Ένας ιθαγενής στην έρημο Καλαχάρι, ο Ξι, βρίσκεται για πρώτη του φορά πρόσωπο με πρόσωπο με τον σύγχρονο πολιτισμό: ένα μπουκάλι κόκα-κόλα που έχει πέσει από αεροπλάνο! Το πηγαίνει στο χωριό του και το χρησιμοποιούν με διάφορους τρόπους. Επειδή όμως η κατοχή του φέρνει φιλονικίες, ο Ξι αποφασίζει να το πάει πίσω στους θεούς, από όπου πιστεύει ότι προήλθε. Δεν γνωρίζει βέβαια ότι πρόκειται να γνωρίσει μια μεγάλη όσο και τρελή περιπέτεια με μια δασκάλα, έναν αδέξιο βιολόγο κι ένα σωρό κακούς.

Σκηνοθεσία:

Jamie Uys

Κύριοι Ρόλοι:

N!xau … Xi

Marius Weyers … Andrew Steyn

Sandra Prinsloo … Kate Thompson

Louw Verwey … Sam Boga

Michael Thys … Mpudi

Brian O’Shaughnessy … Κος Thompson

Ken Gampu … ο πρόεδρος

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Jamie Uys

Παραγωγή: Jamie Uys

Μουσική: Johnny Boshoff

Φωτογραφία: Robert Lewis, Buster Reynolds, Jamie Uys

Μοντάζ: Jamie Uys

Σκηνικά: Caroline Burls

Κοστούμια: Gail Grobbelaar, Mij Reynolds

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: The Gods Must Be Crazy
  • Ελληνικός Τίτλος: Και οι Θεοί Τρελάθηκαν

Άμεσοι Σύνδεσμοι

  • Και οι Θεοί Τρελάθηκαν Νο 2 (1989)

Παραλειπόμενα

  • Ο Jamie Uys έκανε το 1974 ένα ντοκιμαντέρ στην έρημο Καλαχάρι (το Animals Are Beautiful People) και ερωτεύτηκε τη φυλή Σαν (αλλιώς: Βουσμάνοι) που ζούσε εκεί. Έτσι αποφάσισε να κάνει την ταινία.
  • Ο N!xau (χριστιανικό όνομα: Τομά) ήταν μέλος της φυλής Σαν, και μέχρι να μπει στη διαδικασία των γυρισμάτων, πίστευε ότι βρίσκονταν με μάγους. Δεν τον ρώτησαν καν αν ήθελε να παίξει, αλλά αν ήθελε να πάει μαζί τους για μερικές ημέρες. Στη γλώσσα του, δεν υπήρχε η λέξη “δουλειά”. Για να αποφευχθεί το πολιτισμικό σοκ, χρειάζονταν να τον επιστρέφουν στη φυλή του κάθε τρεις ή τέσσερις βδομάδες. Τα χρήματα που κέρδισε άλλαξαν τα στάνταρ της ύπαρξης του (αρχικά τα υπολόγιζε σε βόδια), με τον N!xau να αγοράζει 60 μίλια γης. Έμαθε να πίνει, να καπνίζει, κι έφτασε να ζητήσει περίπου μισό εκατομμύριο δολάρια μισθό για τη δεύτερη ταινία.
  • Παρότι είναι νοτιοαφρικανική παραγωγή, προωθήθηκε ως ταινία από την Μποτσουάνα, λόγω του διεθνούς εμπάργκο προς το Απαρτχάιντ.
  • Το 1989 ήρθε ένα σίκουελ, από τον ίδιο σκηνοθέτη, με μικρή επιτυχία. Ο πρωταγωνιστής N!xau συνέχισε να παίζει στο Χονγκ Κονγκ, σε τρεις ταινίες που προσχηματικά ήταν κι αυτές σίκουελ.
  • Αρκετοί κριτίκαραν τα στερεότυπα που προβάλλονται εδώ με τους ιθαγενείς, σε συνδυασμό με το καθεστώς της Νότιας Αφρικής.
  • Η μεγαλύτερη εμπορική επιτυχία του κινηματογράφου της Νότιας Αφρικής. Υπολογίζεται ότι κόστισε 5 εκατομμύρια δολάρια, και έβγαλε 200. Είχε γίνει τότε και η πιο εμπορική μη-αμερικανική ταινία στις ΗΠΑ, όπου προβάλλονταν επί 8 μήνες.

Κριτικός: Σταύρος Γανωτής

Έκδοση Κειμένου: 20/5/2021

Είναι άδικο ότι αρκετοί είχαν κατηγορήσει τον Jamie Uys ως ρατσιστή, αρκούμενοι στο γεγονός ότι η ταινία ήταν μια εμπορική επιτυχία από τη Νότια Αφρική. Το βέβαιο είναι ότι αν όλοι οι λευκοί συμπατριώτες του (θα μου πείτε, ευλόγως, τι δουλειά είχαν εκεί εξαρχής…) έβγαζαν αυτή τη αθωότητα και τη λατρεία απέναντι σε όλα τα πλάσματα της φύσης (λευκά ή έγχρωμα ή τετράποδα!), δεν θα μιλούσαμε σήμερα για Απαρτχάιντ.

Η ταινία ξεκινάει με το να σε προϊδεάζει για σάτιρα του μοντέρνου κόσμου. Με απλά όσο και κατανοητά λόγια, η αφήγηση του πρώτου δεκαλέπτου συνοδεύει την εικόνα μιας φυλής ξεχασμένης στον χρόνο, που όμως έχει την ευτυχία εξασφαλισμένη. Έξυπνη μετά και η παρείσφρηση του πολιτισμού-σατανά υπό τη μορφή ενός καπιταλιστικού συμβόλου, κάτι που γέννησε και τον θρύλο της ταινίας, και μετά ξεκινούν τα ερωτηματικά… Μήπως ήταν καλύτερα να σκηνοθετήσει την ταινία ο N!xau αντί του Uys;..

Αυτό το πράγμα που αγαπήθηκε από τα θερινά της χώρας μας κατά τη δεκαετία του 1980, μόνο ταινία δεν είναι. Διατηρεί μέχρι και το φινάλε την αθωότητα του, ακόμα κι αν μιλάει για διδάκτορες, αντάρτες, μάχες με οπλοπολυβόλα, άγρια ζούγκλα (ανισότητες μην ψάχνετε, στον «πλανήτη» της ταινίας όλοι είναι ίσοι, απλά οι πρωταγωνιστές λευκοί (ακόμα κι ο αρχηγός των ανταρτών!), με τον N!xau να λειτουργεί ως «έξυπνος Νεάντερνταλ»). Έτσι, αντί να έχουμε ένα καζάνι που βράζει, έχουμε ένα σπίρτο ασφαλείας (που δεν ανάβει κιόλας). Επιμένω, δεν μιλάμε για κάτι το ρατσιστικό, απλά για κάτι εκτός πλανήτη. Φανταστείτε να γυριστεί παιδικό αισθηματικό μιούζικαλ με θέμα την πανδημία…

Τι; Νομίζετε ότι το θεματάκι αυτό είναι και το αληθινά σημαντικό; Προσπαθήστε λοιπόν να θυμηθείτε τις χειρότερες ταινίες του Bud Spencer (δεν τον «ζευγαρώνω» με τον Terence Hill, γιατί σε κάποιες που ήταν μαζί, είχαν όντως το γούστο τους), και κατεβείτε ένα επίπεδο παρακάτω. Μα τι έκανε αυτός ο άνθρωπος; Γύρισε μια ταινία σλάπστικ προσχολικού χιούμορ, κι έπαιζε έπειτα στη μονταζιέρα με το fast-forward, σαν να ανακάλυπτε τον τροχό. Αποτέλεσμα είναι να έχουμε μια εργασία κουμπούρα μαθητή σχολής σκηνοθεσίας, ή το «ένα παιδί μαθαίνει τον κόσμο-κάμερα»! Δεν έχει καμία σχέση αυτό με τα σλάπστικ αριστουργήματα του παρελθόντος (κι όμως γράφτηκαν και τέτοια), αλλά με μια ανικανότητα που φτάνει σε όρια να μην πιστεύεις ότι υπάρχει τόση σε κάποιον, και που λες δεν μπορεί, θα κάνουν λάθος τα ίδια μου τα μάτια. Μια μεσαιωνική λογική παλιάτσου, που έπεφτε από τη σκηνή για να γελάσει ο βασιλιάς. Μια λογική, επίσης, που από τον βωβό είχε εξελιχθεί σε αληθινή τέχνη, και 60 χρόνια μετά, πήγαινε 60 χρόνια πίσω κι από τότε…

Αν μιλούσα αποκλειστικά σε πολύ μικρά παιδιά, θα ήμουν ήσυχος επειδή ούτε θα τα πείραζε κάτι κατά τη θέαση τους, ούτε θα χρειάζονταν πολλά περισσότερα για να γελάσουν. Εξού, ούτε θα αποτρέψω κάποιον που θέλει να ζήσει ξανά την αθωότητα της συγκεκριμένης ηλικίας, μια κι ως προς αυτό το φιλμ λειτουργεί με αυτή την πρωτόγονη αίσθηση και αισθητική που στα θερινά πιάνει τόπο, κι ενέχει μια νοσταλγία. Αλλά μη δουλευόμαστε και μεταξύ μας. Ούτε ο Uys ήταν καλλιτέχνης, ούτε το εν λόγω «αριστούργημα» του αντέχεται υπό σοβαρούς όρους κωμωδίας ή οποιοσδήποτε άλλους.

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

15 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *