αμερικανικά βραβεία που θα γίνει περισσότερο αντιληπτή όταν κοπάσει η προπαγανδιστική εμβέλεια του έργου, αφού αυτό είναι ένα από τα χαρακτηριστικά της συγκεκριμένης μεθόδου…

Να μιλήσουμε για τεχνική ή για σενάριο; Αν αυτό είναι καλό τεχνικά, τότε το Black Hawk Down έπρεπε να έχει σαρώσει. Ο δε Mark Boal γράφει ένα καθαρά υπό παραγγελία σενάριο, τόσο αποσπασματικό όσο και μιας τηλεοπτικής σειράς, και τόσο βίντεο-γκέιμ όσο ένα Resident Evil. Κάθε παραμικρή του λεπτομέρεια εξυπηρετεί τον σκοπό της, λες κι ελέγχθηκε από το υπουργείο αμύνης των ΗΠΑ. Ο κεντρικός ήρωας είναι ο πιο καθαρός διάδοχος του John Wayne των Πράσινων Μπερέ, ένας σύγχρονος πολεμικός ήρωας στην υπηρεσία της αστερόεσσας και του πολέμου του ίδιου. Οι δε Ιρακινοί δεν μοιάζουν απλά τριτοκοσμικοί, αλλά και σαν να είναι αυτοί που έχουν εποικίσει τις ΗΠΑ, και οι αμερικανοί φαντάροι να έχουν το πάσα δικαίωμα στη “γη τους”. Όλα αυτά με επιστέγασμα σιχάματος τη σκηνή με το αγοράκι που οι ιρακινοί «ψυχοπαθείς δολοφόνοι» το κάνουν ανθρώπινη βόμβα. Να πάρω πίσω κάτι από όσα σας λέω; Αν είχατε υπομονή, θα σας ανέλυα πολλά περισσότερα…

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

24 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *