Ο Μπέντζαμιν Μπράντοκ επιστρέφει σπίτι του αφού τελειώνει το κολέγιο αριστούχος. Αν και όλα τα χρόνια των σπουδών του ήταν γεμάτα επιτυχίες και επαίνους, στο ταξίδι του γυρισμού αισθάνεται απογοητευμένος. Ψάχνει ακόμα τι θα κάνει στην καινούργια του ζωή. Μετά από μια γιορτή που οργανώνουν οι γονείς του, η ελκυστική σύζυγος του φίλου και συνεταίρου του πατέρα του, του ζητάει να τη γυρίσει σπίτι γιατί λείπει ο άνδρας της ταξίδι και φοβάται να γυρίσει μόνη. Η κύρια Ρόμπινσον, όμως, δημιουργεί μεγάλη αναταραχή στον νεαρό Μπέντζαμιν προκαλώντας τον ερωτικά, με αποτέλεσμα αυτός να κανονίζει για το επόμενο ραντεβού σε ένα ωραίο ξενοδοχείο. Έτσι ξεκινάει μια διαφορετική ιστορία…
Σκηνοθεσία:
Mike Nichols
Κύριοι Ρόλοι:
Dustin Hoffman … Benjamin ‘Ben’ Braddock
Anne Bancroft … Κα Robinson
Katharine Ross … Elaine Robinson
William Daniels … Κος Braddock
Murray Hamilton … Κος Robinson
Elizabeth Wilson … Κα Braddock
Buck Henry … υπάλληλος ξενοδοχείου
Brian Avery … Carl Smith
Walter Brooke … Κος McGuire
Norman Fell … Κος McCleery
Alice Ghostley … Κα Singleman
Marion Lorne … Δις DeWitte
Kevin Tighe … Carter
Richard Dreyfuss … ένοικος οικοτροφείου
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Calder Willingham, Buck Henry
Παραγωγή: Lawrence Turman
Μουσική: Dave Grusin, Paul Simon
Φωτογραφία: Robert Surtees
Μοντάζ: Sam O’Steen
Σκηνικά: Richard Sylbert
Κοστούμια: Patricia Zipprodt
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Πολύ θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: The Graduate
- Ελληνικός Τίτλος: Ο Πρωτάρης
Άμεσοι Σύνδεσμοι
- Οι Φήμες Λένε… (2005)
Σεναριακή Πηγή
- Νουβέλα: The Graduate του Charles Webb.
Κύριες Διακρίσεις
- Όσκαρ σκηνοθεσίας. Υποψήφιο για καλύτερη ταινία, πρώτο αντρικό ρόλο (Dustin Hoffman), πρώτο γυναικείο ρόλο (Anne Bancroft), δεύτερο γυναικείο ρόλο (Katharine Ross), διασκευασμένο σενάριο και φωτογραφία.
- Χρυσή Σφαίρα καλύτερης ταινίας (κωμωδία/μιούζικαλ), σκηνοθεσίας, πρώτου γυναικείου ρόλου (Anne Bancroft) σε κωμωδία/μιούζικαλ, υποσχόμενου ηθοποιού (Dustin Hoffman) και υποσχόμενης ηθοποιού (Katharine Ross). Υποψήφιο για πρώτο αντρικό ρόλο (Dustin Hoffman) σε κωμωδία/μιούζικαλ, και σενάριο.
- Βραβείο Bafta καλύτερης ταινίας, σκηνοθεσίας, υποσχόμενου πρωταγωνιστή (Dustin Hoffman), σεναρίου και μοντάζ. Υποψήφιο για πρώτο γυναικείο ρόλο (Anne Bancroft) και υποσχόμενης πρωταγωνίστριας (Katharine Ross).
Παραλειπόμενα
- Το να κάνει την ταινία ο Mike Nichols ήταν ένα πλέον δύσκολο επίτευγμα για εκείνον. Ήδη επιτυχημένος για τις δουλειές του στο Μπρόντγουεϊ, αλλά ασήμαντος για το Χόλιγουντ, παρέμενε ως η μόνη επιλογή για τον παραγωγό Lawrence Turman, χωρίς όμως να βρίσκεται από πουθενά χρηματοδότηση. Όπως είχε πει ο παραγωγός, όλα τα στούντιο είχαν κλείσει τις πόρτες τους για τον ίδιο λόγο: δεν άρεσε σε κανέναν το βιβλίο. Ως “από μηχανής θεός” βρέθηκε ο Joseph E. Levine, που συμφώνησε βάλει χρήματα, έχοντας ήδη συνεργαστεί στο θέατρο με τον Nichols, αλλά και κυρίως επειδή είχε την πληροφορία πως η Elizabeth Taylor ήθελε τον συγκεκριμένο σκηνοθέτη για την κινηματογραφική μεταφορά της Βιρτζίνια Γουλφ.
- Πρώτη επιλογή του σκηνοθέτη για την Κα Ρόμπινσον ήταν η γαλλίδα σταρ Jeanne Moreau. Κι αυτό επειδή το κλισέ της εποχής ήθελε τις “έμπειρες” Γαλλίδες να εκπαιδεύουν ερωτικά τους νεότερους. Ανάμεσα στις υποψήφιες ήταν και η Doris Day, που όμως δεν το συζητούσε καν να πάρει έναν “γυμνό” ρόλο.
- Ο Dustin Hoffman, που ακόμα δεν είχε κάνει κινηματογραφικό ντεμπούτο, είχε καταφέρει να πάρει τον ρόλο του Φραντζ στο Αυτοί οι Τρελοί Τρελοί Παραγωγοί. Λίγο όμως πριν ξεκινήσουν τα γυρίσματα, ικέτευσε τον Mel Brooks να τον αφήσει ώστε να περάσει από οντισιόν για τον Πρωτάρη. Κι ενώ ήταν γεμάτος άγχος και δεν γέμιζε το μάτι, ο Nichols τον επέλεξε, ίσως και για την έντονη αμηχανία που επέδειξε στο δοκιμαστικό. Ο Hoffman αργότερα θα δηλώσει πως ήταν γενναίο εκ μέρους του σκηνοθέτη να προσλάβει έναν εβραίο ηθοποιό, κάτι που επιβεβαιώθηκε σε κριτικές που του επέκριναν -αντισημιτικά- είτε τη φωνή είτε τη μύτη. Ο μισθός του ήταν στα 20 χιλιάδες δολάρια, από τα οποία όμως έμειναν καθαρά στα χέρια του μόλις 4. Αφού τα ξόδεψε κι αυτά, μπόρεσε να μπει στο ταμείο ανεργίας και να νοικιάσει ένα δυάρι στο Μανχάταν, ξεκινώντας τη -γνωστή του- καριέρα.
- Οι κορυφαίες επιλογές για τον κεντρικό ρόλο ήταν οι Robert Redford, Warren Beatty και Charles Grodin. Ο μεν Beatty είχε εκείνη την εποχή το Μπόνι και Κλάιντ, ο Redford δεν έμοιαζε του σκηνοθέτη για “πρωτάρης”, ενώ ο Grodin βρήκε λίγα τα λεφτά του μισθού. Από τις οντισιόν πέρασε και ο νεαρός Harrison Ford, που όμως απορρίφθηκε. Στα υπόψιν έμειναν οι: Jack Nicholson, Steve McQueen, Anthony Perkins, George Hamilton, Keir Dullea, Brandon deWilde και Michael Parks.
- Anne Bancroft και Katharine Ross είχαν μόνο 8 χρόνια διαφορά ηλικίας, αλλά ερμηνεύουν τη μάνα και την κόρη.
- Ο διευθυντής φωτογραφίας Robert Surtees είχε πει ότι αναγκάστηκε εδώ να επιστρατεύσει όλα τα πάνω από 30 χρόνια εμπειρίας του για να φέρει εις πέρας τη δουλειά. Κι αυτό επειδή ο Mike Nichols, ακόμα και νέος στον χώρο, του ζητούσε δυσκολότερα πράγματα με την κάμερα από όσα είχε κάνει ποτέ στο σινεμά.
- Η τελική σκηνή του γάμου είχε ως άμεση επιρροή το φινάλε του Ο Ντροπαλός (Girl Shy) με τον Harold Lloyd. Ο σταρ του βωβού, μάλιστα, διετέλεσε ως σύμβουλος για τη σκηνή.
- Η ταινία είχε κοστίσει 3 εκατομμύρια δολάρια (μια καθαρά ανεξάρτητη παραγωγή), αλλά τα κέρδη της ήταν στα “ουράνια”. Υπολογίζονται σε 104,9 για τις ΗΠΑ, και ακόμα 85 από τις διεθνείς αγορές.
- Η θεατρική εκδοχή από τον Terry Johnson έγραψε κι αυτή μακρά ιστορία από το 2000 κι έπειτα. Ανάμεσα σε αυτές που ερμήνευσαν την Κα Ρόμπινσον, ήταν και τα ονόματα των: Kathleen Turner, Lorraine Bracco, Jerry Hall, Amanda Donohoe, Morgan Fairchild, Anne Archer, Vera Fischer, Patricia Richardson και Linda Gray.
- Ο Charles Webb είχε γράψει ένα σίκουελ μυθιστόρημα με τίτλο Home School. Λόγω όμως ενός κακού αρχικού συμβολαίου, αρνούνταν να το εκδώσει ολόκληρο. Αυτό συνέβη όταν πούλησε τα δικαιώματα του Πρωτάρη για την ταινία, όπου και παρέδωσε μαζί κάθε δικαίωμα για πιθανό σίκουελ. Η γαλλική Canal+, στην οποία κατέληξαν τα δικαιώματα της ταινίας, παρότι μπορούσε ανά πάσα στιγμή να κάνει κάποια κινηματογραφική συνέχεια, δεν το έπραξε, με τον συγγραφέα να καταφέρνει μέσω δικαστηρίων να κυκλοφορήσει στη Μεγάλη Βρετανία το 2007 το Home School.
- Το 2005 κυκλοφόρησε το Οι Φήμες Λένε του Rob Reiner, που έμμεσα -και μόνο- θα μπορούσε να θεωρηθεί μακρινό σίκουελ.
Μουσικά Παραλειπόμενα
- Η ταινία απογείωσε το όνομα των Simon & Garfunkel. Αρχικά τούς είχε ζητηθεί μονάχα η έγκριση της χρήσης του The Sound of Silence, μέχρι που ο Nichols αποφάσισε ότι δεν ήθελε αυθεντική μουσική, και τους συμπεριέλαβε στο σάουντρακ (κάτι το ασυνήθιστο τότε). Βέβαια, ο Dave Grusin έγραψε αυθεντικό σκορ για κάποια σημεία, αλλά ήταν τραγούδια όπως το Mrs. Robinson, το April Come She Will και το The Big Bright Green Pleasure Machine που καθόρισαν την ηχητική μπάντα. Το άλμπουμ έφτασε ως το νούμερο 1 των ΗΠΑ, και κέρδισε Grammy.
- Το Mrs. Robinson (νούμερο 1 κι αυτό αυτόνομα ως σινγκλ στις ΗΠΑ) δεν εγκρίθηκε από τα Όσκαρ ως έγκυρο προς υποψηφιότητα, με την αιτιολογία πως δεν γράφτηκε ειδικά για την ταινία. Παρόλα αυτά, κάτι τέτοιο δεν ίσχυε.
Κριτικός: Σταύρος Γανωτής
Έκδοση Κειμένου: 11/3/2009
Όποιος έχει έρωτα με το σινεμά, θα θυμάται για πάντα το πλάνο με τη γάμπα της κυρίας Ρόμπινσον σαν να είναι δική του εμπειρία. Ο Mike Nichols ήταν ένας από τους πιο πρωτοπόρους αμερικανούς κινηματογραφιστές των 1960, αν και ποτέ δεν κατάλαβα την πτώση του μετά τη Γνωριμία της Σάρκας. Εδώ, πλάθει μια ιστορία από το τίποτα. Τίποτα, θα μου πείτε, η νοοτροπίας μιας νεολαίας τού τότε που έκανε επανάσταση με κάθε μέσο; Τίποτα η σεξουαλική επανάσταση, που στην ουσία συνάντησε την εκμετάλλευση από τις επόμενες γενιές; Αυτό που μας ενδιαφέρει είναι το τι έχει να μας προσφέρει σήμερα ο Πρωτάρης, απαγκιστρωμένος από την χωροχρονική του διάσταση. Κι αυτά είναι εξίσου πολλά, κι άλλαξαν την κομεντί για πάντα…
Μια σχετικά απλή ιστορία αναπτύσσεται με άψογη αφήγηση, επαναστατικό για τις ΗΠΑ (όχι όμως για τη «νουβέλ» Γαλλία) ρυθμό και ξέρει καλά πότε να κορυφωθεί και να παράγει κλασικές σκηνές. Θα περίμενε κανείς το σενάριο να βαλτώσει πάνω στο στόρι του Hoffman με την Bancroft, αλλά το μυθιστόρημα του Jack Webb παρέχει ρομαντικό μήνυμα υπεράνω του απλού αισθησιασμού. Ο χαρακτήρας του νεαρού Μπεν Μπράντοκ κινείται στη σκιά της παλιάς Αμερικής, είναι το κακομαθημένο γέννημα των χαζοχαρούμενων αλλά και πρώιμα επαναστατικών 1950, που εκμεταλλεύεται την ερωτική αναταραχή των 1960. Αυτό δεν σημαίνει πως δεν είναι μια νεαρή ευφυΐα. Κάθε του πράξη εμπεριέχει σκέψη, απλά ο ίδιος επιλέγει τις ορμές του να τις κατευθύνουν. Ό,τι κάνει, μέχρι εντέλει να συνέλθει, εμπεριέχουν για τον ίδιο έναν συμβολισμό, μια αντίσταση στο κατεστημένο. Μέχρι που θα αντιληφθεί ότι αληθινή επανάσταση είναι να ακολουθείς την καρδιά σου, ακόμα κι αν αυτή επιλέγει την πλέον συντηρητική οδό. Κι αυτό επειδή οι «κανόνες του παιχνιδιού» έρχονται και παρέρχονται, μα οι αισθήσεις σου παραμένουν αναλλοίωτες στον χρόνο.
Ο Dustin Hoffman λέει με αυτή την ταινία «παρόν» στον χώρο, κι ήταν απόλυτα φυσιολογικό να μην τον αποχωριστεί ποτέ. Δεν έχει τη φάτσα για τον ρόλο, αλλά είναι το κάτι ξεχωριστό σε σχέση με τα γλυκανάλατα πρόσωπα που συνήθως προωθούνταν σε αυτές τις ταινίες. Η Ann Bancroft επιτυγχάνει ερμηνεία-σύμβολο. Καθιερώνεται ως η ονείρωξη κάθε πρωτάρη κι ο εφιάλτης της συζυγικής ευτυχίας. Μην ξεχνάμε και την όμορφη Katharine Ross, που μπορεί να μην είχε συνέχεια, είχε όμως αυτό και τους Δύο Κλέφτες για να περηφανεύεται αιωνίως. Ακούστε ξανά τις επιτυχίες των Simon & Garfunkel, το πιο ταιριαστό σάουντρακ για τη συγκεκριμένη ταινία και εποχή. Απολαύστε τη φωτογραφία του Robert Surtees σε φουλ οθόνη, αφού στην τηλεόραση χάνει μεγάλο μέρος της μαγείας της δεξιοτεχνίας ενός σκηνοθέτη κι ενός φωτογράφου με μεράκι. Πάνω από όλα, είναι ένας ακόμα θρίαμβος του Mike Nichols, ο οποίος προϊδεάζει όλο το μεταγενέστερο του αμερικανικό σινεμά. Απλά, αφήστε το να σας αποπλανήσει…
Βαθμολογία:
Κριτικός: Φίλιππος Χατζίκος
Έκδοση Κειμένου: 26/8/2000
Ο Μπεν Μπράντοκ μόλις έχει αποφοιτήσει από το κολέγιο και επιστρέφει στο καλιφορνέζικο πατρικό του, όπου τυγχάνει ενθουσιώδους υποδοχής από τους υπερήφανους πλούσιους γονείς τους και τον περίγυρό τους. Μολονότι κουβαλά στις αποσκευές του την αριστεία σε διάφορους τομείς, δεν μοιάζει να έχει γεμίσει με εμπειρίες που θα μπορούσαν να αποτελέσουν τον οδηγό του για το μέλλον. Τη φυσική για την ηλικία του σύγχυση εκμεταλλεύεται η κυρία Ρόμπινσον, η γοητευτική μα παντρεμένη επιστήθια φίλη των γονιών του, η οποία επιχειρεί να τον αποπλανήσει.
Οι δύο τους εμπλέκονται στην ερωτική περιπέτεια με εντελώς διαφορετικά κίνητρα. Για τον εικοσάχρονο Μπεν, που έχει ζήσει μία ζωή άρτια και δαφνοστεφανωμένη, είναι η ευκαιρία να αφυπνιστεί σεξουαλικά, να διαβεί μία μη ενδεδειγμένη οδό, να ταράξει τα εφιαλτικώς λιμνάζοντα νερά της τόσο νεαρής ακόμη ζωής του.
Ο ίδιος δεν ποθεί την κυρία Ρόμπινσον, αλλά την επαναστατική ενέργεια, τη ρήξη με την καθεστηκυία τάξη της ανώτερης γενιάς μέσω της σεξουαλικής άλωσής της. Ακόμα και αυτό όμως το αντιμετωπίζει μέσα από την ευνουχιστική αντίληψη που του έχουν επιβάλλει οι γονείς του: βραχυκυκλωμένος από το άγχος και παθητικά.
Η ώριμη κυρία από την άλλη, εμφανώς αηδιασμένη με τον εαυτό της και την αλκοολική καθημερινότητά της, βλέπει στο πρόσωπο του Μπεν μία ευκαιρία να θυμηθεί ότι είναι ακόμα ζωντανή. Αδυνατεί να απολαύσει τους καρπούς της πλουσιοπάροχης ζωής της, η πισίνα και το γεμάτο με κάθε λογής ακριβά ποτά μπαρ του σαλονιού την κάνουν να ασφυκτιά, ενώ το στενό δωμάτιο που στεγάζει το σεξουαλικό της αμάρτημα της επιτρέπει να κρύψει τις απογοητεύσεις της, την πικρία της για τη μη ζωή που διάγει, της ανατρέπει για λίγο την εξαντλητικά γραμμική πορεία προς τον θάνατο. Η αναγνώριση της σεξουαλικής της αύρας, αυτής της γυναίκας-κυνηγού που εμπαίζει και υποτιμά το ίδιο της το θήραμα, δεν είναι τίποτα άλλο από μία οπιώδη εφεύρεση αντίστασης σε μία θλιβερή ρουτίνα.
Ο θεατράνθρωπος Μάικ Νίκολς, προερχόμενος κινηματογραφικά από τον θεατρογενή ογκόλιθο του Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ, εγκαταλείπει εμφατικά σε τούτη τη δεύτερη μόλις ταινία του την άνεση του σανιδίου. Και αυτό διότι ο Πρωτάρης όπως ζωντάνεψε στην οθόνη από τις σελίδες του ομώνυμου βιβλίου του Τσαρλς Γουέμπ, είναι μία ακραιφνώς κινηματογραφική δημιουργία και μάλιστα ιδιαιτέρως τολμηρή. Εμπνεόμενος από ευρωπαϊκά αφηγηματικά ρεύματα (οι επιρροές της Νουβέλ Βαγκ στη δομή και του Βρετανικού Νέου Κύματος στην αφηγηματική και αισθητική αποτύπωση είναι έκδηλες), εμπιστεύεται ριζοσπαστικές, σχεδόν πειραματικές, τεχνικές, συνθέτοντας ένα φιλμ ολόφρεσκο, αληθινά ρηξικέλευθο, πέραν της προβοκατόρικης θεματικής του.
Ο Μπεν, κινηματογραφείται να τρέχει με τρόπο που μοιάζει σαν να μένει ακίνητος, κολλημένος σε ένα σημείο, μη δυνάμενος να χαράξει δική του πορεία. Οι γωνίες λήψεις που επιλέγει μαρτυρούν το αρχικό δέος που περιβάλλει την κυρία Ρόμπινσον, που όσο ο νεαρός φτάνει στον πυρήνα της μίζερης ύπαρξής της σταδιακά εγκαταλείπει την εξίσωση, όπως και οι τεχνικές που δημιουργούν την αίσθησή του.
Ο απόφοιτος παίρνει τον έλεγχο της ζωής του, οδηγείται σε συνειδητές επιλογές και για πρώτη φορά κοιτά από θέση ισοδύναμη τη μεγαλύτερη γενιά, μαζεύοντας το θάρρος για να τη διαολοστείλει. Και ποιος θα μπορούσε να τον κατηγορήσει, αφού όλοι τους τον έβλεπαν σαν ένα άθυρμα ή ένα μέσο εξασφάλισης υστεροφημίας και αειφόρου επιχειρηματικής επιτυχίας, ακόμα και η κυρία Ρόμπινσον τον εκμεταλλεύτηκε για να συσκοτίσει τη δική της ολόφωτη δυστυχία.
Και κάπως έτσι οδηγείται ο θεατής στο μεγαλειώδες φινάλε, έναν από τους πιο εμβληματικούς αυτοσχεδιασμούς στην ιστορία του κινηματογράφου, που περικλείει σε μερικά δευτερόλεπτα σιωπής όσα δε χωρούν σε τόμους ολόκληρους. Ο Μπεν, αφού επαναστατήσει περιπετειωδώς, δικάζοντας και καταδικάζοντας μέσα σε μία εκκλησία όλες τις παραδεδεγμένες αξίες των πρεσβυτέρων με αιχμηρό δόρυ του τον τίμιο σταυρό του πουριτανισμού τους, τούτος ο περήφανος φυγάς, βλέπει το χαμόγελο του να σβήνει να εκτρέπεται στην αμηχανία, στο πίσω κάθισμα ενός λεωφορείου. Υπό τα άγρυπνα βλέμματα των υπόλοιπων μεσηλίκων επιβατών, οφείλει να δώσει απαντήσεις που δεν μπορεί να βρει σε ένα βασικό ερώτημα, το οποίο στην ουσία, με αλλαγμένους όρους, είναι το ίδιο από την αρχή του φιλμ: και τώρα τι μέλλει γενέσθαι;
Ο νεαρός εξακολουθεί μέχρι και την ύστατη ώρα να ετεροκαθορίζει την ύπαρξη του με γνώμονα την προηγούμενη γενιά, η ρήξη του με αυτήν έγινε με όρους αρνητικούς, αυτούς της αποσύνδεσης με το προγενέστερο, όχι της δημιουργίας ενός νέου modus vivendi διαφορετικού από το παλιό. Είναι το χαμόγελο που παγώνει και φέρνει το μεγάλο ερώτημα, την πικάντικη κατακλείδα του έργου: και αν γίνουμε τελικά και εμείς σαν τους γονείς μας, τι νόημα είχε τούτη η ανταρσία;
Με τις ερμηνείες κεντήματα των Ντάστιν Χόφμαν και Αν Μπάνκροφτ, μερικά από τα πιο αξιομνημόνευτα άσματα των Σάιμον και Γκαρφάνκελ και μία αίσθηση θερινής ευφορίας που φιλοξενεί τους προβληματισμούς του, περιβάλλοντάς τους με την αναγκαία επιπολαιότητα που υπαγορεύεται από την οπτική γωνία του πρωταγωνιστή, το φιλμ του Νίκολς αποτελεί ένα αληθινό ιερό τοτέμ του αμερικανικού σινεμά. Και είναι άφθαρτο στο χρόνο, επειδή ακριβώς κάθε νεότερη γενιά δικαιούται στα δικά της ξεσπάσματα, δίχως βέβαια να έχει καταστρώσει ένα «κοστολογημένο» πλάνο ζωής.
Βαθμολογία: