Ένας από τους τοπ εκτελεστές στο Μαϊάμι ανακαλύπτει πως η «φαμ φατάλ» αφεντικίνα του εμπλέκεται σε κύκλωμα cybersex trafficking. Αποφασίζει τότε να ρισκάρει τα πάντα για να σώσει ένα νεαρό κορίτσι που έχει πέσει στα δίκτυα της εγκληματικής οργάνωσης, για την οποία δούλευε και ο ίδιος μέχρι τότε.
Σκηνοθεσία:
Richard Hughes
Κύριοι Ρόλοι:
Antonio Banderas … Cuda
Mojean Aria … Ricky/Stray
Kate Bosworth … Estelle
Zolee Griggs … Billy
2 Chainz … Freddie
Alexis Ren … Sloane/Lexus
Mark Rhino Smith … Doom
Κώστας Σόμμερ … Ronnie Fedec
Χρήστος Βασιλόπουλος … Silvio
Κίνα Γεωργίου … Medina
Γιάννης Ζουμπαντής … Eric
Natalie Burn … Olivia
Ορέστης-Φαίδων Τσανγκ … Ling
Μάνος Γαβράς … ο απαγωγέας
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: W. Peter Iliff
Παραγωγή: Natalie Burn, Jeffrey Greenstein, Yariv Lerner, Robert Van Norden, Les Weldon, Jonathan Yunger
Μουσική: Giorgio Giampa
Φωτογραφία: Callan Green
Μοντάζ: Damian F. Gomez, Mattias Morheden
Σκηνικά: Jonathan McKinstry
Κοστούμια: Irina Kocheva
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Αρνητική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: The Enforcer
- Ελληνικός Τίτλος: Το Συνδικάτο
Παραλειπόμενα
- Κινηματογραφικό ντεμπούτο υπό οποιαδήποτε ιδιότητα για τον σκηνοθέτη Richard Hughes.
- Πρώτη ταινία και για τον γνωστό ράπερ 2 Chainz (Tauheed Epps).
- Όλα τα γυρίσματα έγιναν στη Θεσσαλονίκη το Καλοκαίρι του 2021, με την πόλη να υποκαθιστά το Μαϊάμι. Οι παραγωγοί δήλωσαν απόλυτα ευχαριστημένοι από τη συνεργασία με τον τοπικό δήμο, μια και πέτυχαν να αδειάσουν για τις ανάγκες της ταινίας ολόκληρες περιοχές της συμπρωτεύουσας, όπως το λιμάνι.
- Κατά τα γυρίσματα, οι Mojean Aria και Alexis Ren άκουσαν τα επίμονα νιαουρίσματα μικρών γατιών, για να ανακαλύψουν ανάμεσα σε δέντρα μια κούτα με 6 γατάκια. Η Alexis Ren ενεργοποιήθηκε άμεσα μέσω του Instagram, και βρέθηκαν σπίτια για όλα τα ζωάκια.
- Ο αρχικός τίτλος ήταν Barracuda.
Κριτικός: Σταύρος Γανωτής
Έκδοση Κειμένου: 26/9/2022
Ολοκληρώνοντας τη θέαση της ταινίας, αναρωτιόμουν για αρκετή ώρα αν υπήρχε κάποιο κρυμμένο μήνυμα που να δικαιολογούσε την όλη πράξη μου. Γιατί το να δει κάποιος σε μεγάλη οθόνη μια τόσο τριτοκλασάτη παραγωγή, φαντάζει σαν «εκδίκηση της βιντεοκασέτας»…
Κι όμως, ανάμεσα σε όλο αυτό το συρφετό που αναζητά τη θέση του στη λίστα των κινηματογραφικών ταινιών της χρονιάς, υπάρχει ένας Antonio Banderas που δεν συμμετέχει στη γενική μετριότητα (από την άλλη, ο χαρακτήρας του είναι «αλλού για αλλού»). Όχι δεν προβαίνει σε κάποια ερμηνεία ολκής, είναι άλλωστε αδύνατον εδώ μέσα, αλλά κρατάει μια σοβαρότητα που ξεγελάει τον θεατή για το ποιόν του πρωτόβγαλτου σκηνοθέτη και του «κι όμως κάποτε έγραψα το Point Break» σεναριογράφου.
Η ταινία έχει να σου προσφέρει μπουνιές, κλωτσιές, κουλτούρα τραπ, αμάξια που σπινάρουν, γυναικεία κορμιά να λικνίζονται, πυροβολισμούς, και γενικά όσα θα γούσταρε να δει κάποιος 15χρονος που δεν έχει καμία έγνοια περί του αν ο κινηματογράφος είναι τέχνη ή προϊόντα σε ράφια. Είναι από αυτούς του αχταρμάδες που ρίχνουμε σε ένα σενάριο ό,τι «πιασάρικο» βρεθεί, κι ελπίζουμε έτσι με τον ελάχιστο πνευματικό κόπο να ξεπεράσουν τα κέρδη το μπάτζετ μας. Στην προκειμένη όμως υπάρχει και μια θρασύτητα στο όλο θέμα, αφού η ταινία επιμένει να αυτο-προσδιορίζεται ως νεο-νουάρ. Ο Banderas μάλιστα κάνει το καλύτερο δυνατόν να παραπέμπει εκεί ο ρόλος του, ίσως για να μπορεί να δικαιολογηθεί στους γνωστούς του που αποδέχτηκε να εμφανιστεί εδώ (αν και το πληρωμένο ταξιδάκι στην Ελλάδα δεν θα του έκατσε καθόλου άσχημα). Αν ήμουν βέβαια ανάμεσα σε αυτούς, θα του θύμιζα ότι τον ίδιο δρόμο τράβηξε και ο Travolta με τον Cage, και τώρα αναζητούν εξιλέωση και δεν τη βρίσκουν…
Κι εκεί που περνάει κάμποση ώρα ταινίας δίχως τουλάχιστον λίγη δράση που να δικαιολογεί τη βαρεμάρα μας, ως Έλληνες έχουμε έναν ιδιόρρυθμο λόγο να δούμε την ταινία. Ήταν και ο μόνος που με κρατούσε προσωπικά στη θέαση μου. Αυτός αφορά τη μεταμόρφωση της Θεσσαλονίκης σε Μαϊάμι. Υπάρχουν σημεία που παραδέχεσαι την αμερικανική πιστότητα μιας παραγωγής, ως προς το να ξεγελάει με την απλή τοποθέτηση της κάμερας στο σωστό σημείο, και μερικά props που κάνουν τη διαφορά. Υπάρχουν όμως και άλλα που λογικά θα κάνουν τους κατοίκους του Μαϊάμι να ψάχνονται, μια και μυρίζουν Ελλάδα για τα καλά. Είναι σαν παιχνίδι αυτό, και έχει ένα ενδιαφέρον κι ως μάθημα στησίματος μιας φτηνής αλλά επαγγελματικής παραγωγής.
Με τοπ σημείο το να βλέπεις όλους τους αρσενικούς έλληνες ηθοποιούς-κομπάρσους να τρώνε το «ξύλο της αρκούδας», αλλά κι ένα αθάνατο «yeah, βλάκα» από τον Γιάννη Ζουμπαντή, την είδαμε πάλι τη c-movie μας σε μεγάλη οθόνη…
Βαθμολογία: