Στη Μασαχουσέτη της δεκαετίας του 1990, ο Μίκι Γουόρντ είναι ένας ταλαντούχος μποξέρ, ο οποίος έχει για μάνατζερ τη μητέρα και για προπονητή τον μεγαλύτερο αδελφό του. Τα μπλεξίματα του τελευταίου με τα ναρκωτικά, ωστόσο, δημιουργούν προβλήματα στην καριέρα του Μίκι, ο οποίος αποφασίζει να συνεχίσει χωρίς την οικογένειά του.
Σκηνοθεσία:
David O. Russell
Κύριοι Ρόλοι:
Mark Wahlberg … Mickey Ward
Christian Bale … Dick ‘Dicky’ Eklund
Amy Adams … Charlene Fleming
Melissa Leo … Alice Eklund-Ward
Jack McGee … George Ward
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Scott Silver, Paul Tamasy, Eric Johnson
Στόρι: Paul Tamasy, Eric Johnson, Keith Dorrington
Παραγωγή: Dorothy Aufiero, David Hoberman, Ryan Kavanaugh, Todd Lieberman, Paul Tamasy, Mark Wahlberg
Μουσική: Michael Brook
Φωτογραφία: Hoyte Van Hoytema
Μοντάζ: Pamela Martin
Σκηνικά: Judy Becker
Κοστούμια: Mark Bridges
- Κυριότερη Προβολή στην Ελλάδα: Διανομή στις αίθουσες.
- Παγκόσμια Κριτική Αποδοχή (Μ.Ο.): Θετική.
Τίτλοι
Αυθεντικός Τίτλος: The Fighter
Ελληνικός Τίτλος: The Fighter
Κύριες Διακρίσεις
- Όσκαρ δεύτερου αντρικού ρόλου (Christian Bale) και δεύτερου γυναικείου ρόλου (Melissa Leo). Υποψήφιο για καλύτερη ταινία, σκηνοθεσία, δεύτερο γυναικείο ρόλο (Amy Adams), αυθεντικό σενάριο και μοντάζ.
- Χρυσή Σφαίρα δεύτερου αντρικού ρόλου (Christian Bale) και δεύτερου γυναικείου ρόλου (Melissa Leo). Υποψήφιο για καλύτερη ταινία (δράμα), σκηνοθεσία, πρώτο αντρικό ρόλο (Mark Wahlberg) σε δράμα και δεύτερο γυναικείο ρόλο (Amy Adams).
- Υποψήφιο για Bafta δεύτερου αντρικού ρόλου (Christian Bale), δεύτερου γυναικείου ρόλου (Melissa Leo) και σεναρίου.
Παραλειπόμενα
- Για τον ρόλο που τελικά πήρε ο Christian Bale, ήταν υποψήφιοι οι Matt Damon, Brad Pitt.
- Η Emily Blunt απέρριψε από μόνη της έναν ρόλο.
- Για τη σκηνοθεσία πρώτος υποψήφιος ήταν ο Darren Aronofsky.
- Το γυμναστήριο του Art Ramalho που φαίνεται στην ταινία δεν είναι σκηνικό, αλλά ο πραγματικός χώρος που ο Micky Ward προπονούνταν. Είναι ακόμα εν λειτουργία.
- Ο Christian Bale έχασε πολλά κιλά για να μπορέσει να παίξει τον ρόλο του. Μάλιστα, για να προετοιμαστεί κατάλληλα, εξαφανιζόταν με τις ώρες από το πλατό.
Εξωτερικοί Σύνδεσμοι
Κριτικός: Σταύρος Γανωτής
Έκδοση Κειμένου: 5/1/2011
Αν μάχεται για κάτι το Fighter, είναι για την απόλυτη αποδοχή του κοινού. Ο David O. Russell λογικά αιχμαλωτίζεται από τη λέξη «βιογραφία» κι ενώ τα κάνει όλα άψογα, παράγει μια ταινία με παρακμιακό φαίνεσθαι και feelgood «είναι». Το βασικό, λοιπόν, πρόβλημα στο έργο είναι πως ενώ περνάς καλά κατά τη θέαση και δεν έχεις σχεδόν τίποτα να του επισυνάψεις, δεν σε δοκιμάζει ώστε να σου μείνει αξέχαστο. Είναι, παρά ταύτα, πολύ προσεγμένο, αποφεύγει τους ακαδημαϊσμούς (τους κρύβει πολύ καλά κάτω από τη σκηνοθετική μανιέρα του Russell) και είναι ένα πολύ καλό πακέτο για τα Όσκαρ, αφού ευστοχεί σε όλους αυτούς τους τομείς που κάνουν μια ταινία οσκαρική και μάλιστα με τη μοντέρνα έννοια.
Ο Russell πιάνει τον ιρλανδικό σφυγμό, στον αντίποδα της πρόσφατης αποτυχίας του Affleck στον ίδιο τομέα (The Town). Οι ήρωες του αναπτύσσονται εσωτερικά με δεινότητα κι εξωτερικά με ορθή πλοκή, και οι ερμηνείες που τους συνοδεύουν ξεπερνούν τις βασικές προσδοκίες. Ειδικά ο μεταμορφωμένος Christian Bale αναλαμβάνει και ρόλο κωμικού, σπάζοντας την κλασική στρυφνάδα μιας βιογραφίας. Η Amy Adams είναι όμως το ερμηνευτικό μυστικό του έργου, και κερδίζει εκ νέου τον σεβασμό που της στέρησε το Ζητείται Γαμπρός. Όλα καλά, όλα ανθηρά, αλλά η ταινία είναι βατή. Ποτέ βαρετή, ποτέ κουραστική, αλλά βατή σαν να έγινε για να μην τη χαλάσει κανενός. Οι λόγοι για να το δείτε είναι πολλοί και ουσιαστικοί, οι λόγοι για να σας αποτυπωθεί στη σινε-μνήμη λιγότεροι…
Βαθμολογία:
Κριτικός: Χάρης Καλογερόπουλος
Έκδοση Κειμένου: 5/1/2011
O σκηνοθέτης του «Three Kings» David O. Russell μας δίνει ένα έργο, τυπικό του καλού, λαϊκού αμερικάνικου κινηματογράφου. Ρεαλισμός αλλά χωρίς υπερβάσεις. Είναι η μαγιά που χρησιμοποιεί και ο Eastwood, για να εμβαθύνει όμως στο ανθρώπινο δράμα, κάτι που εδώ λείπει. Ωστόσο υπάρχουν αρετές που κάνουν το φιλμ αξιόλογο, ιδιαίτερα στην απόδοση των χαρακτήρων χάρη σε δυο ηθοποιούς. Η Melissa Leo (Frozen River) δημιουργεί μια εξαιρετική περσόνα αμερικάνας επαρχιώτισσας που ορίζει μητριαρχικά τη φαμίλια της. Οι πέντε έξι κόρες της είναι κακάσχημες, κακότροπες και ηλίθιες ενώ η ίδια κυριαρχεί με την λεπτή, περιποιημένη, βαμμένη, τακουνάτη φιγούρα της και το ρόλο της ως μάνατζερ των δυο κανακάρηδων που παρά το ότι είναι μποξέρ, την υπακούουν ως παιδάκια που δεν έχουν απογαλακτισθεί. Ο Christian Bale (Dicky Eklund) αποδίδει ισορροπημένα το ρόλο του, χωρίς να ξεπέφτει σε υπερβολές – βρετανός είναι στο κάτω κάτω. Είναι ο φωνακλάς, επιδειξιομανής, αποτυχημένος μποξέρ που έχει κολλήσει στο ότι κάποτε, μια και μοναδική φορά, νίκησε ένα διάσημο αντίπαλο. Χρόνια τώρα όμως είναι εθισμένος στο κρακ, μπαινοβγαίνει στις τοπικές φυλακές για μικροαδικήματα και προπονεί τον μικρό ετεροθαλή αδελφό Mickey Ward (Mark Wahlberg) εν όψει πάντα καριέρας.
Μέσα στο βιογραφικό πλαίσιο που βάζει ο ίδιος ο σκηνοθέτης, το παράδοξο είναι ότι ενώ πρόκειται για την ιστορία του υπαρκτού «Irish» Micky Ward, το ίδιο το σενάριο και οι ερμηνείες μεταθέτουν το κέντρο βάρους στον αδελφό-Bale και την μητέρα-Leo, με τον Mickey -Wahlberg να υφίσταται ως άβουλο πλάσμα, πιόνι των άλλων όχι απλά σε αφηγηματικό επίπεδο (αυτό δεν θα ήταν πρόβλημα) αλλά σε δραματουργικό. Ακόμη και η κοπέλα του Charlene (Amy Adams) έχει μεγαλύτερες ευκαιρίες να δομήσει χαρακτήρα από αυτόν. Αλλά ας το πάρουμε ως ψευδοπρόβλημα και ας θεωρήσουμε ότι ο σκηνοθέτης θέλει να κάνει περισσότερο μια ηθογραφία πάνω σε μια επαρχιώτικη κοινωνία. Ανάμεσα από τις ερμηνείες, το χιούμορ του είναι υπόγειο και επιτυχημένο. Και μόνο το πώς χειρίζεται το μοτίβο της ανεύρεσης του διαρκώς μαστουρωμένου αδελφού από τη μάνα (εκείνος πετάγεται από πίσω μπαλκόνια και την βρίσκει μπροστά του, για να την ακολουθήσει με την ουρά στα σκέλια, ενώ εκείνη προπορεύεται με τα τακούνια στα χώματα σειομένη-κουνάμενη) αξίζει τον κόπο.
Η μάνα θέλει να κανονίζονται αγώνες όπως όπως για να βγαίνει το παραδάκι, ο αδελφός θέλει να επιβραβεύεται ως προπονητής και η κοπέλα του θέλει να τον οδηγήσει σε σοβαρή καριέρα, μακριά από την βλαμμένη οικογένειά του. Ένα μέρος του φιλμικού χρόνου ταυτίζεται με τον χρόνο παραγωγής ενός ντοκιμαντέρ του HBO για τα αδέλφια, αλλά στο τέλος αποδεικνύεται ότι εστιάζει στην πτώση του Dickey από τα ναρκωτικά. Προς το τέλος, και πριν μια μεγάλη νίκη του Ward στο Λονδίνο, ο Dickey θα κάνει μια ψυχολογική υπέρβαση παραμερίζοντας το εγώ του και θα συμφιλιωθεί με τον αδελφό και την κοπέλα του χωρίς ολίσθηση στο μελό.
Οι σκηνές boxing καλές, παράγουν σασπένς αλλά δεν πρωταγωνιστούν ούτε έχουν την μεγαλοπρέπεια ενός Raging Bull.
Εντέλει τίποτε το τρομερό, αλλά πολύ καλά δοσμένο.
Βαθμολογία:
Κριτικός: Σοφία Γουργουλιάνη
Έκδοση Κειμένου: 24/1/2011
Ανά τακτά χρονικά διαστήματα, το Xόλιγουντ μάς σερβίρει κάποια ταινία με πυγμάχους, η οποία φυσικά γίνεται μεγάλη επιτυχία. Ακούγεται κλισέ και ίσως είναι. Το The Fighter προσπαθεί να ξεφύγει από αυτό το κλισέ, κυρίως μέσω της ρεαλιστικής του σκηνοθεσίας. Λίγο από ντοκιμαντέρ και πολύ από μελόδραμα συνθέτουν ένα σκηνοθετικό μοτίβο που εν μέρει διαφοροποιείται. O σκηνοθέτης δημιουργεί έναν κόσμο γεμάτο αντιξοότητες κι αδιέξοδα, και πραγματικά μεταφέρει το κοινό του ακριβώς εκεί που το θέλει.
Όμως, η ταινία του μοιάζει με ένα ταξίδι που ναι μεν κάνεις, τελικά όμως σου περνά πλήρως αδιάφορο καθώς δεν σου χαρίζει καμία συγκίνηση. Η ταινία έχει το μεγάλο μειονέκτημα να περνά συναισθηματικά αδιάφορη. Ένα μελόδραμα με έρωτες και το φτωχό παιδί που τα καταφέρνει, οφείλει εξ ορισμού του να είναι δακρύβρεχτο ή έστω συγκινητικό. Εδώ, τίποτε από τα δύο δεν συμβαίνει, αντίθετα δεν θα σκάσετε ούτε χαμόγελο, ούτε δάκρυ.
Ένα επιπλέον μειονέκτημα της ταινίας είναι οι χαρακτήρες της. Η ταινία αναμασά χαρακτήρες που έχουμε δει και ξαναδεί. Αρκείται στα όσα πριν από χρόνια έχουν άλλοι δημιουργήσει, και δεν καταβάλει καμία προσπάθεια να τους εξελίξει με κάποιο τρόπο, προκαλώντας απανωτά deja-vu.
Συμπερασματικά, πρόκειται για μια ταινία που θα δείτε δίχως πρόβλημα, αλλά δεν ξεφεύγει από τον κανόνα της χρυσής μετριότητας.
Βαθμολογία: