Ο Π.Τ. Μπάρουμ ζει στο Κονέκτικατ κατά τις αρχές του 18ου αιώνα και η τύχη δεν φαίνεται να τον θέλει. Αυτό μέχρι τη στιγμή που τα κατάλληλα άτομα εμπλέκονται στη ζωή του, για να καταλήξει στο να διαμορφώσει κάτι το μοναδικό. Θα γίνει αυτός που ανακάλυψε το τσίρκο όπως το ξέρουμε ακόμα σήμερα, με την άμεση επιτυχία του περιοδεύον «Ringling Bros. and Barnum & Bailey Circus» του.
Σκηνοθεσία:
Michael Gracey
Κύριοι Ρόλοι:
Hugh Jackman … P.T. Barnum
Zac Efron … Phillip Carlyle
Michelle Williams … Charity Hallett-Barnum
Rebecca Ferguson … Jenny Lind
Zendaya … Anne Wheeler
Keala Settle … Lettie Lutz
Yahya Abdul-Mateen II … W.D. Wheeler
Natasha Liu Bordizzo … Deng Yan
Paul Sparks … James Gordon Bennett
Sam Humphrey … Charles Stratton
Austyn Johnson … Caroline Barnum
Cameron Seely … Helen Barnum
Damian Young … Κος Winthrop
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Jenny Bicks, Bill Condon
Στόρι: Jenny Bicks
Παραγωγή: Peter Chernin, Laurence Mark, Jenno Topping
Μουσική: John Debney, Joseph Trapanese
Φωτογραφία: Seamus McGarvey
Μοντάζ: Tom Cross, Robert Duffy, Joe Hutshing, Michael McCusker, Jon Poll, Spencer Susser
Σκηνικά: Nathan Crowley
Κοστούμια: Ellen Mirojnick
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Μέτρια.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: The Greatest Showman
- Ελληνικός Τίτλος: The Greatest Showman
Κύριες Διακρίσεις
- Υποψήφιο για Όσκαρ τραγουδιού (This is Me).
- Χρυσή Σφαίρα τραγουδιού (This is Me). Υποψήφιο για καλύτερη ταινία (κωμωδία/μιούζικαλ) και για πρώτο αντρικό ρόλο (Hugh Jackman) στην ίδια κατηγορία.
Παραλειπόμενα
- Ο Hugh Jackman δήλωσε πως για αυτόν το φιλμ αποτελούσε ένα ονειρικό σχέδιο από το 2009. Κι αυτό είχε γεννηθεί μέσα από την απονομή των Όσκαρ, όπου ως οικοδεσπότης ο Jackman είχε συγκριθεί με τον P.T. Barnum από τους παραγωγούς Laurence Mark και Bill Condon. Καθόλου σύμπτωση δεν ήταν ότι άμεσα είχε προσληφθεί η Jenny Bicks για το σενάριο, όντας η κειμενογράφος της απονομής εκείνης.
- Στις αρχές του 2016, το καστ είχε μαζευτεί μπροστά στα στουντιακά στελέχη, ώστε να ερμηνεύσουν καθιστοί τους ρόλους τους και να πάρουν το πολυπόθητο πράσινο φως για την έναρξη της παραγωγής. Ο ρόλος του Καρλάιλ δεν είχε ακόμα δοθεί, και τη θέση του υποκαθιστούσε ο επαγγελματίας τραγουδιστής Jeremy Jordan. Μία ημέρα όμως πριν, ο Jackman πέρασε από χειρουργείο για τη ρινική του κοιλότητα και δεν ήταν δυνατόν να συμμετέχει τραγουδιστικά, με τον Jordan να αναλαμβάνει να τον συμπληρώνει κι αυτόν όταν χρειάζονταν. Όταν ήρθε η ώρα του τραγουδιού From Now On, ο Jackman παράκουσε τους γιατρούς, και ξεκίνησε να τραγουδάει μαζί με τον Jordan. Αυτό το συναισθηματικά έντονο γεγονός ήταν εξαιρετικά κρίσιμο για να πάρει η παραγωγή το πράσινο φως.
- Σκηνοθετικό ντεμπούτο στον κινηματογράφο για τον Michael Gracey, μετά από θητεία στον χώρο του βίντεο-κλιπ και των ψηφιακών εφέ.
- Για τον ρόλο της Τζένι, υποψήφιες ήταν οι Carey Mulligan, Ellen Page. Ο ρόλος, παρά ταύτα, γράφτηκε με την Anne Hathaway κατά νου.
- Τον Μάιο του 2017, το «Ringling Bros. and Barnum & Bailey Circus» έκλεισε πόρτες για πάντα, λόγω χαμηλής προσέλευσης κοινού και διαμαρτυριών από ενώσεις προστασίας ζώων.
- Με κόστος 84 εκατομμύρια δολάρια, το φιλμ έφτασε να εισπράξει 434,9. Αυτό ήταν το πέμπτο υψηλότερο σκορ όλων των εποχών για ζωντανό μιούζικαλ.
- Το 2018 βγήκε για περιορισμένο διάστημα σε κάποια IMAX μια sing-along εκδοχή, κάτι που η Disney είχε κάνει και με το Πεντάμορφη και το Τέρας του 2017.
Μουσικά Παραλειπόμενα
- Όλα τα τραγούδια γράφτηκαν από τους Benj Pasek, Justin Paul, εκτός από το The Greatest Show που συμμετείχε κι ο Ryan Lewis.
- Το σάουντρακ είχε μεγάλη επιτυχία, πηγαίνοντας στο νούμερο ένα των άλμπουμ σε Αμερική, Αγγλία και πολλές άλλες χώρες. Από τα τραγούδια ξεχώρισε πρώτο το This Is Me (από την Keala Settle) και δεύτερο το Rewrite the Stars (ερμηνευμένο από τον Zac Efron και τη Zendaya). Οι υπόλοιποι τίτλοι είναι οι: A Million Dreams / Come Alive / The Other Side / Never Enough / Tightrope / From Now On.
- Το 2018 κυκλοφόρησε και το The Greatest Showman: Reimagined. Πρόκειται για τα ίδια τραγούδια του αρχικού σάουντρακ, αλλά αυτή τη φορά ερμηνευμένα από διαφορετικούς καλλιτέχνες, όπως οι: James Arthur, Anne-Marie, Sara Bareilles, Kelly Clarkson, Kesha, Pink και Missy Elliott. Τέσσερα από τα κομμάτια αυτά κυκλοφόρησαν και σε σινγκλ.
Κριτικός: Σταύρος Γανωτής
Έκδοση Κειμένου: 24/11/2018
Με τις μνήμες να γυρίζουν στο «Όγδοο Θαύμα» του Cecil B. DeMille, το πρώτο που αναγνώνεται εδώ είναι η έλλειψη ενήλικης προσέγγισης. Δεν χρειάζονταν αυτή η τόσο ντισνεϊκή οπτική για να φτιάξεις κάτι μεγαλόπνοο που ταυτόχρονα θα δουλέψει μέσα στις γιορτές, ιδίως όταν αναφέρεσαι σε αληθινά πρόσωπα και πράγματα που αναζητούν εδώ την πρώτη τους οπτικοποίηση επί της έβδομης τέχνης. Αλήθεια, τώρα, ρίχνεις τόσα χρήματα και τοποθετείς στη σκηνοθεσία κάποιον Michael Gracey, με μόνη σοβαρή προϋπηρεσία κάποια πετυχημένα χριστουγεννιάτικα διαφημιστικά;
Αλλά ο πρώτος νόμος φυσικά δεν είναι να κρίνεις κάτι με γνώμονα το τι θα έπρεπε να είναι, αλλά με αυτό που είναι. Και το φιλμ εντέλει, μέσα σε όλη του την αβάστακτη αθωότητα, έχει κάποιες αρετές που σε κάνουν να μη φύγεις από την αίθουσα με νεύρα. Διαγνώνουμε, εν πρώτοις, μια ικανότητα στον Gracey να πλάθει εικόνες. Πράγματι, εκτός του ότι γενικά η ταινία παρέχει καλή φωτογραφία, έχουμε και μερικά στιγμιότυπα που φωτογραφικά αξίζουν να τα δεις. Δουλεύει πολύ με την αργή κίνηση, κάτι δημιουργικά επικίνδυνο, αλλά πετυχαίνει να μην εξοκείλει τελείως την εικόνα του στο βίντεο-κλιπ. Μπορεί συγκρίσιμα να είναι κατώτερο από τις εξτραβαγκάνζες του Baz Luhrmann, αλλά ευτυχώς δεν δοκίμασε να το πάει τελείως προς τα εκεί, μια και το σενάριο είναι πολύ αθώο για να άντεχε κάτι τέτοιο. Κατά δεύτερον, οι ερμηνείες είναι μια χαρά: ο Hugh Jackman έχει πάρει τον αέρα των μιούζικαλ, ενώ όλοι μαζί οι υπόλοιποι δημιουργούν μια σεμνή εικόνα. Τέλος, τα τραγούδια είναι μεν εκτός τόπου και χρόνου, αλλά στη λογική και πάλι της Disney, ακούγονται ευχάριστα, ειδικά από ένα νεανικό κοινό με ποπ ακούσματα. Αυτόνομα, το «This is Me», που άλλωστε ξεχώρισε και στα βραβεία, είναι όντως ένα καλό κομμάτι, όπως και το «Never Enough».
Μέσα σε όλα αυτά, όμως, επιβάλλεται να προσπεράσεις την κάπως παράλογη απαίτηση της ταινίας να είναι μια βιογραφία με φόντο τον 19ο αιώνα, και τα τραγούδια-χορός να είναι του 21ου. Ειδικά στο «Never Enough» μπαίνεις κανονικά σε «τριπάκι», για να μην εκνευριστείς που δεν ακούς οπερέτα. Επίσης, μιλάμε για ένα σενάριο τόσο απλοϊκό ως γενική ιδέα, που θα μπορούσε να έχει γραφτεί για ελληνικό μελό των 1960. Ούτε φυσικά χαρακτήρες υπάρχουν, παρά μόνο γεγονότα που διαδέχονται το ένα το άλλο σε ένα χαλαρό, σχεδόν feel-good κλίμα, παρά τις δυσκολίες που παρουσιάζονται στους ήρωες. Είναι και η διάρκεια μικρή για τόσο πολυπρόσωπη ταινία, που ο καθένας από τους χαρακτήρες μοιάζει να χάνεται για κάμποση ώρα, μέχρι το σενάριο να τον ξαναθυμηθεί.
Μην αγχώνεστε, όμως. Παρότι η ταινία δεν είναι αυτό που ίσως υπόσχονταν οι παραγωγοί της, είναι ένα θέαμα που αφήνει καλά συναισθήματα με το πέρας της θέασης. Τα κάμποσα παραπτώματα του είναι σαν να ζητούν αυτόματα τη συγκαταβατικότητα του θεατή, με τον τελευταίο να πρέπει να είναι πολύ κακοδιάθετος για να τα βάψει μαύρα με όσα είδε. Επιβάλλεται όμως μαζί ένα καλό ηχητικό σετ, και μια οθόνη κάποιας παραπάνω ίντσας, αλλιώς όσοι δεν το είδαν σε αίθουσα, καλύτερα ας το προσπεράσουν για σιγουριά…
Βαθμολογία: