Η ιστορία παρακολουθεί την άνοδο και την πτώση του χαρισματικού γερουσιαστή Γκάρι Χαρτ, που το 1988 είχε κερδίσει τις εντυπώσεις ανάμεσα στους νεαρούς ψηφοφόρους και είχε θεωρηθεί ο αδιαμφισβήτητος υποψήφιος των δημοκρατικών, όταν η καμπάνια του πέρασε σε δεύτερη μοίρα εξαιτίας της αποκάλυψης ότι είχε εξωσυζυγική σχέση. Καθώς ο κίτρινος τύπος άρχισε να αλλοιώνει την πολιτική δημοσιογραφία για πρώτη φορά, ο γερουσιαστής Χαρτ υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει την προεδρική κούρσα. Τα γεγονότα εκείνης της περιόδου άφησαν το σημάδι τους στην αμερικανική και διεθνή πολιτική σκηνή.

Σκηνοθεσία:

Jason Reitman

Κύριοι Ρόλοι:

Hugh Jackman … Gary Hart

Vera Farmiga … Oletha ‘Lee’ Hart

J.K. Simmons … Bill Dixon

Alfred Molina … Ben Bradlee

Sara Paxton … Donna Rice

Mamoudou Athie … AJ Parker

John Bedford Lloyd … David Broder

Bill Burr … Pete Murphy

Kaitlyn Dever … Andrea Hart

Molly Ephraim … Irene Kelly

Mike Judge … Jim Dunn

Kevin Pollak … Bob Martindale

Ari Graynor … Ann Devroy

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Matt Bai, Jay Carson, Jason Reitman

Παραγωγή: Helen Estabrook, Aaron L. Gilbert, Jason Reitman

Μουσική: Rob Simonsen

Φωτογραφία: Eric Steelberg

Μοντάζ: Stefan Grube

Σκηνικά: Steve Saklad

Κοστούμια: Danny Glicker

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: The Front Runner
  • Ελληνικός Τίτλος: Ο Υποψήφιος

Σεναριακή Πηγή

  • Βιβλίο: All the Truth Is Out: The Week Politics Went Tabloid του Matt Bai.

Παραλειπόμενα

  • Η ταινία έκανε μια περιορισμένη πρεμιέρα σε αίθουσες στις 31 Αυγούστου του 2018. Αυτό την έκανε την πρώτη ταινία στην ιστορία των ΗΠΑ που κάνει πρεμιέρα σε ημέρα εκλογών.
  • Παρότι η Sony αγόρασε τα δικαιώματα διανομής αποσκοπώντας και σε οσκαρική κούρσα (χωρίς επιτυχία), το φιλμ αποδείχτηκε καταστροφικό στα ταμεία. Με κόστος 25 εκατομμύρια δολάρια, απέφερε πίσω μόλις τα 3,2.

Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης

Έκδοση Κειμένου: 7/12/2018

Είναι εντυπωσιακό το πως η σκηνοθετική καριέρα του Jason Reitman μετά το αποκορύφωμα του χαμηλόφωνα πικρού και μελαγχολικού «Ραντεβού στον Αέρα» φαίνεται να έχει «φρακάρει» ποιοτικά. Ό,τι έχει ακολουθήσει, αν και πάντοτε πιάνει κάποια βασικά στάνταρ, δεν έχει την ίδια φρεσκάδα και σπιρτάδα των τριών πρώτων του δουλειών που μαρτυρούσαν ένα υποσχόμενο όνομα στον χώρο. Ούτε ο «Υποψήφιος» ξεφεύγει δυστυχώς από αυτόν τον κανόνα, σπαταλώντας την ευκαιρία για μια πραγματικά πολύπλευρη και δηκτική πολιτική σάτιρα για να πει λίγο πολύ τα αυτονόητα. Κι αν το ξεκίνημα προϊδεάζει για κάτι πιο σκωπτικό και σαρκαστικό, εκθέτοντας την κενότητα του επικοινωνιακού κομματιού της πολιτικής, που την αντιμετωπίζει κυνικά σαν ένα προϊόν προς πώληση, με μια γραφή επίτηδες ντοκιμαντερίστικη, όταν το σενάριο μπαίνει στο «κυρίως πιάτο» τα πράγματα σταδιακά σοβαρεύουν όλο και περισσότερο για να ακολουθήσουν στο τέλος μια συνήθη, προβλέψιμη και υπερβολικά ασφαλή χολιγουντιανή προσέγγιση δράματος με οσκαρικές βλέψεις, χωρίς όμως να διαθέτει τις απαραίτητες συναισθηματικές εντάσεις ώστε να βάλει τον θεατή βαθιά μέσα στο μάτι του κυκλώνα μιας αδιαμφισβήτητα οριακής κατάστασης. Τα πράγματα θα ήταν καλύτερα αν από την αρχή μέχρι το τέλος διατηρούταν ένα ενιαίο ύφος, είτε αυτό επιλεγόταν να είναι ακαδημαϊκό είτε πιο ρηξικέλευθο και καυστικό. Το «κατηγορώ» του φιλμ απέναντι στην καφρίλα και τις κανιβαλιστικές τάσεις της αποκαλούμενης ταμπλόιντ δημοσιογραφίας αλλά και του κοινού που τη βοηθάει με την ανταπόκρισή του να γιγαντώνεται ως φαινόμενο είναι σαφέστατο, ωστόσο δεν αναπτύσσεται ιδιαίτερα πέραν κάποιων βασικών διαπιστώσεων.

Σε κάποια σημεία η στάση της ταινίας απέναντι στην πραγματική προσωπικότητα που απεικονίζει φαίνεται θολή και αναποφάσιστη. Ο Reitman μοιάζει σαν να μην μπορεί να ξεκαθαρίσει αν ο Gary Hart αποτελεί μια φιγούρα με κατά βάση θετικό πρόσημο που πέφτει θύμα ενός ανθρωποφαγικού συστήματος λόγω μιας κρίσιμης αδυναμίας του ή ένα γελοίο κι επιφανειακό άτομο που ωστόσο σίγουρα δεν αξίζει τον ασύμμετρο διασυρμό που υφίσταται. Όσο «τρέχει» η χρονική διάρκεια βρίσκονται ενδείξεις που υποδεικνύουν αμφότερες τις ερμηνείες, η νοητή ζυγαριά της κρίσης όμως δεν φαίνεται να γέρνει περισσότερο ως προς μια κατεύθυνση στο φινάλε. Η έλλειψη μπούσουλα αδικεί και το καλοδουλεμένο πορτρέτο που φτιάχνει ο Hugh Jackman, που καταφέρνει έξοχα να τονίσει τις φαινομενικά λεπτές, αλλά ουσιαστικά τεράστιες διαφορές μεταξύ της δημόσιας και ιδιωτικής εικόνας του ήρωά του, με εξαιρετικές μεταβάσεις από τη σιγουριά στην τρωτότητα και από την ψυχραιμία στην ψυχολογική κατάρρευση. Το πλαίσιο των δευτεραγωνιστών είναι ικανοποιητικό (αν και ο χαρακτήρας της «συζύγου Κουράγιο» αλά Χόλιγουντ που υποδύεται η Vera Farmiga έχει καταντήσει πλέον ένα αφόρητα κουραστικό κλισέ), δεν χωράει όμως αμφιβολία πως ο πρωταγωνιστής είναι αυτός που κουβαλάει το φιλμ στα χέρια του, ακόμη κι αν δεν πρόκειται ακριβώς περί περίπτωσης παραστάσεως για έναν ρόλο.

Παρά το ότι ουδέποτε ανακαλύπτεται ο τροχός, με εξαίρεση τη σωστή κι επίκαιρη ελέω #MeToo απόφαση να καλυφθεί και η πλευρά του τρίτου προσώπου του σκανδάλου με κατανόηση κι ευαισθησία, το αποτέλεσμα είναι ευπρεπές, αντλώντας το ενδιαφέρον του βέβαια έτοιμο ως επί το πλείστον από τα ίδια τα αληθινά δρώμενα στα οποία βασίζεται. Ένα σημαντικό στοιχείο που λείπει κι εμποδίζει το φιλμ από το να χαραχθεί ανεξίτηλα στη μνήμη είναι η αιχμηρότητα που θα όφειλε να υπάρχει σε μεγαλύτερο βαθμό μιας και πρόκειται για μια ιστορία που αγγίζει πολύ «πικάντικα» θέματα, από τον σχηματισμό συνειδήσεων μέσω των μίντια μέχρι το τι μπορεί να οριστεί ως επαγγελματική δεοντολογία. Ίσως οι πιο απολαυστικές σκηνές είναι αυτές που δείχνουν το πως το ίδιο σύστημα που μπορεί να αναδείξει και να προωθήσει τον οποιονδήποτε σε ένα δημόσιο αξίωμα μπορεί να λειτουργήσει με μια κυνική ευκολία και αντιστρόφως αναλόγως με το ρεύμα που επικρατεί. Είναι αυτές οι στιγμές που δείχνουν τα δυνητικά ύψη που θα μπορούσαν να πιαστούν εδώ αν λαμβάνονταν γόνιμα ρίσκα.

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

15 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *