Η ιστορία ακολουθεί έναν αμερικανό έμπορο ναρκωτικών, τον Μίκι Πίρσον, που έχει χτίσει την αυτοκρατορία του στο Λονδίνο, και πλέον θέλει να παραδώσει τα ηνία και να επιστρέψει στην πατρίδα του. Το γεγονός αυτό πυροδοτεί μια σειρά από συνωμοσίες, σχέδια και απόπειρες, από όλους εκείνους που επιβουλεύονταν τη θέση του, και που τώρα έχουν την ευκαιρία να αρπάξουν την περιουσία του.

Σκηνοθεσία:

Guy Ritchie

Κύριοι Ρόλοι:

Matthew McConaughey … Michael ‘Mickey’ Pearson

Charlie Hunnam … Raymond ‘Ray’

Henry Golding … Dry Eye

Michelle Dockery … Rosalind Pearson

Jeremy Strong … Matthew Berger

Eddie Marsan … Big Dave

Colin Farrell … Coach

Hugh Grant … Fletcher

Jason Wong … Phuc

Togo Igawa … Wang Yong

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Guy Ritchie

Στόρι: Guy Ritchie, Ivan Atkinson, Marn Davies

Παραγωγή: Ivan Atkinson, Bill Block, Guy Ritchie

Μουσική: Christopher Benstead

Φωτογραφία: Alan Stewart

Μοντάζ: James Herbert

Σκηνικά: Gemma Jackson

Κοστούμια: Michael Wilkinson

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Μέτρια.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: The Gentlemen
  • Ελληνικός Τίτλος: The Gentlemen
  • Εναλλακτικός Ελλ. Τίτλος: Εγκληματίες Πρώτης Τάξεως [τηλεόραση]

Παραλειπόμενα

  • Επιστροφή για τον Guy Ritchie στο κλίμα των πρώτων του ταινιών, Δύο Καπνισμένες Κάνες και Η Αρπαχτή.
  • Η Kate Beckinsale ήταν στο αρχικό καστ, αλλά αντικαταστάθηκε από τη Michelle Dockery. Έφυγε 2 ημέρες αφού είχαν ήδη ξεκινήσει τα γυρίσματα.

Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης

Έκδοση Κειμένου: 29/1/2020

Από ό,τι φαίνεται, πεθύμησε ο Guy Ritchie τα παλιά λημέρια της παρανομίας που είχε να επισκεφθεί από το «RocknRolla». Κάπως έτσι, ύστερα από μια δεκαετία σκηνοθεσιών κατά παραγγελία λιγότερο ή περισσότερο, ο βρετανός δημιουργός μοιάζει για πρώτη φορά από το 2008 να αφοσιώνεται εδώ σε κάτι προσωπικό.

Αν και η σκηνοθεσία του δεν διαθέτει τόσο πολύ το σφρίγος και την εφετζίδικη σβελτάδα που αποτελεί σήμα κατατεθέν του και που είχε σε έναν βαθμό ακόμη και το πρόσφατο ριμέικ του «Αλαντίν» (εσκεμμένη επιλογή, προαναγγελία μιας υφολογικής ωριμότητας ίσως;), σε γενικές γραμμές πρόκειται για την καλύτερη στιγμή του εδώ και πολλά χρόνια. Η ίντριγκα που εξυφαίνει το σενάριο είναι από τις πιο σύνθετες και απολαυστικές που έχουν συλληφθεί από τον νου του Ritchie, το λούμπεν σύμπαν που δημιουργεί λίγα έχει να ζηλέψει από τις καλύτερες εξορμήσεις του στο είδος που υπηρετεί εδώ, ενώ το σύνολο διέπεται από μια έξοχη αίσθηση ρυθμού. Ίσως οι χαρακτήρες να χρειάζονταν μια κάποια δόση τρέλας παραπάνω για να αγγίξουν επίπεδα «Αρπαχτής» και «RocknRolla», ακόμη κι έτσι όμως απαρτίζουν μια αρκούντως πολύχρωμη «πινακοθήκη». Εύστοχες στην πλειοψηφία τους και οι επιλογές του soundtrack (περιλαμβάνουν από Roxy Music μέχρι The Jam), που δείχνουν για ακόμη μία φορά το γνωσιακό φάσμα του σκηνοθέτη επάνω στην ποπ μουσική αλλά και την ικανότητά του να ταιριάξει ήχους με εικόνες.

Παρά την ψυχαγωγική αποτελεσματικότητα του όλου πακέτου, μπορεί κάποιος να βρει σημεία πάνω στα οποία μπορεί να προβάλλει ενστάσεις. Ένα εξ αυτών είναι το γεγονός πως ακόμη και με μια εικοσαετή εμπειρία στο «κουρμπέτι» του σεναριογράφου, ο Ritchie εξακολουθεί να τα βρίσκει σκούρα ως προς το πώς να φτιάξει γυναικείους χαρακτήρες. Επιπλέον, η γραφή του δεν έχει γίνει ακόμη τόσο μεστή όσο θα περίμενε κανείς με το πέρασμα των χρόνων, τείνοντας στο εξυπνακίστικο και το επιτηδευμένο αντί για το πραγματικά έξυπνο (μια καθοριστική ποιοτική διαφορά μεταξύ του ίδιου και του Tarantino). Αν και δηλώνει το «παρών» το γνώριμο brand χιούμορ του σκηνοθέτη, ένα «κοκνεϊτζίδικο» μείγμα πνεύματος και χοντράδας, εδώ αρκετές φορές τείνει περισσότερο προς το δεύτερο, αφήνοντας κάπως ανάμεικτα συναισθήματα. Ωστόσο, ακόμη και με αυτές τις αδυναμίες, το «The Gentlemen» διαθέτει την αίγλη και την αυτοπεποίθηση ενός κινηματογραφιστή που ξέρει αρκετά καλά τους κώδικες του γκανγκστερικού είδους, μια νοημοσύνη άνω του μέσου όρου από αυτήν που επικρατεί γενικά στο σινεμά αποδραστικών προθέσεων, και μια υποδόρια κοινωνική κριτική, τόση όση χρειάζεται για να αποκτήσει η όλη εικόνα ένα βάθος παραπάνω και μια διάσταση πέραν της καθαρόαιμα διασκεδαστικής.

Ερμηνευτικά ίσως να περίμενε κανείς περισσότερα δεδομένου του καστ που μαζεύεται εδώ. Ο Matthew McConaughey μοιάζει εγκλωβισμένος σε έναν αρκετά πεζό χαρακτήρα, οπότε δεν είναι ολοκληρωτικά δική του η ευθύνη που δεν καταφέρνει να ξεχωρίσει, παρά τις αδιαμφισβήτητες ικανότητές του που άρχισε να ξεδιπλώνει τα τελευταία χρόνια της καριέρας του. Οι πιο αξιομνημόνευτες παρουσίες βρίσκονται στο πεδίο των δεύτερων ρόλων, και είναι αυτές του Hugh Grant, που μοιάζει να το διασκεδάζει πιο πολύ από όλους, αλλά και του Colin Farrell, ο οποίος δυστυχώς δεν αξιοποιείται όσο θα έπρεπε. Πάντα καλοδεχούμενη η εμφάνιση και του επαγγελματία καρατερίστα Eddie Marsan. Οι υπόλοιποι χάνονται μέσα στο πλήθος πρωταγωνιστών και δευτεραγωνιστών, όπως συμβαίνει σχεδόν πάντα όταν ο Ritchie συγκεντρώνει μεγάλα καστ, όπου άλλοι θα αναδειχθούν και άλλοι θα προσπεραστούν (ακόμη μια ειδοποιός διαφορά με τον Tarantino).

Σε γενικές γραμμές, «τσεκάρονται» τα περισσότερα από τα απαραίτητα κουτάκια για να καταστήσουν τη συγκεκριμένη πρόταση ως μια πραγματικά αξιόλογη ενήλικη ψυχαγωγία. Και ακόμη κι αν ο δημιουργός του «The Gentlemen» δεν κατορθώσει κάποια στιγμή στη σκηνοθετική του καριέρα να βρει τη χρυσή φόρμουλα για την αληθινά μεγάλη ταινία που θα φέρει την υπογραφή του, φορμαρισμένες εκλάμψεις σαν τη συγκεκριμένη θα χαίρουν της εκτίμησης που τους αξίζει ως απενοχοποιημένη διασκέδαση.

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

16 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *