Οι Μισητοί Οκτώ
- The Hateful Eight
- The Hateful 8
- 2015
- ΗΠΑ
- Αγγλικά, Ισπανικά, Γαλλικά
- Γουέστερν, Δραματικό Θρίλερ, Δραμεντί, Εποχής, Μυστηρίου, Νουάρ
- 07 Ιανουαρίου 2016
Έξι ή οχτώ ή δώδεκα χρόνια μετά τον Εμφύλιο Πόλεμο, μια ετερόκλητη ομάδα ανθρώπων, που αποτελείται από κυνηγούς επικηρυγμένων, φυγάδες κι ανθρώπους του νόμου, βρίσκουν καταφύγιο σε μια ορεινή στάση κατά τη διάρκεια μιας χιονοθύελλας και μπλέκονται σε μια πλεκτάνη προδοσίας κι απάτης. Θα καταφέρουν να επιβιώσουν;
Σκηνοθεσία:
Quentin Tarantino
Κύριοι Ρόλοι:
Samuel L. Jackson … ταγματάρχης Marquis Warren
Kurt Russell … John Ruth
Jennifer Jason Leigh … Daisy Domergue
Walton Goggins … σερίφης Chris Mannix
Demian Bichir … Bob/Marco
Tim Roth … Oswaldo Mobray/Pete Hicox
Michael Madsen … Joe Gage/Grouch Douglas
Bruce Dern … στρατηγός Sandford ‘Sandy’ Smithers
James Parks … O.B. Jackson
Zoe Bell … Six-Horse Judy
Channing Tatum … Jody Domergue
Quentin Tarantino … αφηγητής (φωνή)
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Quentin Tarantino
Παραγωγή: Richard N. Gladstein, Shannon McIntosh, Stacey Sher
Μουσική: Ennio Morricone
Φωτογραφία: Robert Richardson
Μοντάζ: Fred Raskin
Σκηνικά: Yohei Taneda
Κοστούμια: Courtney Hoffman
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: The Hateful Eight
- Ελληνικός Τίτλος: Οι Μισητοί Οκτώ
- Εναλλακτικός Τίτλος: The Hateful 8 [διαφημιστικός]
- Εναλλακτικός Τίτλος: The H8ful Eight [διαφημιστικός]
Κύριες Διακρίσεις
- Όσκαρ μουσικής. Υποψήφιο για δεύτερο γυναικείο ρόλο (Jennifer Jason Leigh) και φωτογραφία.
- Χρυσή Σφαίρα μουσικής. Υποψήφιο για δεύτερο γυναικείο ρόλο (Jennifer Jason Leigh) και σενάριο.
- Βραβείο Bafta μουσικής. Υποψήφιο για δεύτερο γυναικείο ρόλο (Jennifer Jason Leigh) και σενάριο.
Παραλειπόμενα
- Είναι γυρισμένο στην παραδοσιακή κινηματογραφική φόρμα των γουέστερν, τα 70mm, με widescreen κάδρο (2.76:1).
- Όταν τον Ιανουάριο του 2014 υπήρξε διαρροή στο σενάριο (ανάμεσα στους πολύ λίγους κι έμπιστους που το είχαν δει ήταν οι: Reginald Hudlin, Michael Madsen, Bruce Dern και Tim Roth), ο Tarantino σκεφτόταν αντί να το κάνει ταινία, να το κάνει μυθιστόρημα. Το Απρίλιο όμως πήρε την τελική απόφαση κι έκανε δημόσια ανάγνωση του κειμένου που είχε διαρρεύσει, δηλώνοντας πως κάνει νέα προσχέδια, αλλά ανακοινώνοντας και το καστ των ηθοποιών (από τους οποίους δεν βρέθηκαν στην τελική επιλογή η Amber Tamblyn και ο Denis Menochet).
- Μια αρχική σκέψη ήταν να είναι σίκουελ του Django, ο Τιμωρός.
- Ο Viggo Mortensen έμεινε στις συνομιλίες για άγνωστο ρόλο.
- Η κιθάρα που καταστρέφει ο Russell στην ταινία δεν ήταν αντικείμενο του σκηνικού, αλλά μια αντίκα Martin της δεκαετίας του 1870, δανεική από το Martin Guitar Museum. Σύμφωνα με τον παραγωγό ηχοληψίας Mark Ulano, όλοι σοκαρίστηκαν αφού κανονικά έπρεπε να είχε αντικατασταθεί στο συγκεκριμένο πλάνο, κάτι που δεν γνώριζε ο ηθοποιός. Το μουσείο αντέδρασε, και πέρα από την απόδοση της αξίας της κιθάρας που απαιτήθηκε, αποφάσισαν να μη δανείσουν ποτέ ξανά κάτι για ταινία.
- Ο Tarantino ολοκλήρωσε δύο διαφορετικά μοντάζ για την ταινία. Σε αυτήν που αφορούσε περιορισμένες, μεγάλες αίθουσες είχε μια μεγαλύτερη σε διάρκεια εκδοχή (187 λεπτά), μια και φοβόταν ότι στις μικρότερες οθόνες κάποιο από το 70mm υλικό δεν θα έδειχνε σωστά. Ακολούθησε και η extended εκδοχή για το Home Cinema, που ανέβασε τη διάρκεια στα 213 λεπτά.
- Λόγω της εμφάνισης του σκηνοθέτη σε εκστρατεία του Black Lives Matter ενάντια στην αστυνομική βία, η αστυνομική ένωση της Νέας Υόρκης κάλεσε σε μποϊκοτάζ τους συναδέλφους της, ονομάζοντας τον Tarantino ως “cop-hater”. Ο σκηνοθέτης απάντησε ότι δεν του άρμοζε ο χαρακτηρισμός, αλλά κι ότι δεν εκφοβίζονταν από μια τέτοια ενέργεια. Ακολούθησαν διάφορες εκτιμήσεις πάνω στα αποτέλεσμα του box-office σε σχέση με όλο αυτό, αλλά ενώ δεν ήταν από τις πιο εμπορικές ταινίες του Tarantino, δεν ήταν σε καμία περίπτωση εμπορική αποτυχία (κέρδη: 156,6 εκατομμύρια δολάρια, έναντι μπάτζετ των 62).
- Το 2016, ο Tarantino ανακοίνωσε την πρόθεση του να μετατρέψει το σενάριο σε θεατρικό.
Μουσικά Παραλειπόμενα
- Πρώτο γουέστερν για τον Morricone, έναν συνθέτη ορόσημο του είδους, μετά από 34 χρόνια.
- Εδώ πήρε για πρώτη -και μόνη, πέρα από ένα τιμητικό- φορά το Όσκαρ ο Morricone, κι ενώ ήταν στο παρελθόν 5 φορές υποψήφιος.
Κριτικός: Δημήτρης Κωνσταντίνου-Hautecoeur
Έκδοση Κειμένου: 6/1/2016
Αν το «Reservoir Dogs», το ενθουσιώδες κινηματογραφικό ντεμπούτο του Quentin Tarantino, ήταν γουέστερν, τότε μάλλον θα έμοιαζε κάπως σαν τους «Μισητούς Οκτώ». Αν και δεν είναι απόλυτα σαφές σε ποιους «οκτώ» αναφέρεται ακριβώς ο τίτλος, το καινούριο, πολύπαθο φιλμ του αγαπημένου Αμερικανού παρατηρεί την ένταση που αναδύεται μέσα σε μια ετερόκλητη ομάδα ανθρώπων (με κρυμμένα, φυσικά, μυστικά) εγκλωβισμένων σε μια καλύβα κατά τη διάρκεια μιας χιονοθύελλας. Ο ρυθμός είναι αργός, οι διάλογοι εκτενείς και η διάρκεια μεγάλη, μα η ώρα περνά χωρίς να το καταλάβεις, παρόλο που ένας απαίδευτος σινεφιλικά ή «ταραντινικά» θεατής ίσως αργήσει να αισθανθεί οικεία.
Αν, πάντως, μια αχρείαστη μεγαλομανία δεν ανάγκαζε την ταινία να αγγίξει (και, στην πρωτότυπη εκδοχή που δεν προβάλλεται στη χώρα μας, να ξεπεράσει) την ήδη «επική» διάρκεια του προ τριετίας «Django, ο Τιμωρός», το φιλμ ίσως να αποτελούσε μία από τις σπουδαιότερες στιγμές στην ταραντινική φιλμογραφία. Κι αυτό γιατί ο 52χρονος δημιουργός δεν διστάζει να χαμηλώσει τις ταχύτητες, να επενδύσει στον μινιμαλισμό, να χρησιμοποιήσει απολαυστικά στοιχεία «whodunit» μυστηρίου, αλλά και να καταπιαστεί ουσιωδώς με πραγματικά σοβαρές, διαχρονικές προβληματικές. Το χιούμορ παραμένει άφθονο, το αίμα επίσης, και, παρότι πλέον μπορεί να αισθανθεί κανείς έναν ελαφρώς επιτηδευμένο μηχανισμό πίσω από τους διαλόγους, μόλις οι χαρακτήρες βρεθούν κλεισμένοι στο απειλητικό καταφύγιο και η ιστορία πάρει οριστικά τον δρόμο της, το ίδιο συμβαίνει και με τα λόγια τους.
Ενώ όμως υπάρχουν εντός του στιγμές αληθινού κινηματογραφικού μεγαλείου, το φιλμ στο σύνολό του αποδεικνύεται μία από τις λιγότερο εμπνευσμένες ταραντινικές δημιουργίες. Κάτι που γίνεται αισθητό κατά την τελευταία ώρα του, όπου ένα αχρείαστα μεγάλο φλας-μπακ επεξηγεί τα αυτονόητα και το φινάλε θολώνει ακόμα περισσότερο (σε πρώτη ανάγνωση, τουλάχιστον) την ήδη ασαφή σεναριακή κατεύθυνση. Η ταινία ολοκληρώνεται στα ασφαλή και γνωστά, έχοντας αφήσει εκπλήξεις και ευρηματικότητα μισό σενάριο πίσω.
Κι όμως, τελικά η αρετή των «Μισητών Οκτώ» δεν βρισκόταν ποτέ στις προσδοκώμενες ανατροπές και το όποιο μυστήριο. Ό,τι επιφανειακά φαντάζει αποπροσανατολισμένο και ανολοκλήρωτο αποκτά εστίαση και συνοχή σε δεύτερο επίπεδο, μέσω των κοινωνικοπολιτικών διαστάσεων της ιστορίας τις οποίες ο Tarantino θέτει ίσως για πρώτη φορά ως βασικό κεντρικό άξονα, αν όχι αυτοσκοπό. Τα πάντα λαμβάνουν χώρα ως ένας απόηχος του εμφυλίου πολέμου και στα πλαίσια ακατάσχετου μίσους, γεγονός που καθρεφτίζεται μονίμως στις δύο χαρακτηριστικότερες εμμονές του δημιουργού: το διάλογο και τη βία. Το νοηματικό βάρος που αυτές κατά συνέπεια αποκτούν διαψεύδει τις κατηγορίες περί βερμπαλισμού και ανούσιου στυλιζαρίσματος αντίστοιχα. Η αλληλεπίδραση ανάμεσα στους «μισητούς» χαρακτήρες δεν βασίζεται ποτέ σε καθαρά προσωπικές σχέσεις, αλλά πάντα καθοδηγείται από ερεθίσματα κοινωνικοπολιτικού χαρακτήρα (δικαιοσύνη, φυλετικός ρατσισμός, τα στρατόπεδα του εμφυλίου, ο σεβασμός που προκαλεί ένα γράμμα από τον Αβραάμ Λίνκολν), συνθέτοντας σχεδόν μια κοινωνική μικρογραφία. Και ο τρόπος που Tarantino αποτυπώνει την κοινωνία (χωρίς χρονικούς προσδιορισμούς) είναι με τα χέρια της βουτηγμένα στο αίμα. Χτισμένη εξ ορισμού μέσα από βία και μίσος. Μέχρι και το μεγαλύτερο θρησκευτικό της σύμβολο (ο σταυρωμένος Ιησούς) μοιάζει να χρησιμοποιείται σημειολογικά για να εκφράσει τα παραπάνω. Στα πλαίσια αυτά, η απολαυστικά γκροτέσκα και «κάφρικα» τραβηγμένη ταραντινική βία, που ο «Django» διαχώριζε λεπτά όσο και εύστοχα από την ενοχλητική πραγματική βία του ιστορικού-κοινωνικού context, φαντάζει πλέον μια ακραία προέκταση αυτής. Και όταν το αιματοκύλισμα παίρνει το πάνω χέρι, η προβληματική εξακολουθεί να διακρίνεται πίσω από το κόκκινο, σατιρίζοντας εύστοχα τη βλακώδη, όσο κι εγγενή ανθρώπινη βιαιότητα.
Τελικά, μπορεί το απολαυστικό τελευταίο πόνημα του Quentin Tarantino να ανήκει στις λιγότερο εμπνευσμένες και μεστές κινηματογραφικά στιγμές του, μα αποτελεί επίσης μια ουσιώδη σάτιρα της διαχρονικής βίας σε κοινωνικοπολιτικό επίπεδο, που δικαιολογεί και, εν πολλοίς, εξισορροπεί την κατά τ` άλλα αισθητή ανισότητά του.
Βαθμολογία:
Κριτικός: Φίλιππος Χατζίκος
Έκδοση Κειμένου: 7/1/2016
Αν μια κατάσταση είναι αδύνατο να προκαλέσει το άκουσμα του ονόματος του Κουέντιν Ταραντίνο είναι αδιαφορία. Ορκισμένοι φαν και θανάσιμοι εχθροί, άνθρωποι που αισθάνονται ότι πρόκειται για έναν εραστή του κινηματογράφου και βρίσκουν στις ταινίες του καταφύγιο των δικών τους δημιουργικών σκέψεων και άλλοι που βλέπουν στο πρόσωπό του έναν βάνδαλο του φιλμ με οξύ εθισμό στη βία, όλοι οι κινηματογραφόφιλοι είναι ενήμερο για κάθε σχέδιο του αμερικανού δημιουργού. Οι «Μισητοί 8» είναι ένα καθόλα γνήσιο τέκνο της φαντασίας του: περιέχει όλα εκείνα τα στοιχεία που γεμίζουν τις ψυχές των οπαδών του με ευφορία και όλα εκείνα που του επισύρουν οι διαφωνούντες.
Στο μετεμφυλιακό Γουαϊόμινγκ, ένας κυνηγός επικηρυγμένων μεταφέρει μια μελλοθάνατη φόνισσα ενώ μαίνεται η έκρηξη του χιονιά. Στον δρόμο περιμαζεύει έναν νέγρο συνάδελφο και έναν ρατσιστή λευκό που διατείνεται ότι είναι ο νέος σερίφης της πόλης προς την οποία οδεύουν. Όταν πια το ταξίδι καθίσταται αδύνατο, βρίσκουν καταφύγιο στο πρώτο οικείο μαγαζί που συναντούν και προς έκπληξή τους συναντούν μέσα έναν βρετανό δήμιο, έναν καουμπόι, έναν απόστρατο στρατηγό και έναν Μεξικανό που υποστηρίζει ότι αντικαθιστά την ιδιοκτήτρια. Το νήμα της πλοκής στη συνέχεια αποκτά χαρακτηριστικά μυστηρίου καθώς η ετερόκλητη ομάδα μυρίζει καχυποψία από χιλιόμετρα.
Ο καλοπροαίρετος παλιομοδίτης Ταραντίνο σκηνοθετεί πιο θεατρικά από ποτέ, κάνοντας τούτο το γουέστερν να θυμίζει έντονα το Reservoir Dogs, χωρίς βέβαια ποτέ να ανακυκλώνεται, καθώς η αισθητική διαφέρει ολότελα. Ο πάντα παρών φόρος τιμής στα B-movies δε θα μπορούσε να λείπει και μάλιστα πλέκεται και με την αλά Αγκάθα Κρίστι εξέλιξη της πλοκής, δημιουργώντας ένα αποτέλεσμα απροσδόκητα ταιριαστό όσο και ιδιαίτερο. Οι ταραντινικές συμβάσεις, αν μπορεί βέβαια να νοηθεί κάτι τέτοιο, υπάρχουν επίσης εν αφθονία, αφού το αίμα ρέει άφθονο στα περισσότερα πλάνα και το γέλιο προκαλείται με το γνωστό αβίαστο τρόπο. Αυτό που κάνει την εν λόγω ταινία να ξεχωρίζει είναι ότι βασίζεται απόλυτα στον θεατρικό της χαρακτήρα, ο οποίος παρουσιάζεται απολύτως καλοδουλεμένος, σ’ ένα σύνολο το οποίο απαιτεί πολύ περισσότερες της μιας θεάσεις για να γίνουν αντιληπτές όλες οι λεπτομέρειες. Φυσικά, στα απολύτως θετικά βαραίνει και η σπουδαία μουσική επένδυση δια χειρός του θαυματοποιού Ένιο Μορικόνε.
Αν σ` ένα πράγμα είναι δύσκολο να αμφισβητηθεί ο Ταραντίνο, είναι η ποιότητα των χαρακτήρων του. Όπως αναμενόταν, και η παρούσα ταινία περιέχει ένα εκρηκτικό σύνολο χαρακτήρων, οι οποίο εκπληρώνουν στην εντέλεια την υπόσχεση του τίτλου, αφού είναι απόλυτα μισητοί, ενώ και ερμηνευτικά, όλοι αποδίδουν τα μέγιστα, ως φιγούρες εξωπραγματικά γκροτέσκ που διαθέτουν μια ηχηρή δόση αλήθειας στον πυρήνα τους.
Μέσα από τον αφελή εγωκεντρισμό τους, ο αμερικανός σκηνοθέτης αποδοκιμάζει τη χώρα του τόσο έντονα που σχεδόν προκαλεί αμηχανία. Κατηγορεί την αμερικανική κουλτούρα ότι φέρει ακόμα τα επονείδιστα μίση του εμφυλίου και δυστυχώς, τις περισσότερες φορές, η πραγματικότητα έρχεται να τον επιβεβαιώσει. Όσο και αν ντύνει με κωμικό μανδύα την άποψη του, αυτή παραμένει σαφής και αιχμηρότατη, συνεχίζοντας ένα εξαιρετικά καλοδεχούμενο σερί έντονης κινηματογραφικής πολιτικοποίησης που μοιάζει σαν απολύτως φυσικό σημάδι καλλιτεχνικής ωρίμανσης του δημιουργού.
Ακόμα και αν η εν λόγω ταινία μοιάζει να απευθύνεται σε ήδη μυημένο κοινό, είναι το λιγότερο αξιόλογη προσθήκη στην απαστράπτουσα φιλμογραφία του Ταραντίνο. Χωρίς καμία βιασύνη και με ρυθμό αργό και διεισδυτικό, ο αγαπημένος αναιδής κινηματογραφιστής χαιρετάει ειρωνικά τον καθωσπρεπισμό της υψηλής διανόησης, ενώ παράλληλα στέκει αυστηρότατος απέναντι στην έτοιμη να ξεπλύνει κάθε κοινωνική βία αμερικανική κοινωνία, συνεχίζοντας μια πορεία που έχει από καιρό καταστεί τόσο βαθύτατα προσωπική όσο και μαζικά απευθυντέα. Το ότι θα χειριζόταν με άνεση τις νόρμες του γουέστερν ήταν βέβαιο, αλλά η άρνηση του να περιοριστεί από αυτές προκαλεί θαυμασμό και προσδίδει μια αύρα έξαλλης ελευθερίας στο έργο που ο σύγχρονος κινηματογραφικός κόσμος μοιάζει να έχει ανάγκη όλο και περισσότερο.
Βαθμολογία: