Το Κορίτσι στη Φωλιά της Σφήκας
- Luftslottet som Sprangdes
- The Girl Who Kicked the Hornet's Nest
- 2009
- Σουηδία
- Σουηδικά
- Αστυνομική, Θρίλερ, Μυστηρίου
- 22 Απριλίου 2010
Η Λίσμπετ Σαλάντερ καταστρώνει την εκδίκησή της απέναντι στον άνθρωπο που προσπάθησε να τη σκοτώσει, και στις κυβερνητικές οργανώσεις που παραλίγο να καταστρέψουν τη ζωή της. Αλλά η αποστολή της δεν είναι εύκολη. Γιατί μετά τη σφαίρα που δέχτηκε στο κεφάλι, νοσηλεύεται στην εντατική υπό στενή επιτήρηση και όταν βγει θα οδηγηθεί στο δικαστήριο κατηγορούμενη για τρεις φόνους και μια απόπειρα δολοφονίας.
Σκηνοθεσία:
Daniel Alfredson
Κύριοι Ρόλοι:
Noomi Rapace … Lisbeth Salander
Michael Nyqvist … Mikael Blomkvist
Lena Endre … Erika Berger
Annika Hallin … Annika Giannini
Sofia Ledarp … Malin Erikson
Jacob Ericksson … Christer Malm
Georgi Staykov … Alexander Zalachenko
Per Oscarsson … Holger Palmgren
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Ulf Ryberg
Παραγωγή: Soren Staermose
Μουσική: Jacob Groth
Φωτογραφία: Peter Mokrosinski
Μοντάζ: Hakan Karlsson
Σκηνικά: Maria Haard, Jan Olof Agren
Κοστούμια: Cilla Rorby
- Κυριότερη Προβολή στην Ελλάδα: Διανομή στις αίθουσες.
- Παγκόσμια Κριτική Αποδοχή (Μ.Ο.): Θετική.
Τίτλοι
Αυθεντικός Τίτλος: Luftslottet som Sprangdes
Ελληνικός Τίτλος: Το Κορίτσι στη Φωλιά της Σφήκας
Διεθνής Τίτλος: The Girl Who Kicked the Hornet’s Nest
Άμεσοι Σύνδεσμοι
Το Κορίτσι με το Τατουάζ (2009)
Το Κορίτσι που Έπαιζε με τη Φωτιά (2009)
Το Κορίτσι με το Τατουάζ (2011)
Σεναριακή Πηγή
- Μυθιστόρημα: The Girl Who Kicked the Hornets’ Nest του Stieg Larsson.
Παραλειπόμενα
- Έσχατη ταινία για τον βετεράνο ηθοποιό Per Oscarsson, που έφυγε από τη ζωή το 2010 με τραγικό τρόπο. Δεν αναγράφεται στα κρέντιτ η συμμετοχή του.
- Η Αλεξάνδρα Πασχαλίδου κάνει γκεστ εμφάνιση “ερμηνεύοντας” τον εαυτό της ως ρεπόρτερ της σουηδικής τηλεόρασης.
- Τρίτο μέρος της αρχικής τριλογίας Millennium, γυρισμένο ταυτόχρονα με το δεύτερο, με αρκετά κέρδη από τα ταμεία. Κόστισε 5,3 εκατομμύρια δολάρια, και έβγαλε 43,5.
Εξωτερικοί Σύνδεσμοι
Κριτικός: Χάρης Καλογερόπουλος
Έκδοση Κειμένου: 20/4/2010
Το τρίτο μέρος της τριλογίας πάνω στα βιβλία του Stieg Larsson, έχει ελάχιστη δράση και σασπένς, σχεδόν καθόλου εκπλήξεις και ανατροπές ή ξεδιπλώματα επιπέδων συνωμοσίας κ.λπ. και η ηρωίδα στα πρώτα τρία τέταρτα της ταινίας παραμένει στο κρεβάτι του νοσοκομείου. Υπό «χολιγουντιανό καθεστώς» αυτό θα ήταν ανυπόφορα βαρετό αλλά στην δεδομένη σουηδική περίπτωση απολαμβάνεις ολόκληρα τα 148 λεπτά, με την ταινία να κυλάει διατηρώντας αναλλοίωτο το συνολικό ύφος.
Γιατί συμβαίνει αυτό; Γιατί ο χαρακτήρας της Lisbeth Salander (και η υποστήριξη του από την Noomi Rapace), είναι τόσο δυνατός που κυριολεκτικά ποτίζει όλη την τριλογία κάθε στιγμή ακόμη και εν απουσία της. Η συναισθηματικά και επικοινωνιακά παροπλισμένη «πανκ» αντιτάσσει μια εκκωφαντική σιωπή απέναντι στην «βία και νοθεία» της κοινωνίας που μας γοητεύει. Και κάθε φορά που έχει να τραβήξει άσσο από το μανίκι της, το κάνει με μια ιερατική αυστηρότητα. Η Λίσμπετ είναι μια Νέμεση του περιθωρίου και μια κυνική φιλόσοφος. Της αρκεί ένας ταπεινός, λιτός βίος, περιφρονεί το «κύρος» και την απολαβή, είναι ασκητής και η leather στολή της δεν είναι θέαμα ούτε στυλ για το στυλ: αρνείται έτσι το έλεος των κομφορμιστών.
Ακόμη, όσον αφορά το συνολικό ύφος, ο δημοσιογράφος υποστηρικτής της δεν είναι σούπερ ήρωας αλλά ο ευαίσθητος, κοινωνικά συνειδητοποιημένος πολίτης. Και η ίντριγκα έχει όλη την αληθοφάνεια μιας πραγματικής κατάστασης όπως τόσες που συμβαίνουν στη ζωή και όχι στο αμερικάνικο «πανί». Αν σκεφτούμε και το δίπτυχο του «Μερίν –υπ. αρ. 1 δημόσιου κινδύνου», τον «Προφήτη» όπως και το πρόσφατο αργεντίνικο «Το Μυστικό στα Μάτια της» θα πούμε ότι το αξονάρισμα ενός φιλμ πάνω στο ρεαλισμό (ακόμη κι αν ενσταλάζονται φετιχιστικά στοιχεία) αποδίδει ένα εσωτερικό ψυχικό θέαμα πολύ πιο εντυπωσιακό από το εξωστρεφές εφετζίδικο των μεγάλων στούντιο.
Βαθμολογία:
Κριτικός: Βασίλης Καγιογλίδης
Έκδοση Κειμένου: 20/4/2010
Αρκετά αναμενόμενο το φινάλε της εμπορικής τριλογίας του Stieg Larsson, αφού δε θα μπορούσαμε να περιμένουμε τίποτα διαφορετικό από την απόλυτη αποκατάσταση της τάξης στη ζωή της Lisbeth Salander. Κάπως έτσι, λοιπόν, η ιστορία τερματίζεται μέσα από μία σειρά χαοτικών γεγονότων που περιπλέχθηκαν (!) περίτεχνα στα δύο προηγούμενα συγγραφικά και κινηματογραφικά μέρη κι ο θεατής ετούτη τη φορά μπορεί να παρακολουθήσει πιο καθαρά, χωρίς εκπλήξεις και με λιγότερες δόσεις σασπένς, την έκβαση μίας αστυνομικής υπόθεσης που φτάνει βαθιά στην κρατική μηχανή. Ο Alfredson αφήνει το καλύτερο για το τέλος και αποκαλύπτει το ικανότερο και ίσως ωριμότερο τμήμα του εαυτού του, εκμεταλλευόμενος το πιο άχρωμο και ελάχιστα ανατρεπτικό κομμάτι της ζωής της Salander. Με σκηνοθετική ανεκτικότητα που αναδεικνύει τη σεναριακή αξία, με ξεκάθαρη ανάγκη για δραματουργική συγκρότηση και με τη βοήθεια της συνειδητά παροπλισμένης Rapace, ο Alfredson θα περιπλανηθεί στους τελευταίους σκοτεινούς διαδρόμους της ψυχής της ηρωίδας του και θα ανασύρει στο φως όλα όσα φαίνεται να επιδίωκε ο συγγραφέας στο σύνολο του έργου του.
Τα γεγονότα άλλοτε καλύπτονται από μία έντονη μυστηριακή, συνωμοτική ατμόσφαιρα, άλλοτε δομούν ένα πετυχημένο αστυνομικό θρίλερ και άλλοτε συνθέτουν την εικόνα ενός αξιοπρεπούς δικαστικού δράματος. Η ηρεμία που αποπνέει το φιλμ και η αρμονική εναλλαγή αισθητικού φόντου-από το μπαρόκ στο φολκλόρ, αναπάντεχα στο μοντέρνο και από εκεί στο αιρετικό ή αναρχικό σύμπαν- αναδεικνύει καλύτερα τα γεγονότα και κυρίως τις κριτικές προθέσεις του εκλιπόντος δημιουργού απέναντι σε καθεστώτα, πρακτικές και κοινωνικές λογικές. Απουσιάζουν οι υπερβολές και οι ακραίες παρεμβάσεις που έδιναν το παρόν στο παρελθόν και αναγιγνώσκονται ευκολότερα οι σχέσεις των αφανών ηρώων. Αδίκως η ιστορία, μοιάζει περισσότερο ως προέκταση ή αναπόσπαστο κομμάτι του δεύτερου τμήματος και λιγότερο μέρος του ευρύτερου συνόλου, όμως αν ψάξω να αποδώσω ευθύνες γι`αυτό, ο Alfredson θα ήταν ο τελευταίος στον οποίο θα τις προσέδιδα. Πάρα ταύτα, όλα μοιάζουν να χτίστηκαν με περισσή σύνεση και σίγουρα οι λάτρεις της Lisbeth θα βγουν πιο κερδισμένοι από ποτέ.
Βαθμολογία: