ΗΠΑ, δεκαετία του 1970. Παρακολουθούμε τον εξαιρετικά ευφυή Τζακ για ένα διάστημα δώδεκα ετών και γινόμαστε «αυτόπτες μάρτυρες» των πέντε δολοφονιών-οροσήμων που διέπραξε, οι οποίες καθόρισαν την εξέλιξή του ως κατά συρροή δολοφόνο. Βλέπουμε τα τεκταινόμενα από την οπτική γωνία του Τζακ. Ενός ανθρώπου που ισχυρίζεται πως από μόνη της κάθε δολοφονία είναι ένα έργο τέχνης. Καθώς η αστυνομία βρίσκεται στα ίχνη του και τον πλησιάζει, ο Τζακ παίρνει ολοένα και μεγαλύτερα ρίσκα, στην προσπάθειά του να δημιουργήσει το απόλυτο έργο τέχνης. Στην πορεία ερχόμαστε αντιμέτωποι με τις περιγραφές του Τζακ για την προσωπική του κατάσταση, τα προβλήματα και τις σκέψεις του, μέσα από μια ενδιαφέρουσα συζήτηση, η οποία λαμβάνει χώρα περιοδικά με τον αγνώστων λοιπών στοιχείων Βερτζ.
Σκηνοθεσία:
Lars von Trier
Κύριοι Ρόλοι:
Matt Dillon … Jack
Bruno Ganz … Verge
Uma Thurman … κυρία 1
Siobhan Fallon Hogan … κυρία 2
Sofie Grabol … κυρία 3
Riley Keough … Simple
Jeremy Davies … Al
Ed Speleers … Ed
David Bailie … S.P.
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Lars von Trier
Στόρι: Jenle Hallund, Lars von Trier
Παραγωγή: Louise Vesth
Μουσική: Victor Reyes
Φωτογραφία: Manuel Alberto Claro
Μοντάζ: Jacob Secher Schulsinger, Molly Malene Stensgaard
Σκηνικά: Simone Grau Roney
Κοστούμια: Manon Rasmussen
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Μέτρια.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: The House That Jack Built
- Ελληνικός Τίτλος: Το Σπίτι που Έχτισε ο Τζακ
Παραλειπόμενα
- Αρχικά, ο Von Trier προόριζε το σενάριο για μίνι τηλεοπτική σειρά οκτώ επεισοδίων. Αυτό μέχρι τον Φεβρουάριο του 2016, όπου ανακοίνωσε πως θα γίνει ταινία. Αφού μελέτησε επιμελώς υποθέσεις ψυχοπαθών δολοφόνων, κατέληξε στο τελικό σενάριο τον Μάη του ίδιου χρόνου.
- Για το φινάλε, ο δημιουργός δανείστηκε έμπνευση από τον Alfred Hitchcock. Με τη σειρά του, ο Dillon πήρε στοιχεία από τον ψυχοπαθή δολοφόνο Ted Bundy για την ερμηνεία του.
- Ο Von Trier χώρισε τα γυρίσματα στα δύο, ώστε ενδιάμεσα να κάνει μοντάζ. Παρόλα αυτά, το post-production τού πήρε σχεδόν έναν χρόνο, κυρίως λόγω των ειδικών εφέ.
- Η πρεμιέρα στις Κάνες, αν κι εκτός συναγωνισμού, είχε σηματοδοτήσει την επιστροφή του Δανού στο εν λόγω φεστιβάλ μετά από 7 χρόνια, όταν και είχε ανακηρυχθεί ως persona-non-grata λόγω δηλώσεων του.
- Η ταινία πόλωσε κοινό και κριτικούς. Χαρακτηριστικά, στην πρεμιέρα των Κανών αναφέρθηκε ότι πάνω από 100 θεατές αποχώρησαν πριν το φινάλε, αλλά όταν αυτό ήρθε, ακολούθησε 10λεπτο όρθιο χειροκρότημα.
- Η μορφή που έκανε πρεμιέρα η ταινία στις Κάνες ονομάστηκε director’s cut, αφού στις αίθουσες προβλήθηκε μια R-rated εκδοχή. Η “ακατάλληλη” όμως εκδοχή προβλήθηκε την πρώτη ημέρα της διανομής της ταινίας στις ΗΠΑ, εξοργίζοντας την επιτροπή αξιολόγησης. Τον Δεκέμβριο του 2018, το director’s cut βρέθηκε διαθέσιμο για αρκετές ώρες στο YouTube, ενώ στο Home Cinema υπάρχουν αμφότερες οι εκδοχές.
- Το κόστος ήταν στα 9,9 εκατομμύρια δολάρια, αλλά οι εισπράξεις περιορίστηκαν στα 5,6.
Μουσικά Παραλειπόμενα
- Το τραγούδι Fame με τον David Bowie κατέχει μια ιδιαίτερη θέση στο φιλμ.
Κριτικός: Σπύρος Δούκας
Έκδοση Κειμένου: 11/10/2018
Το τελευταίο πόνημα του Lars (von) Trier είναι ένα προκλητικό κινηματογραφικό δοκίμιο, μεγάλης φορμαλιστικής ομοιότητας με την προηγούμενη δουλειά του (Nymphomaniac). Το βήμα παίρνει εδώ ο Τζακ (Matt Dillon), ένας serial killer που αφηγείται σε έναν άγνωστο συνομιλητή (Bruno Ganz) ορισμένα από τα εγκλήματα που τον διαμόρφωσαν καθοριστικά ως χαρακτήρα, κατά τη διάρκεια της κατάβασής του προς την κόλαση. Οργανωμένο σε πέντε κεφάλαια και την κατάβαση ως επίλογο, το “Σπίτι που Έχτισε ο Τζακ” καταπιάνεται με σωρεία φιλοσοφικών θεμάτων, με επίκεντρο της ηθική επί της τέχνης, τον συσχετισμό της με τη ζωή, τον άνθρωπο, και τη θέση του ίδιου του καλλιτέχνη απέναντι σε αυτά τα ζητήματα.
Όπως σε κάθε ταινία του, ο Lars (von) Trier, ο “καλύτερος σκηνοθέτης του κόσμου” κατά τον ίδιο (και ο καλύτερος εν ζωή σκηνοθέτης του κόσμου, κατά τον γράφοντα) χρησιμοποιεί τη μέθοδο της αναπαράστασης, όπως αυτοσαρκαστικά και αυτοαναφορικά αναφέρει επανειλημμένα μέσα στα έργα του. Δημιουργεί από το μηδέν έναν κεντρικό χαρακτήρα που υποφέρει, βρίσκεται σε μια ακραία κατάσταση πόνου, και παραβάλλει/υπερθέτει τον εαυτό του, ως υπαρξιακή, φιλοσοφική, καλλιτεχνική, και εν τέλει ανθρώπινη οντότητα, πάνω στον πρωταγωνιστή του, αναπτύσσοντας αναλογίες, αντιστοιχίες και σύμβολα, και χτίζοντας έτσι μια προσωπική, καθαρή κινηματογραφική γλώσσα. Το κλειδί της επιτυχίας είναι η ειλικρίνειά του. Ο ίδιος απογυμνώνεται πλήρως, μπαίνει ολόκληρος μέσα στα έργα του, χωρίς να κάνει επιλεκτικές προβολές με βάση το εκάστοτε κεντρικό θέμα που πραγματεύεται. Κάθε έργο του δεν είναι παρά μια αφορμή για ωμή καλλιτεχνική έκφραση με πεντακάθαρη και αποκλειστική σφραγίδα δημιουργού. Συνέπεια αυτού είναι από την πρώτη (“Το στοιχείο του εγκλήματος”) μέχρι την τελευταία ταινία του, ο Λαρς να λέει τα ίδια ακριβώς πράγματα, και στην πορεία του έργου του να αναζητάει διαφορετικά επίπεδα ταύτισης με τους (αντι)ήρωές του.
Κι αν όλα αυτά μοιάζουν γενικόλογα και αόριστα μιας που αφορούν τη συνολική δουλειά του Trier, εδώ έχουμε έναν λόγο παραπάνω να εξετάσουμε τον γενναίο αυτόν καλλιτέχνη στην ολότητα της πορείας του. Κι αυτό γιατί το σώμα του καλλιτεχνικού του έργου είναι το Σπίτι που έχτισε ο Λαρς με τα σώματα των πρωταγωνιστών του. Ένα μουσειακό γλυπτό από νεκρά σώματα που επιτέλεσαν τον σκοπό της ύπαρξής τους, ως υλικά μέσα που χρησιμοποιήθηκαν για να εκφραστεί ο καλλιτέχνης. Αυτό το Σπίτι είναι όλη του η παρακαταθήκη. Η υλική υπόσταση των δημιουργημάτων του (ως τραχιά, δύσπεπτα κατασκευάσματα, άσχημα στην όψη) δεν είναι παρά νεκρή ανόργανη ύλη, το σώμα που ανήκει στην κόλαση. Η πνευματική υπόστασή τους είναι η ψυχή που ανήκει στον παράδεισο, δηλαδή το βάθος, η ουσία και η σημασία τους, που ζει αιώνια στη μνήμη του θεατή-αποδέκτη. Με άλλα λόγια, έχουμε μια ταινία – αυτοαναφορικό στοχασμό πάνω σε όλο το σινεμά του δημιουργού (της). Η μυθοποιημένη “πρόκληση” στο σινεμά του Λαρς δεν είναι παρά μια προσπάθειά του να συμφιλιώσει τον άνθρωπο με την αμαρτωλή, θνητή του πλευρά, την οποία έχει την υποκριτική τάση να απαρνείται, απομακρυνόμενος από την αλήθεια του εαυτού του, για χάρη μιας ψεύτικης κοινωνίας, ενός συνόλου ανθρώπων που κάνουν όλοι μαζί το ίδιο. Αυτή την κοινωνία διερευνεί στο αριστουργηματικό “Dogville”, ενώ αντίθετα στην απομόνωση του “Αντίχριστου” φέρνει τον άνθρωπο αντιμέτωπο με το κακό της φύσης του, αυτό που αποφεύγει να αντικρίσει. Η νυμφομανής Τζο, προκειμένου να λυτρωθεί από τα πάθη της, αναφωνεί επιθετικά: “Είμαι νυμφομανής, και αγαπώ τη βρωμερή λαγνεία μου”.
Εδώ ο Λαρς παίρνει τη θέση του Τζακ. Παρομοιάζει την καλλιτεχνική φύση του με αυτήν ενός κυνικού serial killer, που βλέπει κάθε θύμα του ως μέσο καλλιτεχνικής έκφρασης, και εξελίσσεται, ωριμάζει μέσω των φόνων που διαπράττει. Μα, ο Τζακ φυσικά είναι ψυχοπαθής, ένας άρρωστος, (αλλά και ευφυέστατος) διεστραμμένος άνθρωπος, γεμάτος εμμονές και ψυχαναγκασμούς, που αρέσκεται να χειραγωγεί, να βασανίζει και να διαμελίζει τα θύματά του για προσωπική ευχαρίστηση. Ο Λαρς, πάλι, είναι μανιοκαταθλιπτικός, ένας άρρωστος (αλλά και εξαιρετικά ιδιοφυής) καλλιτέχνης, παγιδευμένος στη θλίψη του, κοινωνικά αποστασιοποιημένος, που αντιμετωπίζει αφ’υψηλού, με περίσσειο κυνισμό τους ηλίθιους (όσους απέχουν από την αυτογνωσία) αυτού του κόσμου, και αρέσκεται να τους βασανίζει και να τους προκαλεί, τοποθετώντας χαλίκια στα παπούτσια τους.
Αν εξετάσουμε πολιτικά την καλλιτεχνική του στάση, θα τον κατηγορούσαμε για φασίστα. Ο Τζακ έχει ξεκάθαρη φασιστική ιδεολογία. Ο Λαρς, από την άλλη, είναι φασίστας μόνο κατ’ επίφαση, στα πλαίσια της καλλιτεχνικής δημιουργίας. Μα αν ο Λαρς είναι γυμνός και απόλυτα ειλικρινής όταν κάνει τέχνη, και ο Τζακ αντιμετωπίζει εγγενώς τους real-life φόνους του ως τέχνη, πόσο μοιάζουν οι δύο; Πόσο ταυτίζεται ο δημιουργός με το δημιούργημα; Εν τέλει, ο Τζακ δεν είναι παρά ένας ακόμα χαρακτήρας που ο Λαρς θα θυσιάσει στην κόλαση, στον βωμό και το όνομα της καλλιτεχνικής δημιουργίας. Κι όταν το βάρος των εγκλημάτων θα γκρεμίσει τον Τζακ στα έγκατα της κόλασης, ο Λαρς, με απόλυτο κυνισμό, ως Θεός-δημιουργός, θα γυρίσει το φιλμ στο αρνητικό, για να κλείσει εξυπνακίστικα, αυτοαναφορικά και απόλυτα, το θεϊκό του κατασκεύασμα.
Βαθμολογία: