Το αμερικανικό περιοδικό French Dispatch, που κατοικοεδρεύει στη γαλλική πόλη Ennui-sur-Blase, κλονίζεται από τα θεμέλια του όταν ο εκδότης πεθαίνει. Το προσωπικό όμως του περιοδικού αποφασίζει πως πρέπει να βγει ένα τελευταίο τεύχος, που θα περιλαμβάνει τα καλύτερα άρθρα που συμπεριλήφθηκαν στα 10 χρόνια ιστορίας του περιοδικού. Σε αυτά υπάρχει κάποιο για έναν καλλιτέχνη που φυλακίστηκε για διπλή δολοφονία, ένα άλλο για μια απαγωγή που εξιχνιάστηκε από έναν σεφ και αστυνομικό, αλλά και ιστορίες σπουδαστών από τον Μάη του 1968.
Σκηνοθεσία:
Wes Anderson
Κύριοι Ρόλοι:
Benicio Del Toro … Moses Rosenthaler
Adrien Brody … Julian Cadazio
Tilda Swinton … J. K. L. Berensen
Lea Seydoux … Simone
Frances McDormand … Lucinda Krementz
Timothee Chalamet … Zeffirelli
Lyna Khoudri … Juliette
Jeffrey Wright … Roebuck Wright
Alex Lawther … Morisot
Mathieu Amalric … ο επιθεωρητής
Steve Park … υπαστυνόμος Nescafier
Bill Murray … Arthur Howitzer Jr.
Owen Wilson … Herbsaint Sazerac
Elisabeth Moss … Alumna
Edward Norton … ο σοφέρ
Willem Dafoe … Albert
Lois Smith … Upshur ‘Maw’ Clampette
Christoph Waltz … Paul Duval
Cecile de France … Κα B
Guillaume Gallienne … Κος B
Jason Schwartzman … Hermes Jones
Henry Winkler … θείος Joe
Bob Balaban … θείος Nick
Hippolyte Girardot … Chou-fleur
Saoirse Ronan … η σόου-γκερλ
Liev Schreiber … ο παρουσιαστής τοκ-σόου
Rupert Friend … ο εκπαιδευτής λοχίας
Fisher Stevens … νομικός σύμβουλος
Griffin Dunne … συντάκτης
Tony Revolori … Moses Rosenthaler (νεαρός)
Denis Menochet … δεσμοφύλακας
Anjelica Huston … αφηγήτρια (φωνή)
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Wes Anderson
Στόρι: Wes Anderson, Jason Schwartzman, Roman Coppola, Hugo Guinness
Παραγωγή: Wes Anderson, Jeremy Dawson, Steven Rales
Μουσική: Alexandre Desplat
Φωτογραφία: Robert D. Yeoman
Μοντάζ: Andrew Weisblum
Σκηνικά: Adam Stockhausen
Κοστούμια: Milena Canonero
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Πολύ θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: The French Dispatch
- Ελληνικός Τίτλος: Η Γαλλική Αποστολή
- Εναλλακτικός Τίτλος: The French Dispatch of the Liberty, Kansas Evening Sun
- Εναλλακτικός Ελλ. Τίτλος: Η Γαλλική Αποστολή της Ελευθερίας, Κάνσας Απογευματινός Ήλιος
Κύριες Διακρίσεις
- Υποψήφιο για Χρυσή Σφαίρα μουσικής.
- Υποψήφιο για Bafta μουσικής, σκηνικών και κοστουμιών.
- Συμμετοχή στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ Κανών.
Παραλειπόμενα
- Ούτε το αμερικανικό περιοδικό ούτε η γαλλική πόλη υπήρξαν ποτέ στην πραγματικότητα.
- Τα γυρίσματα έγιναν στο Ανγκουλέμ, στη νοτιοδυτική Γαλλία.
- Το 2018 είχε ανακοινωθεί ως μιούζικαλ που θα τοποθετούνταν στη Γαλλία του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
- Ο Anderson εμπνεύστηκε την ταινία του μέσα από την αγάπη του για το περιοδικό The New Yorker, από άρθρα του οποίου δανείστηκε κάποιους χαρακτήρες και γεγονότα. Πιο συγκεκριμένα, οι τρεις ιστορίες του Μάη του ’68 προέρχονται από δουλειά της Mavis Gallant επί του δίπτυχου άρθρου The Events in May: A Paris Notebook, ενώ αυτή με τον Adrien Brody από το εξαπλό άρθρο The Days of Duveen που αναφέρονταν στο διάσημο συλλέκτη τέχνης λόρδο Duveen.
- Natalie Portman και Brad Pitt είχαν άμεσα ακουστεί ότι θα συμμετείχαν.
- Η Kate Winslet είχε ανακοινωθεί για το καστ, αλλά αναγκάστηκε να αποχωρίσει λόγω του Αμμωνίτη.
- Ο ρόλος του Timothee Chalamet γράφτηκε με τον συγκεκριμένο ηθοποιό κατά νου.
- Bill Murray και Saoirse Ronan ολοκλήρωσαν τις σκηνές του μέσα σε δύο ημέρες γυρισμάτων.
- Η Searchlight Pictures είχε κανονίσει η παγκόσμια πρεμιέρα να γίνει στο φεστιβάλ Κανών του 2020 και τον επόμενο μήνα η διανομή στις αίθουσες. Η πανδημία δεν απέτρεψε μεν την πρεμιέρα στις Κάνες (που το 2020 δεν πραγματοποιήθηκε), αλλά την ανέβαλε για έναν ολόκληρο χρόνο.
Μουσικά Παραλειπόμενα
- Ο Jarvis Cocker, ένα από τα ιδρυτικά μέλη των Pulp, είναι που δανείζει τη φωνή στον γάλλο τραγουδιστή Tip-Top.
Κριτικός: Ορέστης Μαλτέζος
Έκδοση Κειμένου: 2/12/2021
Ακόμα κι αν δεν θεωρήσουμε τη «Γαλλική Αποστολή» ως την καλύτερη ταινία του Wes Anderson, δεν χωρά αμφισβήτηση ότι πρόκειται για τη στιγμή της φιλμογραφίας του όπου όλα τα στοιχεία της ιδιαίτερης αισθητικής του, του τρόπου αφήγησης και κάθε ιδιάζουσας τάσης στις απεικονίσεις του συγκεντρώνονται και αποτελούν ενωμένα το πιο αγνό απόσταγμα της δημιουργικής του παραγωγής.
Καθ’ ομολογία του ίδιου, πρόκειται για μια ερωτική επιστολή τόσο στο περιοδικό New Yorker και στα πρωτοποριακά κοσμοπολίτικα άρθρα που κοσμούσαν τις στήλες του από εξέχοντες δημοσιογράφους και συγγραφείς, όσο και στο γαλλικό σινεμά και την κουλτούρα της Γαλλίας εν γένει, σε μια ιδιάζουσα περίπτωση ενός αμερικανού δημιουργού που όχι μόνο δείχνει να νιώθει την ξένη χώρα σαν γενέτειρά του, αλλά και να την κατανοεί σε βάθος και με γνήσια ποιότητα, υποτάσσοντας σε αυτήν το ασυμβίβαστο στιλ του.
Η ταινία ξετυλίγεται μπροστά στα μάτια μας σαν να ξεφυλλίζουμε ένα περιοδικό, αποτελούμενη από μια νεκρολογία, έναν ταξιδιωτικό οδηγό και τρία κύρια άρθρα. Πέντε ιστορίες δηλαδή, η κάθε μία τελείως αυτόνομη σε θεματική από τις άλλες, που τις ενώνουν μόνο η εξόφθαλμη τεχνική του Anderson. Ήτοι, τα συμμετρικά καδραρίσματα, οι ακριβείς κινήσεις κάμερας, τα επιτηδευμένα σετ θεατρικών καταβολών, το πολυπληθές καστ και οι εναλλαγές από την κρεμώδη μονοχρωμία στα παστέλ χρώματα ζαχαρωτού γνωρίζουν εδώ το ζενίθ της τεχνικής μαστοριάς, κατακλύζοντας την οθόνη με μια οπτική υπερπληροφόρηση, που είναι σχεδόν ακατόρθωτο να αφομοιώσεις με μιας αυτό που βλέπεις αλλά και να κοιτάξεις πίσω του. Η ταινία βρίθει από επιφανειακές απολαύσεις που στερούν από τον θεατή τη δυνατότητα επένδυσης στους χαρακτήρες σε συναισθηματικό επίπεδο, μια προσέγγιση στην οποία είναι εναρμονισμένοι όλοι οι ηθοποιοί με μια σταθερή ανέκφραστη ειρωνεία στο παίξιμό τους. Αν συνυπολογίσουμε ότι στις ταινίες του Wes Anderson απαιτείται η πλήρης χρονική διάρκειά τους για να γνωρίσει ο θεατής τους χαρακτήρες τους, εδώ οι μικρού μήκους ιστορίες που παρουσιάζονται σαν εικαστικά περίπλοκες βινιέτες εναλλάσσονται απανωτά είτε είσαι έτοιμος είτε όχι, ενώ η όλη παρουσίαση ολοκληρώνεται απότομα χωρίς να καταλήγει κάπου, όχι σε επίπεδο ιστορίας φυσικά, αλλά σε ένα διάχυτο αίσθημα ότι αυτό που βλέπεις έχει έστω και σαν κατακλείδα κάποιο νόημα.
Αν κάποιος θέλει να κατηγορήσει τον Anderson ότι το ενδιαφέρον του στρέφεται αποκλειστικά σε μια διάθεση για παιχνίδι, η «Γαλλική Αποστολή» είναι η ακλόνητη απόδειξη για το κατηγορητήριο, ιδιαίτερα εμφανής στην ιστορία που εμπνέεται από τον Μάη του ’68. Περισσότερο σημαντικό για τον Anderson όμως από μια απόπειρα κοινωνικού σχολιασμού είναι κάτι βαθύτερο, ένα προσωπικό άγχος που ξεπετιέται υποδόρια και διακριτικά μέσα από διάσπαρτα περιστατικά όπως τους δυο χαρακτήρες που βρίσκουν το κοινό σημείο αναφοράς τους στο ότι είναι εξορισμένοι σε ξένο τόπο στερημένοι από «κάτι», ή στην επαναλαμβανόμενη οδηγία του εκδότη στους συντάκτες του («προσπάθησε απλώς να το κάνεις να ακούγεται σαν να το έγραψες επίτηδες»), ο οποίος εκδότης επίσης επιθυμεί το περιοδικό να διακόψει τη λειτουργία του μετά τον θάνατό του.
Τίποτα σε μια ταινία του Wes Anderson δεν συμβαίνει κατά τύχη, τίποτα δεν απεικονίζεται κατά λάθος. Βέβαια, αν είστε φαν του, αυτό το ξέρετε ήδη, και σαν τους σταθερούς πρωτοκλασάτους συνεργάτες του που δεν λένε ποτέ όχι στη συμμετοχή τους ακόμα κι αν αυτή διαρκεί δευτερόλεπτα, η ταινία είναι ήδη σημειωμένη για προβολή στον νου σας.
Βαθμολογία:
Anderson ζούμε για να σε ακολουθούμε! Αυτό είναι σινεμά, ακόμα κι αν το αντιλαμβάνονται λίγοι.