Εξασφαλίζοντας πρόσβαση σε εκατοντάδες σκίτσα και ζωγραφιές του Όρσον Γουέλς, ο κινηματογραφιστής Μαρκ Κάζινς κάνει μια βουτιά στον κόσμο του θρυλικού σκηνοθέτη και ηθοποιού, ώστε να αποκαλύψει ένα πορτρέτο του όπως ποτέ πριν: μέσα από τα μάτια του ίδιου του Γουέλς, ζωγραφισμένο από το ίδιο του το πινέλο.

Σκηνοθεσία:

Mark Cousins

Κύριοι Ρόλοι:

Mark Cousins … ο ίδιος

Beatrice Welles … η ίδια

Orson Welles … ο ίδιος (αρχείο)

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Mark Cousins

Παραγωγή: Mary Bell, Adam Dawtrey

Φωτογραφία: Mark Cousins

Μοντάζ: Timo Langer

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: The Eyes of Orson Welles
  • Ελληνικός Τίτλος: Το Βλέμμα του Όρσον Γουέλς

Κύριες Διακρίσεις

  • Ειδική μνεία για το τμήμα ντοκιμαντέρ του φεστιβάλ Κανών.

Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης

Έκδοση Κειμένου: 6/12/2018

Όσοι δεν έχει τύχει να ρίξουν μια ματιά στην απολαυστικότατη και διεισδυτική σειρά του Mark Cousins ονόματι «Η Οδύσσεια του Κινηματογράφου» (έχει προβληθεί και στην ελληνική τηλεόραση, όχι πολύ παλιά) έχουν μια ευκαιρία να εντρυφήσουν με το νέο του φιλμ, πέρα από μια χορταστική ανάλυση επάνω στον βίο και το έργο του κολοσσού Orson Welles, στον πρωτότυπο τρόπο με τον οποίο ο κριτικός και σκηνοθέτης προσεγγίζει τη φόρμα του ντοκιμαντέρ. Ακολουθώντας τον ατομικό δημιουργικό του συνειρμό, υπερπηδώντας με ελευθερία σκέψης από τη μία θεματική ενότητα στην άλλη, πολλές φορές σπάζοντας και τη χρονική γραμμικότητα που άτυπα υποτίθεται ότι πρέπει να ακολουθεί η δομή ενός ντοκιμαντέρ, αναλύοντας με ένα προσωπικό φίλτρο στιγμές από τα φιλμ του μεγάλου δημιουργού και καταργώντας την τετριμμένη τεχνική των ομιλουσών κεφαλών για να αποτίσει έναν καθαρά δικό του φόρο τιμής. Όλα αυτά με μια χαρακτηριστική χροιά αφήγησης (όσον αφορά τόσο το κείμενο του Cousins όσο ακόμη και το ιδιαίτερο ηχόχρωμά του) που βάζει κι αυτή το «χεράκι» της για να γίνει αυτό το ταξίδι ξεχωριστό και διαφορετικό από μια τυπική τηλεοπτική δουλειά. Από το πρώτο μέχρι το τελευταίο λεπτό φαίνεται ότι πρόκειται για ένα εγχείρημα όχι μόνο που έγινε με ιδιαίτερη αγάπη, αλλά και από ένα άτομο που είναι σοβαρός μελετητής του αντικειμένου του, όχι απλά fanboy, έστω και με το άλλοθι του εις βάθος γνώστη της έβδομης τέχνης. Μέχρι κι ένας μεγάλος αριθμός των κάδρων θυμίζουν την τεχνοτροπία του σπουδαίου Αμερικάνου, μοιραζόμενα την προοπτική και το βάθος πεδίου των δικών του οπτικών συνθέσεων.

Από την ξεχωριστή αυτή εξιστόρηση του Cousins δεν απουσιάζουν ακόμη ένας κάποιος επικριτικός τόνος απέναντι στον Welles εκεί που πρέπει χωρίς αυτό να αναιρεί τον γενικό θαυμασμό του ως προς το μυαλό του, η μελαγχολία για τους τόπους που άλλαξαν δραματικά από τότε που συνδέθηκαν με τον έναν ή τον άλλον τρόπο με τον κορυφαίο σκηνοθέτη αλλά ακόμη και το χιούμορ που είναι καλοδεχούμενο, έστω κι αν κάποιες νότες σε αυτό το πνεύμα, όπως η υποτιθέμενη απάντηση του ενσαρκωτή του θρυλικού Charles Foster Kane στον δημιουργό του ντοκιμαντέρ σύμφωνα με το δικό του ύφος ομιλίας, δεν βρίσκουν στο κέντρο του στόχου. Ένα από τα πιο σημαντικά και συνάμα χαμηλόφωνα επιτεύγματα εδώ είναι πως παρόλο που αυτή η οιονεί μύηση στον Welles γίνεται ξεκάθαρα με τους όρους και την αυστηρά υποκειμενική οπτική γωνία του σκηνοθέτη, σεναριογράφου και διευθυντή φωτογραφίας του όλου εγχειρήματος, ούτε στιγμή δεν αποκομίζεται μια εντύπωση πως το σύνολο αποτελεί μια ματαιόδοξη προβολή της περσόνας του ίδιου αντί για το άτομο που αποτελεί το αντικείμενο μελέτης του ντοκιμαντέρ. Για να γίνει πλήρως αντιληπτή αυτή η πιθανότητα, αρκεί να σκεφτεί κανείς πως ένας Michael Moore για παράδειγμα θα προωθούσε και τον εαυτό του μαζί με το συγκεκριμένο θέμα ή οποιοδήποτε άλλο, ανεξαρτήτως της ποιότητας του προϊόντος του που συνήθως είναι υψηλή. Οι προβολείς είναι ξεκάθαρα στραμμένοι επάνω στον εκλιπόντα κινηματογραφιστή από την αρχή μέχρι το τέλος όπως και πρέπει εξάλλου.

Κάτι επίσης αξιοσημείωτο εδώ είναι η διαλεκτική που αναπτύσσεται με τις προεκτάσεις του εικοστού πρώτου αιώνα που συγγενεύουν με τη δουλειά που άφησε πίσω του ο Welles. Ο Cousins δεν γυρίζει την πλάτη στις δημιουργικές εμμονές του ανδρός που έχουν μια αυξανόμενη σημασία την τρέχουσα εποχή, από τη meta διαδραστικότητα εκείνης της ραδιοφωνικής του μετάδοσης του «Πολέμου των Κόσμων» και τον πρωτοποριακό για την εποχή αφροκεντρισμό της παράστασης του «Μάκβεθ» που ανέβασε το 1936 μέχρι το δέος με το οποίο κοιτάει τις φιγούρες εξουσίας των ταινιών του, καθιστώντας τη δημιουργία του σύγχρονη με την καλή έννοια και όχι έγκλειστη σε μια αποστειρωμένη σφαίρα ασφαλούς νοσταλγίας. Παρότι στο τέλος μένει η αίσθηση ότι θα μπορούσαν να καλυφθούν κι άλλες πλευρές του πολυσχιδούς αυτού καλλιτέχνη, ακόμη κι έτσι πρόκειται για μια πλούσια και ουσιωδώς ψυχαγωγική εμπειρία.

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

8 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *