Νότια Κορέα και Ιαπωνία, δεκαετία του 1930. Οι ζωές τεσσάρων ανθρώπων εμπλέκονται με ανεξέλεγκτες διαστάσεις. Μια ευγενής κυρία που κληρονόμησε μια περιουσία, ένας απατεώνας κόμης που κυνηγάει την περιουσία της, μια νεαρή πορτοφολού που προσλαμβάνεται από την ευγενή, και ο θείος της λαίδης που κάνει ό,τι μπορεί για να την προσέχει.

Σκηνοθεσία:

Chan-wook Park

Κύριοι Ρόλοι:

Min-hee Kim … λαίδη Hideko

Tae-ri Kim … Sook-Hee

Jung-woo Ha … κόμης Fujiwara

Jin-Woong Cho … θείος Kouzuki

Hae-sook Kim … Δις Sasaki

So-Ri Moon … η θεία

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Chan-wook Park, Seo-kyeong Jeong

Παραγωγή: Syd Lim, Chan-wook Park

Μουσική: Yeong-wook Jo

Φωτογραφία: Chung-hoon Chung

Μοντάζ: Jae-Bum Kim, Sang-beom Kim

Σκηνικά: Seong-hie Ryu

Κοστούμια: Sang-gyeong Jo

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Πολύ θετική.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: Ah-ga-ssi
  • Ελληνικός Τίτλος: Η Υπηρέτρια
  • Διεθνής Τίτλος: The Handmaiden

Σεναριακή Πηγή

  • Μυθιστόρημα: Fingersmith της Sarah Waters.

Κύριες Διακρίσεις

  • Βραβείο Bafta ξενόγλωσσης ταινίας.
  • Βραβείο δεύτερου γυναικείου ρόλου (So-Ri Moon), πρωτοεμφανιζόμενης ηθοποιού (Tae-ri Kim), σκηνικών και κοστουμιών στα Ασιατικά Βραβεία. Υποψήφιο για σενάριο και μοντάζ.
  • Συμμετοχή στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ Κανών. Queer φοίνικας και τεχνικό βραβείο για τα σκηνικά.

Παραλειπόμενα

  • Βασίζεται στο μυθιστόρημα Fingersmith του 2002, το οποίο τοποθετείται στο Λονδίνο του 19ου αιώνα. Το 2005 είχε μεταφερθεί από την Aisling Walsh σε ομώνυμη μίνι σειρά για το BBC. Πρωταγωνίστριες ήταν η Sally Hawkins, Elaine Cassidy και η Imelda Staunton.
  • Ο κορεατικός τίτλος μεταφράζεται ως “η λαίδη”, ενώ ο διεθνής προτίμησε να αναφέρεται στην υπηρέτρια.
  • Πριν ξεκινήσουν τα γυρίσματα, ο σκηνοθέτης έστειλε το σενάριο στη Sarah Waters για να το κρίνει. Εκείνη δήλωσε πως της άρεσε, αλλά προτιμούσε να αναφέρεται ότι αυτό “εμπνεύστηκε από” και όχι βασίστηκε στο βιβλίο της.
  • Για τον ρόλο που πήγε στην πρωτοεμφανιζόμενη Tae-ri Kim πέρασαν από οντισιόν περίπου 1.500 κοπέλες.
  • Η έπαυλη Moroto Seiroku στην Ιαπωνία χρησιμοποιήθηκε για τα εξωτερικά σκηνικά της βίλλας του θείου Κουζούκι, σε συνδυασμό με CGI. Το κτήριο υπάρχει εκεί από το 1913.
  • Διεθνής εμπορική επιτυχία, με 38,6 εκατομμύρια δολάρια εισπράξεις, κι ενώ το φιλμ κόστισε 8,8. Ήδη πριν την πρεμιέρα στις Κάνες, η CJ Entertainment είχε προπωλήσει την ταινία σε 116 χώρες, συμπεριλαμβανομένων των Amazon Studios για την αμερικανική διανομή.
  • Το extended-cut διαρκεί 168 λεπτά.

Κριτικός: Νάνσυ Μιχαηλίδου

Έκδοση Κειμένου: 23/5/2016

Ο πολυβραβευμένος σκηνοθέτης της «Τριλογίας της Εκδίκησης» (Συμπάθεια για τον Κύριο Εκδίκηση, Oldboy, Η Εκδίκηση μιας Κυρίας), Τσαν-Γουκ Παρκ, μετά από μια αμερικανική απόπειρα το 2013, επιστρέφει στην έδρα του με την «Υπηρέτρια», ένα ρομαντικό δράμα μυστηρίου, εμπνευσμένο από το μυθιστόρημα «Fingersmith» της βρετανίδας συγγραφέως Σάρα Γουότερς. Ο Τσαν-Γουκ Παρκ έχει κερδίσει το Μεγάλο Βραβείο της Επιτροπής των Καννών το 2003 με το Oldboy, ενώ έξι χρόνια μετά έχει φύγει από την Κρουαζέτ με τον βραβείο της Επιτροπής με τη Δίψα του, μια ταινία που μοιράστηκε το βραβείο με το Fish Tank της Άντρεα Άρνολντ.

Αυτή τη φορά, έχοντας ως επίκεντρο τους τέσσερις πρωταγωνιστές του, ο Τσαν-Γουκ Παρκ στήνει για πρώτη φορά την ιστορία του στο πλαίσιο μιας ταινίας εποχής, δουλεύοντας ξανά με γνώριμους συνεργάτες στη διεύθυνση φωτογραφίας και στον σχεδιασμό παραγωγής. Η υπόθεση της νέας του ταινίας μεταφέρεται στην Κορέα του 1930, την περίοδο της ιαπωνικής κατοχής. Η υπηρέτρια του τίτλου είναι η Σούκι, μια νεαρή κοπέλα που προσλαμβάνεται από μια ιαπωνέζα κληρονόμο (Χιντέκο), που ζει μια μοναχική ζωή σε ένα μεγάλο κτήμα με τον αυταρχικό θείο της (Κουζούκι). Η υπηρέτρια όμως κρύβει ένα μυστικό, καθώς μέχρι πρόσφατα ήταν μια πορτοφολού, την οποία μάζεψε ένας απατεώνας δούκας, με σκοπό να τον βοηθήσει να αποπλανήσει την κληρονόμο ώστε να της κλέψει την περιουσία και να την κλείσει σε ψυχιατρείο. Τα πράγματα φαίνεται να προχωρούν βάσει σχεδίου, μέχρι τη στιγμή που η Σούκι και η Χιντέκο θα ανακαλύψουν κάποια απρόσμενα συναισθήματα.

Όλα αυτά συνοψίζουν το πρώτο μέρος της ιστορίας, το οποίο θα χαρακτηρίζαμε ως ένα άνισο παραμύθι με αναμενόμενο τέλος. Βέβαια, ποιος έχασε την ισορροπία του για να τη βρει ο Παρκ, που παντρεύει την ατμόσφαιρα μυστηρίου – καθώς και μια αθώα ερωτική σκηνή υπέρμετρου αισθησιασμού – με μικρές δόσεις χιούμορ σε ακατάλληλες στιγμές, αποπνέοντας σουρεαλισμό. Έλα όμως που ακολουθούν άλλα δύο μέρη; Κι εκεί που τελειώνει το πρώτο μέρος, κι αναρωτιέσαι πού το πάει ο Παρκ, έρχεται ένα δεύτερο μέρος, πιο σκοτεινό και διαστροφικό, παράλληλα όμως αισθησιακό με αρκετές ανατροπές και μυστήριο, που έρχεται για να παρουσιάσει μια άλλη προοπτική της πρώτης ιστορίας. Η ταινία θα μπορούσε να τελειώσει εδώ, ωστόσο προστέθηκε ένα τρίτο φλύαρο μέρος, για να προσφέρει στους αχόρταγους θεατές ακόμα περισσότερες επεξηγήσεις, αλλά κι ένα τέλος που δεν αφήνει αναπάντητο κανένα ερώτημα για το τι απέγιναν οι ήρωες της ιστορίας.

Όλα τα παραπάνω σερβίρονται μέσα από το πρίσμα μιας αξιοθαύμαστης παραγωγής (CJ Entertainment) που πραγματικά αποτελεί έναν οπτικό παράδεισο. Η κινηματογράφηση, τα σκηνικά και τα κοστούμια βρίσκονται στα καλύτερά τους, κάτι που καλομαθαίνει μεν τον θεατή στα 140 λεπτά της διάρκειας της ταινίας, ωστόσο όμως δεν υποστηρίζεται εξίσου από την ουσία. Οι συνεχείς ανατροπές και νέες πληροφορίες παραπέμπουν σε μια σαπουνόπερα γύρω από μια ιστορία αποπλάνησης και προδοσίας, πασπαλισμένη με αθώες και τολμηρές ερωτικές σκηνές καθώς και με μικρές δόσεις χιούμορ. Στο σύνολό του, ένα hardcore ανθολόγημα γύρω από την αθωότητα και την διαστροφή, που με την εμφάνιση ενός γιγάντιου χταποδιού μας υπενθυμίζει με τον καλύτερο τρόπο ότι ο Παρκ ξέρει να τιμά το ένδοξο παρελθόν του. Τολμηρό; Για τον Τσαν-Γουκ Παρκ όχι και τόσο…

Βαθμολογία:


Κριτικός: Σταύρος Γανωτής

Έκδοση Κειμένου: 6/3/2018

Υπάρχουν σπάνιες περιπτώσεις στην τέχνη, που ενώ παρατηρείς ακόμα και με ευκολία κάποια ελαττώματα, δεν μπορείς παρά να τα συγχωρέσεις και να τα αποδεχτείς ως ασήμαντες παρατυπίες. Πιο απλά, ο Chan-wook Park επανέρχεται στις δόξες του Oldboy. Και ποιος άλλος θα μπορούσε να παντρέψει ένα τόσο ψυχαγωγικό σινεμά με την υψηλή τέχνη, από τον τρομερό αυτό Κορεάτη.

Ο Park μεταφράζει ένα μυθιστόρημα που τοποθετούνταν στην Αγγλία του 19ου αιώνα, εγκλωβίζοντας το σε ένα παραμυθένιο σκηνικό μιας απομονωμένης έπαυλης στην κατεχόμενη από τους Ιάπωνες Κορέα. Αυτό το μέρος θα γίνει μάρτυρας λεσβιακού αισθησιασμού, δολοπλοκιών, σεξουαλικών φαντασιώσεων, αποκάλυψης μυστικών, διαστροφής. Αλλά ο δημιουργός δεν επαναπαύεται στην αδιαμφισβήτητα και μέχρι και την έσχατη λεπτομέρεια ανομολόγητη ομορφιά των εικόνων του. Αφηγείται σε τρεις πράξεις κι έναν επίλογο μια ιστορία που βρίθει από ανατροπές. Κι ενώ αυτές κάποιους θα τους εκπλήξουν, κάποιους πάλι ίσως τους φανούν ως μέσο εύκολου εντυπωσιασμού, είναι ο τρόπος αφήγησης τους αλά Ρασομόν που κάνει τη διαφορά, με τη μία ιστορία να αναιρεί την άλλη. Ένα πρώτης τάξης μάθημα περί αντικειμενικότητας και υποκειμενικότητας, όπου η αλήθεια είναι πάντα σχετική, αναλόγως από την οπτική που έχεις προς αυτήν. Βέβαια, σε όλες αυτές τις περιπτώσεις συνηθίζεται η ανισότητα ανάμεσα στις επιμέρους ιστορίες, και είναι αλήθεια ότι είναι η πρώτη, η πλέον λιτή, που κερδίζει το συναίσθημα του θεατή. Αλλά το έργο, από εκεί και πέρα, δεν μειώνει ποτέ την αξία του σε σημείο που να αφαιρεί από τη γενική του ποιότητα, ακόμα κι αν σε σημεία τείνει προς τη σκοτεινή κωμωδία, κρατώντας, παρά το βαρύ θέμα του, έναν έντονα ψυχαγωγικό χαρακτήρα. Αλλά και ως προς αυτό, διατηρεί πάντα μια κομψότητα, μια ιδιαιτερότητα ύφους.

Γενικά, η ταινία του Park απευθύνεται σε ιδιαίτερα γούστα, αλλά την ίδια ώρα και στον καθένα ενήλικα. Κι αυτό επειδή βρίσκει το κουμπί να χτυπήσει τον θεατή όχι εκεί που πονάει, αλλά εκεί που θέλει να πονέσει…

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

14 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *