Δύο ξαδέρφια από τη Νέα Υόρκη, ο Βίνσεντ και ο Άντον, δραστηριοποιούνται στις διεθνείς αγορές και στις συναλλαγές υψηλής συχνότητας, όπου το κέρδος βγαίνει μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτου. Το όνειρό τους; Να φτιάξουν μια οπτική ίνα από το Κάνσας μέχρι το Νιου Τζέρσι που θα τους προσφέρει εκατομμύρια. Σε αυτό θα τους εμποδίσει η Εύα Τόρες, μια παρανοϊκή επενδύτρια και πρώην εργοδότριά τους, η οποία βρίσκεται συνεχώς πίσω τους και δεν θα σταματήσει μέχρι να τους δει να καταστρέφονται. Ο Βίνσεντ κι ο Άντον όμως είναι αποφασισμένοι να διασχίσουν την Αμερική για να βρουν τη λύτρωση, όχι μέσω χρημάτων, αλλά μέσω της οικογένειας και της επανασύνδεσής τους με τη γη.

Σκηνοθεσία:

Kim Nguyen

Κύριοι Ρόλοι:

Jesse Eisenberg … Vincent Zaleski

Alexander Skarsgard … Anton Zaleski

Salma Hayek … Eva Torres

Michael Mando … Mark Vega

Sarah Goldberg … Mascha

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Kim Nguyen

Παραγωγή: Pierre Even

Μουσική: Yves Gourmeur

Φωτογραφία: Nicolas Bolduc

Μοντάζ: Nicolas Chaudeurge, Arthur Tarnowski

Σκηνικά: Emmanuel Frechette

Κοστούμια: Valerie Levesque

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Μέτρια.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: The Hummingbird Project
  • Ελληνικός Τίτλος: Κωδικός Κολιμπρί
  • Εναλλακτικός Ελλ. Τίτλος: Κωδικός Κολύμπρι

Κύριες Διακρίσεις

  • Βραβείο ήχου στα εθνικά βραβεία του Καναδά. Υποψήφιο για μουσική, μοντάζ, σκηνικά, κομμώσεις και ειδικά εφέ.

Παραλειπόμενα

  • Ο Jesse Eisenberg κατάφερε να απομνημονεύσει ολόκληρο το σενάριο, πριν καν ξεκινήσουν τα γυρίσματα.
  • Ενώ η πλοκή είναι μυθοπλαστική, αληθινά στοιχεία πάρθηκαν από το βιβλίο Flash Boys: A Wall Street Revolt του Michael Lewis.

Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης

Έκδοση Κειμένου: 27/3/2019

Μάλλον τυπική «ταινία κομπίνας», ομολογουμένως με καλή αίσθηση του ρυθμού που τη βοηθάει να κυλήσει πραγματικά ευχάριστα και με στιβαρή ψυχαγωγική αξία, χωρίς όμως να διαφέρει ουσιωδώς από το μέσο φιλμ του είδους. Αν δε ληφθούν υπόψιν και οι άκρως ενδιαφέρουσες πτυχές της ιστορίας (η οποία παραδόξως δεν είναι πραγματική, αν και οι χρονικές αναδρομές και η εμμονή στη λεπτομέρεια εκπέμπουν αυτήν την αίσθηση) ως προς τη δομή της σύγχρονης κοινωνίας επάνω στις αρχές του αλόγιστου ηθικά ανταγωνισμού και της δημιουργίας ολόκληρων καστών που ζουν εκτός προνομίων που δυστυχώς δεν αναπτύσσονται ποτέ πέραν κάποιου πρωτόλειου επιπέδου, τότε σίγουρα η ματιά που υιοθετεί ο Kim Nguyen μπορεί να χαρακτηριστεί ως επιδερμική. Αρκετές στιγμές το σενάριο μοιάζει να νομίζει πως ο χρόνος που καταναλώνεται σε περίπλοκους τεχνικούς όρους όσον αφορά το σχέδιο των ηρώων έχει ως αποτέλεσμα να κάνει τη γραφή να μοιάζει πιο έξυπνη κι εγκεφαλική, κάτι που δεν ισχύει, μιας και σε επίπεδο νοηματικής, αφήγησης, ύφους και ψυχολογίας χαρακτήρων, που αποτελούν τα κύρια πεδία στα οποία δοκιμάζεται το πόσο πραγματικά έχει δουλευτεί ένα φιλμ πέραν του τεχνικού κομματιού, δεν υπάρχει κανενός είδους υπέρβαση. Το όποιο ενδιαφέρον κατά τη διάρκεια της θέασης διατηρείται λόγω της περιέργειας για την περαιτέρω εξέλιξη της ιστορίας, όχι από πραγματικό ενδιαφέρον και συμπάθεια για τη μοίρα των ηρώων.

Το κακό είναι πως δεν υπάρχει και καμιά ερμηνεία που να ξεχωρίζει θετικά για να σπάσει τον «πάγο» που δημιουργείται μεταξύ ταινίας και κοινού από την ελλιπή σκιαγράφηση των προσώπων. Ο Jesse Eisenberg ανακυκλώνει τη συνηθισμένη μανιέρα του που έχει καθιερώσει από εποχές «The Social Network» σε μια λιγότερο αποστασιοποιημένη παραλλαγή, ευτυχώς χωρίς τις αξέχαστες για όλους τους λάθος λόγους υπερβολές του «Batman v Superman: Η Αυγή της Δικαιοσύνης», δίχως όμως να κατορθώνει εδώ και κάτι το αξιομνημόνευτο. Ο ρόλος του Alexander Skarsgard έχει το παράδοξο να μοιάζει πως θα ταίριαζε πολύ περισσότερο στην ιδιοσυγκρασία του Eisenberg, με τον πρώτο πάντως να μην κάνει πολλά βήματα παραπάνω από το «μπόνους» που του δίνει η εξωτερική μεταμόρφωση που υφίσταται. Η Salma Hayek φλερτάρει διαρκώς με την καρικατούρα, αλλά για να λέγεται όλη η αλήθεια, δεν τη βοηθάει και ιδιαίτερα το κείμενο. Τελικά αν λειτουργεί το σύνολο στο βαθμό που αυτό συμβαίνει είναι κυρίως λόγω αυτής της γρήγορης και αρκούντως απολαυστικής ροής που πηγάζει από το μοντάζ αλλά και από τη σκηνοθεσία που «κολλάει» διπλά σε αυτήν τη σβέλτη εναλλαγή των εικόνων και μια ταιριαστά νεωτερική προσέγγιση στο καδράρισμα και στις κινήσεις της κάμερας, έστω χωρίς να ανακαλύπτει κάτι καινούριο.

Οι καλύτερες στιγμές αφορούν το σχέδιο καθαυτό, το διαδικαστικό πλαίσιο και τις παραμέτρους καθώς και τα εμπόδια που εμφανίζονται και η όλη διαδρομή μέχρι την εξεύρεση λύσεων. Όταν η πλάστιγγα γέρνει προς το προσωπικό δράμα και το συναίσθημα, όπως για παράδειγμα όταν υπάρχει εστίαση στη σχέση μεταξύ των δύο αδερφών της ομάδας και στον ατομικό γολγοθά του καθενός, υπάρχει μια έλλειψη ειλικρίνειας, κάτι το «πλαστό» που απομακρύνει αυτόν που παρακολουθεί από το να μετέχει σε αυτό το κομμάτι του φιλμ που θα έπρεπε αν γινόταν σωστά να αποτελεί και τον πυρήνα του. Δίνεται επίσης η εντύπωση πως ενώ η ιστορία προχωρά κι εξελίσσεται με έναν συγκεκριμένο τρόπο, όταν φτάνει η ώρα της κατακλείδας σαν να υπάρχει μια αμηχανία ως προς το σε τι είδους νότα θα κλείσει η ταινία, αφήνοντας έτσι μια αίσθηση του ανικανοποίητου. Γενικότερα ενώ η ιδέα θα μπορούσε να δώσει πολλά ανάλογα με την αξιοποίηση, από ένα δραματικό θρίλερ με τρομερή υπόγεια ένταση μέχρι μια δηκτική κοινωνική σάτιρα, το «Επιχείρηση Κολιμπρί» φαίνεται να συμβιβάζεται με την επιλογή ενός αξιοπρεπούς μεν, «φλατ» δε θεάματος με κάπως συγκεχυμένη ταυτότητα, που θα στεκόταν περισσότερο ως μια φροντισμένη τηλεταινία, όχι τόσο από άποψη παραγωγής αλλά κυρίως νοοτροπίας σε επίπεδο εκτέλεσης.

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

13 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *