Πριν 100 χρόνια, ένα πλοίο ναυάγησε στους βράχους του κόλπου της μικρής κοινότητας του Αντόνιο Μπέι. Όταν το ρολόι χτυπάει 12 τη νύχτα της αιματηρής επετείου, ανεξήγητα φαινόμενα κάνουν την εμφάνισή τους. Τότε μια πυκνή και λαμπερή ομίχλη εμφανίζεται στα ανοιχτά και μοιάζει ότι θα καλύψει τα πάντα. Μέσα της, μια ομάδα ψαράδων δολοφονείται βάναυσα, και η απειλή ζυγώνει την ακτή. Ένα προσχεδιασμένο έγκλημα, που για τόσα χρόνια κρατιόταν κρυφό, αποκαλύπτεται ρίχνοντας φως στην αιτία που σκιώδεις φιγούρες τώρα ζητούν απεγνωσμένα εκδίκηση.
Σκηνοθεσία:
John Carpenter
Κύριοι Ρόλοι:
Adrienne Barbeau … Stevie Wayne
Tom Atkins … Nick Castle
Jamie Lee Curtis … Elizabeth Solley
Hal Holbrook … πάτερ Malone
Janet Leigh … Kathy Williams
Nancy Kyes … Sandy Fadel
Ty Mitchell … Andy Wayne
Charles Cyphers … Dan O’Bannon
John Houseman … Κος Machen
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: John Carpenter, Debra Hill
Παραγωγή: Debra Hill
Μουσική: John Carpenter
Φωτογραφία: Dean Cundey
Μοντάζ: Charles Bornstein, Tommy Lee Wallace
Σκηνικά: Tommy Lee Wallace
Κοστούμια: Stephen Loomis, Bill Whitten
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: The Fog
- Ελληνικός Τίτλος: Η Ομίχλη
- Εναλλακτικός Τίτλος: John Carpenter’s The Fog
Άμεσοι Σύνδεσμοι
- Η Ομίχλη (2005)
Παραλειπόμενα
- Ο John Carpenter είχε δηλώσει ότι επιρροή του ήταν το βρετανικό The Trollenberg Terror (1958), όπου αναφέρονταν σε τέρατα μέσα στα σύννεφα. Επίσης είπε ότι όλα ήρθαν στον νου του κατά την επίσκεψη του στη Βρετανία και το Στόουνχεντζ. Ήταν απόγευμα και αυτός με την τότε φιλενάδα του και συνεργάτιδα Debra Hill βρέθηκαν μέσα σε πυκνή ομίχλη. Τα γεγονότα του πλοίου, από την άλλη, προέρχονται από ένα αληθινό γεγονός του 19ου αιώνα που έλαβε χώρα ανοιχτά της Καλιφόρνιας (και τα οποία απεικονίζονται στο φιλμ The Master Gunfighter/Ο Μεγάλος Εκτελεστής του 1975).
- Παρότι χαμηλού μπάτζετ ανεξάρτητη παραγωγή, γυρίστηκε σε αναμορφικό φορμάτ 2.35:1.
- Όταν είδε ο Carpenter το πρώτο μοντάζ, απογοητεύτηκε. Τότε πρόσθεσε τον πρόλογο με τον John Houseman, και κάποιες ακόμα σκηνές για να γίνει πιο τρομακτικό και πιο γκορ. Το ένα τρίτο του τελικού φιλμ είναι αποτέλεσμα επαναληπτικών γυρισμάτων.
- Ντεμπούτο στον κινηματογράφο για την τηλεοπτική Adrienne Barbeau, σύζυγο τότε του σκηνοθέτη.
- Παρά τις μέτριες αρχικές κριτικές, το φιλμ των 1,1 εκατομμυρίων δολαρίων έβγαλε 21,3, και απέκτησε cult φήμη.
Κριτικός: Σταύρος Γανωτής
Έκδοση Κειμένου: 3/9/2020
Δεν θα μπούμε σε διαδικασία να αναζητήσουμε τους λόγους που η συγκεκριμένη ταινία δεν είχε την καλύτερη κριτική υποδοχή, αλλά είναι ένα από τα λίγα cult που ανταποκρίνονται σε αποκατάσταση αξίας, και όχι βίτσιο ομάδας κοινού.
Μα πώς άραγε θα έπεφτε τόσο έξω ο John Carpenter στην πλέον δημιουργική φάση της καριέρας του (από το 1976 έως το 1982 είχε πάρει κυριολεκτικά φωτιά!). Στην περίπτωση μας, έχουμε μία από τις πλέον πετυχημένες αποδώσεις θριλερικής ατμόσφαιρας που είδαμε μέσα σε εκείνα τα φορτσάτα για το είδος χρόνια. Όλο το σκηνικό είναι μελετημένα δομημένο: η παραθαλάσσια πόλη, το αποπνικτικό σκοτάδι, ο φάρος με τη ραδιοφωνική εκφωνήτρια ως πανόπτη. Κι όλα αυτά σε ένα τοπίο που μοιάζει χαρακτηριστικά αποκομμένο από την υπόλοιπη χώρα, με το λούσιμο από την ομίχλη να μη συναντάει τον παραμικρό άξιο αντίπαλο. Μα τι ομίχλη, όμως! Μια μεταφυσική κατάσταση που συνοδεύεται από έντονο φως, σε αντίστιξη με το πυκνό σκοτάδι, και όποιος βρίσκεται μέσα σε αυτή, συναντάει έναν απόκοσμο κι ανατριχιαστικό θάνατο.
Θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για την εκδίκηση του παρελθόντος που ελλοχεύει στο στόρι, έχοντας γνώση πως η μεγάλη αυτή χώρα χτίστηκε μέσα στο αίμα και τον άδικο θάνατο. Κάτι δηλαδή που ήρθε να θυμίσει κι ο Scorsese στις Συμμορίες της Νέας Υόρκης, δίχως να χρειαστεί εκεί να περάσει σε παραλληλισμούς. Ένα παρελθόν που ενώ δεν υπάρχει ζωντανό μέσα στην κοινωνία, ελλοχεύει να βρει δικαίωση. Αν το πηγαίναμε και πιο κάτω από ό,τι λογικά σκέφτηκε κι ο ίδιος ο Carpenter, οι άποικοι αφάνισαν τον πολιτισμό των νομάδων ινδιάνων, για να καταστήσουν στα ίδια χώματα έναν πολιτισμό πόλεων. Αλλά η εκδίκηση ήρθε από τη φύση, αφού υπήρχε σοβαρός λόγος που οι «απολίτιστοι» ινδιάνοι δεν έφτιαχνα σταθερούς οικισμούς, και σήμερα ονομάζονται Κατρίνα, παγετώνας και ούτω καθεξής…
Ας επιστρέψουμε όμως στις μυθοπλαστικές τρομάρες, με την Ομίχλη να μας προσφέρει ουκ ολίγες. Η αγωνία χτίζεται ήδη από τη σκηνή των τίτλων, και με ένα διάλλειμα ανάσα λίγων λεπτών, πετυχαίνει μέσα σε λιγότερο από μιάμιση ώρα να σε κάνει να αισθάνεσαι ότι πέρασε αιώνας. Απλώνει τα μέτωπα που χτυπάει η συμφορά, και κορυφώνει με τον κατάλληλο τρόπο τη δράση. Προσθέτεις τις εικόνες των γκορ φαντασμάτων, την απόγνωση των ηρώων, τον φρικτό θάνατο που χτυπάει επίμονα την πόρτα, κι έχεις ένα θρίλερ ιδανικό. Ούτε οι χαρακτήρες υστερούν, μια και καταφέρνουν με σύντομη διαδικασία να γίνουν οικείοι, ως και cult για την περίπτωση της Adrienne Barbeau.
Όχι, ο Carpenter δεν έκανε κανένα ποιοτικό διάλλειμα εκείνη τη χρυσή εξαετία του. Το πρόβλημα είναι ότι έκτοτε πήρε έναν κατήφορο, αρχικά ανεκτό, αλλά στη συνέχεια απότομο, πολύ απότομο.
Βαθμολογία: