Ακολουθάμε τον Σάμι Φέιμπελμαν από την ηλικία των 7 έως αυτή των 17, όπου μεγαλώνει στη μεταπολεμική Αριζόνα. Με μια υποστιρικτική μητέρα στο πλάι του, ο νεαρός Σάμι βλέπει στον κινηματογράφο την ταινία ‘Το Όγδοο Θαύμα’ του Σεσίλ ΝτεΜιλ, και μαζί τη ζωή του να αλλάζει. Μαζί όμως με τη γνώση για το πού θέλει να αφιερώσει την υπόλοιπη ζωή του, η δύναμη του σινεμά θα τον βοηθήσει να αποκαλύψει και το μεγάλο μυστικό της οικογένειας του.
Σκηνοθεσία:
Steven Spielberg
Κύριοι Ρόλοι:
Gabriel LaBelle … Sammy Fabelman
Michelle Williams … Mitzi Fabelman
Paul Dano … Burt Fabelman
Seth Rogen … Bennie Loewy
Judd Hirsch … θείος Boris
Jeannie Berlin … Hadassah Fabelman
Julia Butters … Reggie Fabelman
Mateo Zoryon Francis-DeFord … Sammy Fabelman (νεότερος)
Robin Bartlett … Tina Schildkraut
Keeley Karsten … Natalie Fabelman
Sophia Kopera … Lisa Fabelman
Oakes Fegley … Chad Thomas
Gabriel Bateman … Roger
David Lynch … John Ford
Chloe East … Monica Sherwood
Greg Grunberg … Bernie Fein
Gustavo Escobar … Sal
James Urbaniak … ο διευθυντής
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Steven Spielberg, Tony Kushner
Παραγωγή: Tony Kushner, Kristie Macosko Krieger, Steven Spielberg
Μουσική: John Williams
Φωτογραφία: Janusz Kaminski
Μοντάζ: Sarah Broshar, Michael Kahn
Σκηνικά: Rick Carter
Κοστούμια: Mark Bridges
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Πολύ θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: The Fabelmans
- Ελληνικός Τίτλος: The Fabelmans
Κύριες Διακρίσεις
- Υποψήφιο για Όσκαρ καλύτερης ταινίας, σκηνοθεσίας, πρώτου γυναικείου ρόλου (Michelle Williams), δεύτερου αντρικού ρόλου (Judd Hirsch), αυθεντικού σεναρίου. μουσικής και σκηνικών.
- Χρυσή Σφαίρα καλύτερης ταινίας (δράμα) και σκηνοθεσίας. Υποψήφιο για πρώτο γυναικείο ρόλο (Michelle Williams) σε δράμα, σενάριο και μουσική.
- Υποψήφιο για Bafta σεναρίου.
- Βραβείο κοινού στο φεστιβάλ του Τορόντο.
- Καλύτερη ξένη ταινία στα David Di Donatello.
Παραλειπόμενα
- Μπορεί να είναι άμεσα εμπνευσμένη από τη ζωή του Steven Spielberg, η ταινία όμως δεν μπορεί να καταταχθεί ως βιογραφία, μια και ο δημιουργός επέλεξε να αλλαχτούν τα ονόματα και να δοθεί μια πιο φρέσκια άποψη πάνω στα πρόσωπα και τα γεγονότα που ο ίδιος βίωσε νεαρός.
- Ο Steven Spielberg είχε κάνει λόγο για μια αυτοβιογραφική του ταινία από το 1999, με τίτλο τότε το I’ll Be Home, και την αδελφή του, Anne Spielberg, στο σενάριο. Εξαρχής όμως είχε εκφράσει και τους φόβους του για αυτήν, μια και δεν γνώριζε πώς θα αισθάνονταν η οικογένεια του. Έφτασε το 2005, και ο διάσημος δημιουργός εξιστόρησε τη ζωή του στον σεναριογράφο Tony Kushner, με τον οποίο συνεργάζονταν για το Μόναχο. Εκείνος είχε δηλώσει βέβαιος πως κάποια στιγμή θα γίνονταν ταινία. Η επίσημη δουλειά ξεκίνησε το 2019, την εποχή των γυρισμάτων του West Side Story, με το σενάριο να αρχίσει να γράφεται το 2020 κατά τη διάρκεια των lockdown της πανδημίας. Ο Kushner είχε πει για την εμπειρία του: “Γράφαμε επί τρεις ημέρες κάθε εβδομάδα, για τέσσερις ώρες την ημέρα, και τελειώσαμε το σενάριο μέσα σε δύο μήνες. Ήταν ό,τι γρηγορότερο έχω τελειώσει ποτέ μου”.
- Ο Spielberg ανακοίνωσε επίσημα τον Μάρτιο του 2021 τη συμμετοχή του στην ταινία, ενώ ως σεναριογράφος είχε να εμπλακεί σε κάποιο φιλμ από την εποχή του Α.Ι. Τεχνητή Νοημοσύνη. Τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους, ο Spielberg ανέλυσε το πόσο προσωπική ήταν για αυτόν η συγκεκριμένη ταινία, και πως μέσω αυτής έφερνε πίσω στη ζωή τους γονείς του.
- Ο αμερικανός σκηνοθέτης επέλεξε τη Michelle Williams για τον ρόλο που παραπέμπει στη μητέρα του, έχοντας την κατά νου από όταν την είχε δει στο Blue Valentine το 2010.
- Ο Gabriel LaBelle, το άλτερ-έγκο του Spielberg επί του φιλμ, ερμηνεύει για πρώτη φορά πρωταγωνιστικό ρόλο στη μεγάλη οθόνη. Ο ίδιος αποκάλυψε ότι δεν πήρε τον ρόλο με την πρώτη του οντισιόν, αλλά τρεις μήνες μετά όταν και καλέστηκε να την επαναλάβει. Πίστευε μάλιστα ότι όντας εκείνος ο έφηβος Σάμι, υπήρχε και κάποιος ενήλικας Σάμι και όχι μικρότερος επί της ταινίας.
- Κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων, καταμεσής της πανδημίας, ο δημιουργός μοίρασε σε καστ και επιτελείο βίντεο, φωτογραφίες και προσωπικές του συλλογές από το παρελθόν της οικογένειας του, επιμένοντας όμως όλοι να δώσουν μια νέα ματιά στα αληθινά πρόσωπα. Πιο ειδικά, ο LaBelle χρειάστηκε να δει αρκετές ταινίες από τη φιλμογραφία του Spielberg, συζητώντας οι δυο τους με τις ώρες πάνω στη ζωή του σκηνοθέτη.
- Στις σκηνές όπου ο Σάμι γυρίζει τις πρώτες του ταινίες σε 8mm, ο Spielberg αποφάσισε να αναπαραστήσουν επακριβώς εκείνες που ο ίδιος είχε τότε γυρίσει.
- Η -ερμηνευτική- παρουσία στο πλατό του David Lynch ήταν μια έκπληξη για τους περισσότερους, ακόμα και για τον πρωταγωνιστή που δεν είχε ιδέα πως θα του τύχαινε μια τέτοια συνάντηση.
- Η πρεμιέρα στο φεστιβάλ του Τορόντο ακολουθήθηκε από αντιδράσεις ενθουσιασμού που δεν είχαν προηγούμενο στον θεσμό.
- Πρώτη συνεργασία του Spielberg ως παραγωγού με τη Universal Pictures στη διανομή από το 2005 και το Μόναχο.
- Ενώ η κριτική στήριξε την ταινία, στα ταμεία καταποντίστηκε. Με μπάτζετ 40 εκατομμύρια δολάρια, εισέπραξε μόλις 16,4. Έμελλε έτσι η πιο προσωπική στιγμή για τον Spielberg να είναι και η λιγότερο κερδοφόρα εμπορικά.
Μουσικά Παραλειπόμενα
- Ο John Williams αποκάλυψε ότι αυτή η ταινία και το επερχόμενο Ιντιάνα Τζόουνς θα είναι λογικά οι δύο έσχατες δουλειές του πριν αποσυρθεί οριστικά.
- Στα πιανιστικά σόλο είναι η Joanne Pearce Martin στα πλήκτρα, και οι μουσικές επιλογές ποικίλουν από Friedrich Kuhlau, Muzio Clementi, Johann Sebastian Bach και Joseph Haydn.
Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης
Έκδοση Κειμένου: 24/11/2022
Χρειάστηκε να ανατρέξει στα βιώματά του ο Spielberg για να κάνει όχι μόνο την καλύτερη ταινία του εδώ και πολλά χρόνια, αλλά και την πιο «ζεστή» του συναισθηματικά, και μάλιστα μ’ έναν τρόπο που παραδόξως αποφεύγει σε μεγάλο βαθμό τη ρετσινιά του προσποιητού που χαρακτηρίζει μέρος της δουλειάς του.
Ναι, τα όσα παρουσιάζονται επί της οθόνης μοιάζουν με ωραιοποιημένες αναμνήσεις, αλλά είναι αποτυπωμένα με αληθοφάνεια και με μια προσγειωμένη προσέγγιση, που ποτέ δεν ξεχνά να αναδείξει τις πολύπλοκες δυναμικές μεταξύ των οικογενειακών μελών αλλά και ανάμεσα στον κεντρικό ήρωα και τα δευτερεύοντα πρόσωπα του περίγυρού του. Παράλληλα, το «The Fabelmans» δεν αντιμετωπίζει την τέχνη του κινηματογράφου μονάχα υπό ένα πρίσμα θαυμασμού, που θα ήταν και το εύκολο, αλλά τονίζει την πολυδιάστατη σχέση που αναπτύσσει ο καθένας μας μαζί της στο πέρασμα του χρόνου. Δίνεται ιδιαίτερη έμφαση στο πώς η έκθεση στο μεγάλο και τρομακτικό μέσω του σινεμά λειτουργεί σαν μια ψυχοθεραπεία κι ένα πέρασμα στην ωριμότητα για τον θεατή, και στο πώς το εν λόγω μέσο, παρότι «λέει ψέματα 24 φορές το δευτερόλεπτο» κατά τη διάσημη ρήση του De Palma, συμφιλιώνει με την αλήθεια περισσότερο ίσως και από την εμπειρία της πραγματικής ζωής με τη δύναμη της αναπαράστασης και ταυτόχρονα φέρνει το άτομο στη θέση να απαιτεί αυτήν την αλήθεια πιο επιτακτικά από το περιβάλλον του.
Επικρατεί μια ωριμότητα σχεδόν ευρωπαϊκού χαρακτήρα, ενός τύπου που δεν συναντάται συχνά ακόμη και στις κοινώς αποδεκτές ως «σοβαρές» ταινίες του Spielberg, από πολλές απόψεις. Ο θεσμός της οικογένειας εδώ δεν είναι εξιδανικευμένος αλλά ευάλωτος, γεμάτος «ρωγμές» κι επίπονες στιγμές. Ο νεαρός Sammy, alter ego του θρυλικού κινηματογραφιστή, είναι εγωκεντρικός κι επιπόλαιος φτάνοντας στο σημείο να πληγώνει με τη συγκεκριμένη συμπεριφορά του πολλά από τα πρόσωπα που βρίσκονται κοντά του, απέχει δηλαδή αρκετά από το πρότυπο του σχεδόν ιδανικού ήρωα που έλκυε πάντοτε τον σπιλμπεργκικό φακό. Οι χαρακτήρες στη συντριπτική τους πλειοψηφία είναι εξαιρετικά σύνθετοι, έτσι ώστε ακόμη και όταν προχωρούν σε πράξεις κατακριτέες να είναι δύσκολο να στιγματιστούν μονοδιάστατα ως «κακοί», είτε λόγω των δεδομένων που υπάρχουν ήδη για εκείνους που φωτίζουν διαφορετικά αυτές τους τις ενέργειες είτε λόγω της πολύπλευρης μετέπειτα εξέλιξης της ατομικής τους διαδρομής μέσα στην πλοκή. Και ο δρόμος προς τη συνειδητοποίηση περνά μέσα από χαμηλόφωνες διαπιστώσεις που προκύπτουν φυσικά, όχι από εκκωφαντικές εκλάμψεις που ως δια μαγείας βάζουν όλα τα κομμάτια του παζλ στη θέση τους.
Και αν όλα αυτά τα συστατικά μοιάζουν να «βαραίνουν» το τελικό αποτέλεσμα, ευτυχώς υπάρχει ένα άκρως σπιρτόζικο κείμενο που προσθέτει και πιο ανάλαφρες νότες, με ανάπαυλες ανόθευτης χαράς κι ενθουσιασμού και πινελιές ανθρώπινου χιούμορ, που ενίοτε προκαλούν μέχρι και δυνατό γέλιο. Αποκορύφωμα ως προς αυτό το τελευταίο στοιχείο αποτελεί το απίστευτα απολαυστικό cameo του David Lynch στο φινάλε που κλείνει με τον πλέον παιχνιδιάρικο και διασκεδαστικό τρόπο το φιλμ.
Σκηνοθετικά ο Spielberg επιδεικνύει μια φιλοσοφημένη εγκράτεια, ενδιαφέρεται περισσότερο να αναδείξει τις συναισθηματικές διακυμάνσεις των ερμηνευτών του και τις πολυάριθμες πτυχές της προβληματικής του παρά να εντυπωσιάσει με μια επίδειξη τεχνικής, αν και αξίζει να σημειωθεί πως κατασκευαστικά για μια ακόμη φορά παίρνει «άριστα». Μια λεπτομέρεια που ίσως «χτυπάει» λίγο άσχημα, ειδικά για το χρονικό πλαίσιο αναφοράς, είναι οι άθικτες κόπιες των ταινιών που προβάλλονται στο πανί, δημιουργεί μια καλογυαλισμένη εικόνα που αποδυναμώνει κάπως τον ρεαλισμό.
Από το καστ, όσο λογικό και αν είναι κάποιος να αναγνωρίσει κάποιες παρουσίες όπως τον Paul Dano που είναι η επιτομή της ήρεμης δύναμης, τελικά δύο είναι οι «παίκτες» που πραγματικά ξεχωρίζουν, με «σημαιοφόρο» τη Michelle Williams, η οποία φιλοτεχνεί ένα από τα πιο ευαίσθητα πορτρέτα μητρότητας και θηλυκότητας γενικότερα των τελευταίων ετών στην κινηματογραφική μυθοπλασία. Υποδύεται μια ηρωίδα που πραγματικά δεν μπορεί να μπει κάτω από αυστηρά καθορισμένες ταμπέλες, χάρη σε μια ερμηνεία που καταφέρνει να συνδυάσει πολλά, από ευαλωτότητα μέχρι ανεμελιά και από στοργή μέχρι απόγνωση. Πολύτιμη είναι και η συνεισφορά του Judd Hirsch, έστω και αν εμφανίζεται για λίγα λεπτά συγκριτικά, καθώς θέτει σε κίνηση κάποιες βασικές θεματικές με τον ρόλο του χαρίζοντας παράλληλα και σκηνές που αφοπλίζει με την αυθεντικότητα των ξεσπασμάτων του. Είναι ίσως το πιο καθοριστικό «δεύτερο βιολί» του συνόλου.
Άσχετα από τις διακρίσεις που φαίνεται να διεκδικεί το επόμενο χρονικό διάστημα από ενώσεις κριτικών και θεσμικές βραβεύσεις, το «The Fabelmans» έχει μια αυτόνομη καλλιτεχνική αξία που ξεπερνάει κατά πολύ τέτοιου τύπου στοχεύσεις. Επιβεβαιώνει για μια ακόμη φορά πως ο δημιουργός του διαθέτει μια από τις πιο γενναιόδωρες φωνές στη βιομηχανία στην οποία κινείται και ξεγλιστρά επιδέξια από την παγίδα της εύκολης νοσταλγίας για να μιλήσει με ειλικρίνεια για την ουσία της καλλιτεχνικής φύσης και της οικογένειας.
Βαθμολογία:
Είτε κάνει δράμα είτε περιπέτεια, αυτός ο άνθρωπος είναι το κάτι άλλο. 5 στα 5 από μένα.