Με το έθνος του Πάνεμ να βρίσκεται σε ολοκληρωτικό πόλεμο, η Κάτνις ετοιμάζεται για την τελική αναμέτρηση με τον πρόεδρο Σνόου. Κοντά στους πιστότερους φίλους της, ξεκινάει την αποστολή με την Επαρχία 13 για ένα παράτολμο σχέδιο δολοφονίας του προέδρου της Κάπιταλ, ο οποίος έχει πλέον παθιαστεί με τον αφανισμό της.

Σκηνοθεσία:

Francis Lawrence

Κύριοι Ρόλοι:

Jennifer Lawrence … Katniss Everdeen

Josh Hutcherson … Peeta Mellark

Liam Hemsworth … Gale Hawthorne

Woody Harrelson … Haymitch Abernathy

Elizabeth Banks … Effie Trinket

Julianne Moore … πρόεδρος Alma Coin

Philip Seymour Hoffman … Plutarch Heavensbee

Jeffrey Wright … Beetee Latier

Stanley Tucci … Caesar Flickerman

Donald Sutherland … πρόεδρος Coriolanus Snow

Willow Shields … Primrose Everdeen

Sam Claflin … Finnick Odair

Jena Malone … Johanna Mason

Mahershala Ali … Boggs

Natalie Dormer … Cressida

Wes Chatham … Castor

Elden Henson … Pollux

Sarita Choudhury … Egeria

Patina Miller … διοικητής Paylor

Michelle Forbes … υπολοχαγός Jackson

Evan Ross … Messalla

Meta Golding … Enobaria

Gwendoline Christie … διοικητής Lyme

Joe Chrest … Mitchell

Paula Malcomson … Κα Everdeen

Stef Dawson … Annie Cresta

Robert Knepper … Antonius

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Peter Craig, Danny Strong

Παραγωγή: Nina Jacobson, Jon Kilik

Μουσική: James Newton Howard

Φωτογραφία: Jo Willems

Μοντάζ: Alan Edward Bell, Mark Yoshikawa

Σκηνικά: Philip Messina

Κοστούμια: Kurt and Bart

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: The Hunger Games: Mockingjay – Part 2
  • Ελληνικός Τίτλος: The Hunger Games: Επανάσταση – Μέρος ΙΙ
  • Εναλλακτικός Ελλ. Τίτλος: Αγώνες Πείνας: Επανάσταση – Μέρος ΙΙ [τηλεόραση]

Άμεσοι Σύνδεσμοι

Σεναριακή Πηγή

  • Μυθιστόρημα: Mockingjay της Suzanne Collins.

Παραλειπόμενα

  • Τελευταίο κεφάλαιο των «Αγώνων Πείνας» και δεύτερο μέρος του βιβλίου Mockingjay, μετά το Επανάσταση – Μέρος 1 (με το οποίο γυρίστηκαν ταυτόχρονα σε μεγάλο μέρος). Παρότι εδώ τελειώνει η μυθιστορηματική τριλογία, η Lionsgate συνέχισε το 2023 το franchise με βάση το spin-off/πρίκουελ βιβλίο της Suzanne Collins, με τίτλο The Ballad of Songbirds and Snakes (2020).
  • Ο Philip Seymour Hoffman έφυγε από τη ζωή κατά τη διάρκεια των παράλληλων γυρισμάτων. Είχε τελειώσει σχεδόν τις σκηνές του, αλλά υπολείπονταν δύο. Για να αντισταθμιστεί η απουσία του δεν έγινε καμία χρήση ψηφιακής τεχνολογίας, απλά ξαναγράφτηκαν οι σκηνές χωρίς την παρουσία του.
  • Η Lily Rabe αντικαταστάθηκε από την Gwendoline Christie λόγω των θεατρικών της υποχρεώσεων.
  • Πρόβλημα προέκυψε με κάποια teaser-poster, με το ένα να αποσύρεται γενικώς λόγω της χρήσης κακής λέξης, και ένα άλλο να απαγορεύεται στο Ισραήλ ως προκλητικό για το συντηρητικό κοινό της χώρας.
  • Παρότι φινάλε, έκοψε τα λιγότερα εισιτήρια από όλη τη σειρά. Συνολικά έβγαλε 658,3 εκατομμύρια δολάρια, με κόστος 160. Ακόμα κι έτσι. ήταν η 9η εμπορικότερη ταινία της χρονιάς.
  • Η ταινία βγήκε και τρισδιάστατη, και ήταν η μόνη που διανεμήθηκε σε ευρεία κλίμα από τη σειρά με αυτή την τεχνολογία προβολής.

Μουσικά Παραλειπόμενα

  • Αντίθετα με τα υπόλοιπα μέρη, δεν γράφτηκε κανέναν νέο κομμάτι για την ταινία αυτή. Στους τίτλους τέλους ακούγεται με τη φωνή της Jennifer Lawrence το νανούρισμα Deep in the Meadow από την πρώτη ταινία.

Κριτικός: Πάνος Αχτσιόγλου

Έκδοση Κειμένου: 25/11/2015

Αυτό που κάποτε ξεκίνησε ως ένα σχεδόν νεανικό παιχνίδι, πέρασε από την απαραίτητη ενηλικίωση δίνοντας διαπιστευτήρια σκληρής μάχης με την ελαφρότητα της μπλοκμπάστερ καταγωγής του. Συνεχίστηκε με μια υποτονική αναπαράσταση της αξίας της καθοδήγησης μιας εξέγερσης και τελικά ολοκληρώνεται μέσα στο σκοτάδι, μέσα στα τούνελ και τους υπόγειους διαδρόμους μιας πόλης που κάποτε έλαμπε, αλλά τώρα κρύβει θανάσιμες παγίδες σε κάθε της στροφή, σε κάθε της δωρικό τσιμεντένιο της κτίριο. Ύστερα από τέσσερα, και όχι τρία φιλμ όπως προοριζόταν στην αρχή, η εφηβική saga φτάνει στο τέλος της, επιβεβαιώνοντας ακόμη μία φορά το γεγονός ότι οι επαγγελματικές, τεχνοκρατικές αποφάσεις που βασίζονται στην εμπορικότητα, τους αριθμούς και το κέρδος (εκτός εξαιρέσεων μετρημένων στα δάχτυλα) κινούνται σε αντίθετες τροχιές με τη δημιουργικότητα, την έμπνευση και την καλλιτεχνική ολοκλήρωση. Χωρίς ωστόσο αυτό να σημαίνει ότι οι τελευταίοι «Αγώνες Πείνας» δεν κρύβουν στο επίκεντρο της κινηματογραφικής τους αρένας το μεγαλύτερο και λαμπρότερο όπλο τους: την απόλυτη νεαρή ηρωίδα που θα μπορούσε να γίνει αποδεκτή και ως το τελευταίο πρότυπο της φαντασιακής φεμινιστικής φιγούρας. Η ταινία που γέννησε μια από τις πιο επιδραστικές σταρ των τελευταίων χρόνων, τώρα βασίζεται πάνω της για να την οδηγήσει προς το αμφίσημο και δυστοπικό φινάλε που της αξίζει.

Ο επίλογος λοιπόν ξεκινά ακριβώς εκεί που το προηγούμενο, ημιτελές φιλμ είχε σταματήσει. Η επανάσταση έχει φτάσει στο κρισιμότερο σημείο της, αφού οι εξεγερμένες περιοχές οργανώνουν το στρατό τους με σκοπό να προελαύνουν προς την καλά οχυρωμένη Κάπιτολ. Μια μικρή απόπειρα παράλληλης πλοκής βιαστικά εξατμίζεται, και γρήγορα το ενδιαφέρον στρέφεται στον εσωτερικό κόσμο της πρωταγωνίστριας Κάτνις Έβερντιν. Ο σκηνοθέτης Φράνσις Λόρενς στηρίζεται και πάλι στη μοναξιά ενός ειδώλου κατεστραμμένου εσωτερικά. Ενός συμβόλου που γίνεται αντικείμενο πολιτικής και στρατιωτικής εκμετάλλευσης, αφήνοντας να φανούν οι αντιπολεμικές διαθέσεις του καθώς αναρωτιέται έως ποιο σημείο μπορούν ηθικά να δικαιολογηθούν αποτρόπαιες πράξεις και τι ρόλο τελικά παίζει η ανθρωπιά και η συμπόνια ακόμη κι απέναντι στον εχθρό και δυνάστη σου. Αντιλαμβανόμενος την αιτία της χλιαρής αποδοχής του προηγούμενου φιλμ (που δεν είναι άλλη από την απουσία των «Αγώνων») μετατρέπει την εισβολή στην πρωτεύουσα της Πάνεμ σε έναν νέο και τρομακτικό -όσο βέβαια του το επιτρέπουν οι περιορισμοί των στούντιο- γύρο σαδιστικού παιχνιδιού. Εκεί όμως που προβληματίζει για ακόμη μία φορά είναι στην αναζήτηση κινηματογραφικού ρυθμού. Το φιλμ ξεκινά οδυνηρά αργά, αναλώνοντας τον χρόνο του σε σκηνές χωρίς ιδιαίτερο νόημα ή ουσία. Κάποια στιγμή επιταχύνει σωστά, και εκεί είναι που μοιάζει να παίρνει μπρος. Οι σκηνές στους σκοτεινούς υπονόμους της μεγάλης πόλης γεννούν αγωνία και ανεβάζουν τον δείκτη του σασπένς, παρότι πλησιάζουν επικίνδυνα σε μια τετριμμένη τύπου «Alien» αισθητική. Μην της μένοντας πια ουσιαστικός χώρος, η ταινία τρέχει ασταμάτητα στο τέλος -εκεί που ίσως θα έπρεπε να δώσει το μεγαλύτερο βάρος- αντιμετωπίζοντας την πραγματικότητα του θανάτου με μια επιφανειακή και σχεδόν αδιάφορη στάση. Χαρακτήρες μιας ολόκληρης φιξιονικής πραγματικότητας χάνονται μπροστά στα μάτια σου, περνώντας σχεδόν φιλμικά ασχολίαστοι, τη στιγμή που η αφήγηση ορμά προς το αναποτελεσματικό φινάλε. Το κλίμα πάντως παραμένει ζοφερό, ιδιαίτερα στις σκηνές της αντιμετώπισης μιας νέας (θηλυκής αυτή τη φορά) ολοκληρωτικής κυριαρχίας που επιχειρεί να μετατρέψει την εξέγερση σε ιδιωτικών συμφερόντων πράξη.

Ο Ντόναλντ Σάδερλαντ, στον ρόλο του ειδεχθή προέδρου Σνόου, αφού έχει ξεδιπλώσει όλη την γκάμα του αμοραλισμού και της απανθρωπιάς του κατά τη διάρκεια της τριλογίας, μοιάζει να κρατά το καλύτερο για το τέλος. Ακόμη και μπροστά στον τελειωτικό αφανισμό, κοιτά την Κάτνις με χαρούμενη περιφρόνηση και ειρωνικό χαμόγελο, σε μια σκηνή που θα μπορούσε να ενισχύσει τη χλιαρή δραματουργία, αλλά δυστυχώς δείχνει μονταρισμένη βιαστικά. Η τόσο αναμενόμενη δε συνάντηση των δύο μεγάλων αντιπάλων περνά σχεδόν απαρατήρητη, δίχως να της αποδοθεί η αναγκαία σκηνοθετική βαρύτητα. Πάντως, ό,τι κάλο έχει να κερδίσει αυτό το τελικά επαρκές φιλμ, το χρωστά στην κεντρική του πρωταγωνίστρια. Η Τζένιφερ Λόρενς αντηχεί το σκοτάδι, στέκοντας αμήχανη μπροστά στη βιαιότητα του πολέμου. Γράφοντας απίστευτα στην οθόνη, αμφιταλαντεύεται χωρίς τέλος, χωρίς να περιμένει εξιλέωση. Μπαίνοντας σε μια εποχή όπου τα σύμβολα δεν είναι πια απαραίτητα, καλείται για ακόμη μία φορά να σηκώσει στις πλάτες της εξιδανικευμένα εμβλήματα, καταλαβαίνοντας ότι τελικά είναι αυτή που έχει χάσει τα περισσότερα από όλους. Υποστηριζόμενη αξιοπρεπώς από τον Τζος Χάτσερσον (ένας Πίτα στα όρια της παράνοιας, μην μπορώντας να ξεχωρίσει το πραγματικό, λόγω της προπαγανδιστικής πλύσης εγκεφάλου της Κάπιτολ), ξεδιπλώνει όλες τις ερμηνευτικές της αρετές, αποδεικνύοντας για ποιον λόγο θεωρείται ένα από τα πιο δυνατά ονόματα στην κινηματογραφική βιομηχανία.

Κρατώντας για το τέλος τη μελαγχολία στο βλέμμα της τελευταίας εμφάνισης (στις περισσότερες σκηνές ψηφιακά επεξεργασμένης) του υπέροχου Φίλιπ Σέιμορ Χόφμαν, ο οποίος μάλλον δεν αξίζει να μένει με αυτόν τον τρόπο στη συλλογική κινηματογραφική μνήμη, αντικρίζεις τελικά ένα φινάλε όπου διακρίνεται ξεκάθαρα η σεναριακή βάση του σε ένα εξαρχής εφηβικό ποπ μυθιστόρημα, αφού οι τελευταίες σκηνές αδυνατούν να ξεφύγουν από τον διδακτισμό ή να τολμήσουν την υπέρβαση. Παρόλα αυτά, το πρόσημο βγαίνει οριακά θετικό. Η ένταση σε στιγμές κλιμακώνεται σωστά αποδίδοντας ένα ανέλπιστα σκοτεινό δράμα προωθημένο από την ίδια θεματική των δύο προηγούμενων επεισοδίων. Κατατάσσοντάς τη δεύτερη μετά την εξαιρετική «Φωτιά», κλείνει έναν κύκλο μπλοκμπάστερ, στον οποίο για ακόμη μία φορά η απληστία των στούντιο αποδεικνύεται μάλλον η αιτία για το ξεχειλωμένο, ή καλύτερα, το πότε-πότε άτεχνα μπαλωμένο αποτέλεσμά του.

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

28 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *