Δεκαετία του 1920, μεσοπόλεμος. Ο θυρωρός του διάσημου ξενοδοχείου Grand Budapest αναπτύσσει φιλία με έναν νεαρό υπάλληλο, ο οποίος γίνεται ο προστατευόμενος του. Στο ξενοδοχείο θα λάβει χώρα η κλοπή ενός αμύθητης αξίας πίνακα της Αναγέννησης, η διαμάχη για μια οικογενειακή περιουσία και οι αρχικά αργές, αλλά έπειτα καλπάζουσες εξελίξεις που θα μεταμορφώσουν την Ευρώπη σε αυτή την τόσο κρίσιμη περίοδο της ιστορίας.

Σκηνοθεσία:

Wes Anderson

Κύριοι Ρόλοι:

Ralph Fiennes … Κος Gustave H.

Tony Revolori … Zero Moustafa

F. Murray Abraham … Κος Moustafa (γηραιός)

Mathieu Amalric … Serge X.

Adrien Brody … Dmitri

Willem Dafoe … J.G. Jopling

Jeff Goldblum … υπαστυνόμος Vilmos Kovacs

Harvey Keitel … Ludwig

Tom Wilkinson … ο συγγραφέας

Jude Law … ο συγγραφέας (νεαρός)

Bill Murray … Κος Ivan

Edward Norton … Albert Henckels

Milton Welsh … Franz Muller

Saoirse Ronan … Agatha

Jason Schwartzman … Κος Jean

Lea Seydoux … Clotilde

Tilda Swinton … μαντάμ D.

Owen Wilson … Κος Chuck

Larry Pine … Κος Mosher

Bob Balaban … Κος Martin

Fisher Stevens … Κος Robin

Florian Lukas … Pinky

Karl Markovics … Wolf

Volker Michalowski … Gunther

Wallace Wolodarsky … Κος Georges

Waris Ahluwalia … Κος Dino

Lucas Hedges … βενζινοπώλης

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Wes Anderson

Στόρι: Wes Anderson, Hugo Guinness

Παραγωγή: Wes Anderson, Jeremy Dawson, Steven Rales, Scott Rudin

Μουσική: Alexandre Desplat

Φωτογραφία: Robert D. Yeoman

Μοντάζ: Barney Pilling

Σκηνικά: Adam Stockhausen

Κοστούμια: Milena Canonero

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Πολύ θετική.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: The Grand Budapest Hotel
  • Ελληνικός Τίτλος: Ξενοδοχείο Grand Budapest

Κύριες Διακρίσεις

  • Όσκαρ μουσικής, σκηνικών, κοστουμιών και μακιγιάζ/κομμώσεων. Υποψήφιο για καλύτερη ταινία, σκηνοθεσία, αυθεντικό σενάριο, φωτογραφία και μοντάζ.
  • Χρυσή Σφαίρα καλύτερης ταινίας στην κατηγορία κωμωδία/μιούζικαλ. Υποψήφιο για σκηνοθεσία, σενάριο και πρώτο αντρικό ρόλο (Ralph Fiennes) σε κωμωδία/μιούζικαλ.
  • Βραβείο Bafta σεναρίου, μουσικής, σκηνικών, κοστουμιών και μακιγιάζ/κομμώσεων. Υποψήφιο για καλύτερη ταινία, σκηνοθεσία, πρώτο αντρικό ρόλο (Ralph Fiennes), φωτογραφία, μοντάζ και ήχο.
  • Συμμετοχή στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ Βερολίνου. Μεγάλο βραβείο επιτροπής.
  • Καλύτερη ξένη ταινία στα David di Donatello.

Παραλειπόμενα

  • Η ταινία είναι αφιερωμένη στον Stefan Zweig (1881-1942), από τη συνολική δουλειά του οποίου προήλθε και η έμπνευση του σεναρίου. Κυριότερα έργα επιρροής είναι τα: η νουβέλα Twenty-Four Hours in the Life of a Woman (1927), τα μυθιστορήματα Beware of Pity (1939) και The Post Office Girl (1982), αλλά και η αυτοβιογραφία The World of Yesterday (1934-42).
  • Wes Anderson και Hugo Guinness εμπνεύστηκαν τον κεντρικό χαρακτήρα από έναν κοινό τους φίλο. Και πριν δεχτούν ως βασική επιρροή τους τον Stefan Zweig, σχεδίαζαν μια ιστορία που τοποθετούνταν στα σύγχρονη Γαλλία και Βρετανία.
  • Ο Johnny Depp ήταν αρχικά αυτός που ακούγονταν για το πρώτο ρόλο, αλλά αποδείχτηκε φήμη.
  • Η Angela Lansbury αντικαταστάθηκε από την Tilda Swinton, λόγω υποχρεώσεων στο θέατρο.
  • Ο Tony Revolori πήρε τον βασικό ρόλο του Ζερό στέλνοντας την οντισιόν του σε κασέτα. Ακολούθησαν τέσσερις μήνες πρόβας στο πλάι του Anderson. Αντίθετα, η γηραιά εκδοχή του ήρωα, ο F. Murray Abraham, χρειάστηκε να εργαστεί λιγότερο από μία εβδομάδα.
  • Ο διευθυντής φωτογραφίας Robert Yeoman μελέτησε το Μια Μέρα, Ένας Έρωτας (1981) του Francis Ford Coppola για να αντιληφθεί τις φωτογραφικές τεχνικές του Vittorio Storaro. Ως όπλο του είχε φιλμ 35 mm από το στοκ Kodak Vision3 200T 5213, και κάμερα Arricam Studio. Το κάδρο που προτιμήθηκε στο μεγαλύτερο κομμάτι ήταν το ακαδημαϊκό 1.37:1. Οι σύγχρονες όμως σκηνές είναι σε 1.85:1, και αυτές του 1968 σε 2.40:1 με αναμορφικούς φακούς Technovision.
  • Τα 300 πλάνα ειδικών εφέ πραγματοποιήθηκαν από δύο γερμανικές εταιρίες: τη LUXX Studios και τη Look Effects. Χρήση έγινε τεχνικών stop-motion, διπλοτυπιών και μινιατουρών (μία από τις τελευταίες ήταν το ξενοδοχείο Grand Budapest σε κλίμακα 1 προς 18).
  • Η μεγαλύτερη “ζωντανή” εμπορική επιτυχία του Anderson έφτασε σε κέρδη τα 172,9 εκατομμύρια δολάρια. Κόστισε, δε, 25.

Κριτικός: Σταύρος Γανωτής

Έκδοση Κειμένου: 19/12/2014

Δεν λείπουν τόσα πολλά από το φιλμ για να είναι το πιο ολοκληρωμένο ως τώρα του Wes Anderson, αλλά το πάμπλουτο υλικό που του χαρίζουν οι αφηγήσεις του Stefan Zweig έχει ένα ελάττωμα: για τα σημερινά δεδομένα είναι, φοβάμαι, προβλεπόμενο. Στην ουσία, αυτό που κυριολεκτικά απολαμβάνει ένας σινεφίλ είναι η διαδρομή, κι αυτή είναι τόσο δομικά και στις λεπτομέρειες προσεγμένη, που ξεχνάς να διατηρήσεις αγωνία για το φινάλε. Γιατί δεν μιλάμε και για κάποια ταινία που αποζητά να σου αποκαλύψει τρανά νοήματα κι έντονους συμβολισμούς, ακόμα κι αν το πεδίο δράσης προσφέρονταν για κάτι τέτοιο, αλλά να ψυχαγωγήσει όσους μπορούν να πιάσουν τη χιουμοριστική λογική του εν λόγω δημιουργού. Ο Anderson είναι μια λίγο τραβηγμένη μορφή του αδελφών Coen και του Jean-Pierre Jeunet. Όπως κι εκείνοι, μετράει την κάθε του σκηνή να ταιριάζει σε ένα ύφος που δεν μπορεί να «αντέξει» ο θεατής της συνηθισμένης κωμωδίας. Το «τραβηγμένο» δε σε αυτόν είναι το ότι σου επιβάλει είτε να μπεις στη λογική του, είτε σε πετάει τελείως εκτός, κάτι που δεν κάνουν οι «συγγενείς» του.

Το «Ξενοδοχείο Grand Budapest» είναι τοποθετημένο στον μεσοπόλεμο σε μια φανταστική αλλά τόσο γνώριμη περιοχή και είναι ένα κομψοτέχνημα εικόνας. Τόσο φωτογραφικά, όσο και από πλευράς σκηνικών, κοστουμιών, μακιγιάζ. Γενικά, η τεχνική επεξεργασία του φιλμ, υπό την παλέτα φυσικά του δημιουργού, συγγενεύει μονάχα με μεγάλες στιγμές του χώρου. Σε αυτήν, διάσημα πρόσωπα παρελαύνουν λες και κάνουν φιλική συμμετοχή (κάτι που παραπέμπει στο να είναι φόρος τιμής) μέσα σε κάδρα που τους καταπίνουν και τους αναπαράγουν ως μέλη πινάκων. Αλλά η ταινία δεν είναι του James Ivory, μα ενός απίθανου πλακατζή, ο οποίος χειρίζεται με τόσο παιχνιδιάρικο τρόπο όλα αυτά τα πανάκριβα υλικά του, που θα έλεγες ότι είναι ακόμα και θρασύς.
Η κωμωδία παράγεται τόσο στο σύνολο μιας προσηλωμένα ειρωνικής εικόνας, όσο και με τα λεκτικά ξεσπάσματα ανάμεσα σε κλασικές φόρμες. Εκεί που θα ακούσεις τον στοίχο ενός ποιήματος, εκεί ο Ralph Fiennes θα σε προσγειώσει με μια «χοντράδα». Ίσως μάλιστα είναι λιγότερο χιουμοριστικό από προηγούμενες ταινίες Anderson, ακριβώς επειδή ο σκηνοθέτης επιμένει στη σύζευξη μιας άψογης εικόνας με τον λόγο. Πηγαίνοντας δηλαδή για ένα βήμα ψηλότερα από ό,τι έχει ως τώρα παράγει, μετριάζει λιγάκι τις ατάκες του για να μην πνίξουν το ντεκόρ, αλλά πετυχαίνει ταυτόχρονα να μην πνίξει το ντεκόρ κι αυτές. Μια λεπτή ισορροπία και μια σκηνοθετική επιμέλεια που δυστυχώς σπανίζει από το σύγχρονο σινεμά ολοένα και περισσότερο, ιδίως των ΗΠΑ.

Αλλά μην ξεχάσουμε να αναφέρουμε και το απίθανο μουσικό πέπλο του Alexandre Desplat, που δεν ξέρεις αν θέλει να σε μαγέψει ή να σε κάνει να γελάσεις. Μιλάμε δηλαδή για μια ολοκληρωμένη σκηνοθετικά εμπειρία, με μοναδικό ελάττωμα το ότι η αρχική του πηγή είναι συνάμα λουκούμι και λαιμητόμος, που βέβαια μπορεί να παίζει στη mainstream κατηγορία διανομής, αλλά δεν απευθύνεται ισάξια σε όλα τα γούστα.

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

20 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *