
Το 1971, η ελβετική ύπαιθρος δεν επηρεάζεται από τις μεγάλες κοινωνικές αναταραχές που προκάλεσε το κίνημα του 1968. Η Νόρα, μια νεαρή νοικοκυρά και μητέρα, ζει σε ένα γραφικό χωριό με τον σύζυγο και τους δύο γιους της. Πρόκειται για ένα ήσυχο άτομο, αρεστό από όλους, μέχρι να αρχίσει τον δημόσιο αγώνα για το δικαίωμα ψήφου στις γυναίκες, για το οποίο οι άνδρες καλούνται να αποφασίσουν σε ψηφοφορία στις 7 Φεβρουαρίου 1971.
Σκηνοθεσία:
Petra Biondina Volpe
Κύριοι Ρόλοι:
Marie Leuenberger … Nora Ruckstuhl
Maximilian Simonischek … Hans Ruckstuhl
Rachel Braunschweig … Theresa
Sibylle Brunner … Vroni
Marta Zoffoli … Graziella
Bettina Stucky … Magda
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Petra Biondina Volpe
Παραγωγή: Lukas Hobi, Reto Scharli
Μουσική: Annette Focks
Φωτογραφία: Judith Kaufmann
Μοντάζ: Hansjorg Weissbrich
Σκηνικά: Su Erdt
Κοστούμια: Linda Harper
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Die Gottliche Ordnung
- Ελληνικός Τίτλος: Γυναίκες με τα Όλα τους
- Διεθνής Τίτλος: The Divine Order
Κύριες Διακρίσεις
- Βραβείο πρώτου γυναικείου ρόλου (Marie Leuenberger), δεύτερου γυναικείου ρόλου (Rachel Braunschweig) και σεναρίου στα εθνικά βραβεία της Ελβετίας. Υποψήφιο σε ακόμα 4 κατηγορίες, μεταξύ αυτών και καλύτερης ταινίας.
- Βραβείο ερμηνείας (Marie Leuenberger) και κοινού στο φεστιβάλ της Τριμπέκα.
- Επίσημη πρόταση της Ελβετίας για το ξενόγλωσσο Όσκαρ.
Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης
Έκδοση Κειμένου: 16/4/2019
Βλέποντας κανείς το φιλμ της Petra Volpe, σκέφτεται πόσο εύκολη έχει γίνει η λύση της δραμεντί τον 21ο αιώνα, πολλάκις και για πραγματικές ιστορίες όπως εδώ: μη σπρώχνοντας την τραγική διάσταση κάποιων γεγονότων στα άκρα ούτε όμως καταφεύγοντας συνέχεια στο χιούμορ επιτυγχάνεται μια μέση οδός, επιλεγμένη προσεκτικά έτσι ώστε να ικανοποιήσει μια όσο το δυνατόν μεγαλύτερη μερίδα κοινού χωρίς πολλά ρίσκα (εδώ να σημειωθεί πως προτιμάται ο συγκεκριμένος όρος λόγω του «ευκολοχώνευτου» δράματος και όχι τόσο λόγω μιας ισχυρής συνύπαρξης κωμικού στοιχείου). Βέβαια, σε καμία περίπτωση δεν είναι όλα τα παραδείγματα που προέρχονται από το συγκεκριμένο είδος έτσι (τον δρόμο αυτό ακολούθησε άλλωστε και ένας Wes Anderson ενδεικτικά και άνοιξε σχολή) αλλά η συντηρητικού τύπου προσέγγισή του που τηρείται και από το «Γυναίκες με τα Όλα τους» λειτουργεί σύμφωνα με αυτό το μοντέλο περισσότερο ή λιγότερο. Αυτό δεν σημαίνει πως δεν είναι ένα σύνολο που στέκεται με αξιοπρέπεια. Ίσα ίσα, και τα καλοπροαίρετα μηνύματα που πρέπει να υπάρχουν απαραιτήτως σε ένα φιλμ που μιλάει για τον φεμινισμό σε πραγματικά πλαίσια περνάνε, και η αφήγηση κυλάει εξαιρετικά ευχάριστα, και σαν κατασκευή πρόκειται για ένα άρτιο αποτέλεσμα παρά τους εμφανείς περιορισμούς σε επίπεδο προϋπολογισμού. Όμως αυτή η ακίνδυνη λογική που διέπει το όλο εγχείρημα και χαρακτηρίζεται από την ελαφρότητα του ύφους που επικρατεί μειώνει και τη βαρύτητά του: θα έπρεπε να είναι τόσο ανώδυνη και στρογγυλή μια ταινία που μιλάει για μια τόσο έντονη μάχη δικαιωματικής φύσης και μάλιστα για κάτι που μόνο αυτονόητο δεν ήταν την εποχή που εκτυλισσόταν;
Παρά τη σοβαρή αυτή ένσταση, το φιλμ βλέπεται με ενδιαφέρον μέχρι τέλους γιατί η θεματολογία καθαυτή προσφέρει συγκινήσεις για τον μέσο κοινωνικοπολιτικά ευαισθητοποιημένο θεατή. Η διαμάχη που προκύπτει μέσω της σύγκρουσης των αξιών της κάθε πλευράς, ακόμη κι αν είναι αρκετά σχηματική, είναι δοσμένη με τρόπο αρκούντως συναρπαστικό λόγω της έντασης, τόσο που μπορεί να παρασύρει τόσο ένα στρατευμένο όσο κι ένα πιο ουδέτερο κοινό, ενώ ευχάριστη έκπληξη είναι και η αναλυτική παράθεση των περισσότερων δυνατών παραμέτρων που ξεπηδούν από τη συγκεκριμένη αντιπαλότητα καθιστώντας τη ματιά του σεναρίου απρόσμενα πολυδιάστατη. Οι ιδεολογικές τοποθετήσεις του σεναρίου είναι απλές, σαφείς και ορθές στην πλειοψηφία τους, στόχος του δεν είναι η εμβάθυνση αλλά μια εκλαϊκευμένη σύνοψη του δεύτερου κύματος του φεμινισμού. Ίσως μια καλύτερη επιλογή για την ανάδειξη της συλλογικότητας του κινήματος να ήταν η ανυπαρξία πρωταγωνίστριας για τη χάρη ενός καστ που να λειτουργούσε ισότιμα κατά τα αλτμανικά πρότυπα, αυτό όμως θα ήταν δύσκολο δεδομένης της ευρείας απήχησης που αποζητά ολοφάνερα η Volpe που υπαγορεύει και την εστίαση σε μια κεντρική ηρωίδα που να απεικονίζει την εσωτερική μεταβολή που υφίσταται το μέσο άτομο σε καιρούς δραστικής αλλαγής ηθών.
Η αλήθεια είναι πως και οι χαρακτήρες μεμονωμένα επιδέχονταν βελτιώσεων, λίγες φορές δίνουν την αίσθηση ότι ξεπερνούν την υπόσταση ενός δισδιάστατου στερεότυπου (η καταπιεσμένη νοικοκυρά, η εξωστρεφής Ιταλίδα, ο παλιομοδίτης ηλικιωμένος κ.α.), κάτι που αδικεί κάποιες από τις ερμηνείες που στοχεύουν για το κάτι παραπάνω. Αυτό που θα παραγόταν θα ήταν επίσης καλύτερο αν φρόντιζε να αναπτύξει μια περισσότερο ιδιάζουσα προσωπικότητα από το απλά να προσπαθούσε να μιλήσει σε όσο το δυνατόν περισσότερες ομάδες κοινού τσεκάροντας νοητά κουτάκια. Ποτέ όμως δεν μένει εντέλει η γεύση ενός προϊόντος κακόγουστου ή δίχως καθόλου ιδιαίτερα γνωρίσματα. Ειδικά η τρυφερότητα με την οποία περιβάλλει τα πρόσωπα που απαρτίζουν την ιστορία (ακόμη και αυτά που δεν συμπεριφέρονται με τον δέοντα τρόπο σε αρκετές περιστάσεις), έστω κι αν αυτά δεν σκιαγραφούνται με πολύ πλούσια χρώματα όπως προαναφέρθηκε, κάνει τη δουλειά αυτή να ξεχωρίζει κάπως σε σχέση με μια μέση ακαδημαϊκή κινηματογραφική ματιά. Δεν θα ήταν άστοχος κάποιος που θα επεσήμανε ότι δεν αξιοποιείται εδώ πλήρως μια ευκαιρία για πιο ουσιώδες σινεμά, με τον τρόπο της όμως πρόκειται για μια αρκούντως λειτουργική δημιουργία, έστω με επιμέρους προβλήματα.
Βαθμολογία:
Κριτικός: Γιώργος Ξανθάκης
Έκδοση Κειμένου: 6/7/2023
Ποιος θα το φανταζόταν ότι η Ελβετία, γνωστή για την πολιτική και στρατιωτική της ουδετερότητα, τη μακροχρόνια ειρήνη, την κοινωνική ευημερία, τα υπέροχα τυριά, τα προϊόντα υψηλής τεχνολογίας, τις πανίσχυρες τράπεζες θα ήταν μία από τις τελευταίες χώρες του κόσμου που εισήγαγαν το δικαίωμα ψήφου των γυναικών; Οι αιτίες μπορεί να είναι ένας συνδυασμός παραγόντων που περιλαμβάνουν τη λιγότερο αγχωτική ζωή από ό,τι στον υπόλοιπο κόσμο, την ισχυρή επιρροή της παράδοσης και του έμφυτου συντηρητισμού της θρησκείας που κατόρθωσαν να διατηρήσουν την «τάξη», σύμφωνα με την οποία η γυναίκα υποτάσσεται στον άντρα της και οι δύο τους στον Θεό.
Η ταινία, που γράφτηκε και σκηνοθετήθηκε από την Petra Volpe, είναι μια μυθοπλαστική αναφορά στον αγώνα μιας ομάδας γυναικών -οι οποίες ζουν στον μικρόκοσμο μιας μικρής ορεινής πόλης της Ελβετίας- για το δικαίωμα της ψήφου τους. Κέρδισε το «Βραβείο Κοινού» στο Φεστιβάλ της Τραϊμπέκα και ήταν η επίσημη υποβολή της χώρας για το Όσκαρ Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας.
Ναι, η ταινία αφορά το 1971 και οι γυναίκες στην Ελβετία εξακολουθούν να μην μπορούν να ψηφίσουν, σε αντίθεση με χώρες όπως η Γιουγκοσλαβία, η Μογγολία ή το Ιράν. Όταν ξεκινά η ταινία γνωρίζουμε τη Νόρα (Marie Leuenberger), μια καλοσυνάτη νοικοκυρά, που φροντίζει τον σύζυγό της, Χανς (Maximilian Simonischek), τον καταπιεστικό και μισογύνη πατέρα του και τους γιους της. Η αδελφή της, Τερέζ (Rachel Braunschweig), ζει μια παρόμοια ζωή, παντρεμένη με τον αδελφό του Χανς, έναν δυστυχισμένο αγρότη. Η προϊσταμένη του Χανς, φανατική αντι-φεμινίστρια, του προσφέρει προαγωγή και αύξηση, ενώ παράλληλα ενημερώνει όλους τους εργάτες ότι θα θεωρούσε περισσότερο από ευπρόσδεκτη την υποστήριξή τους όσον αφορά στον αγώνα, που η ίδια καθοδηγεί, κόντρα στο κίνημα για το δικαίωμα ψήφου των γυναικών.
Στην πραγματικότητα, όπως μαθαίνει η Νόρα, οι άνδρες ελέγχουν νόμιμα σχεδόν κάθε πτυχή της ζωής των γυναικών. Για παράδειγμα, ο Χανς μπορεί ν’ απαγορεύει στη Νόρα ν’ αναζητήσει δουλειά. Εκείνο το γεγονός όμως που πραγματικά προκαλεί την εξέγερση της Νόρα είναι ο απάνθρωπος εγκλεισμός σε αναμορφωτήριο της ανιψιάς της, Χάνα (Ella Rumpf). Η Νόρα εισέρχεται πολύ γρήγορα στο πνεύμα και τη δράση του φεμινιστικού κινήματος, παίρνει σαν σύμμαχό της την ηλικιωμένη χήρα Βρονί (Sibylle Brunner) και καταλήγει απρόθυμα ν’ αναδειχθεί ως ηγέτιδα της τοπικής επιτροπής της πόλης υπέρ του δικαιώματος ψήφου των γυναικών.
Ωστόσο, στην πρώτη ομιλία της δέχεται την προσβλητική επίθεση σχεδόν όλων των παρισταμένων, ακόμη και του Χανς, ο οποίος ενώ υποστηρίζει στην ουσία το αίτημα, δεν θέλει να το δηλώσει δημόσια για να μην ταπεινωθεί από την χλεύη των συναδέλφων του, και αναμφίβολα δεν θέλει να θυμώσει και την αφεντικίνα του.
Η πορεία της αφήγησης είναι αρκετά προβλέψιμη, αλλά η δουλειά της Volpe πραγματικά λάμπει, όταν μετατρέπει το γενικό θέμα σε ειδικό, το συνολικό σε ατομικό. Βλέπουμε τη Νόρα και τον Χανς να αγωνίζονται απέναντι στα κοινωνικά στερεότυπα, στον βαθύ συντηρητισμό, στην άγνοια και στην αμορφωσιά των χωρικών. Είναι σαφές ότι αυτοί οι δυο άνθρωποι αγαπιούνται αληθινά, αλλά μερικές φορές οι καταστάσεις μπορεί να τους ωθήσουν πέρα από το όριο θραύσης.
Η Marie Leuenberger είναι εξαιρετική στον ρόλο της Νόρα, μεταφέροντας όλο το φορτίο της ταινίας με μια νηφάλια δύναμη. Συλλαμβάνει όλες τις πτυχές του χαρακτήρα της -την αγάπη της για τον σύζυγό της και την οικογένειά της, την αλληλεγγύη της με τις άλλες γυναίκες της πόλης και την αποφασιστικότητά της ν’ αντιμετωπίσει την αδικία.
Κατά τη διάρκεια της αφήγησης, θα δούμε την καθολική μεταμόρφωσή της από μια υποτακτική νοικοκυρά σε μια παθιασμένη επαναστάτρια που φόρεσε κολλητά τζιν, αποφάσισε να εργαστεί χωρίς τη συγκατάθεση του συζύγου της και σταδιακά γνώρισε και διεκδίκησε τις σεξουαλικές της ανάγκες. Στη σκηνή όπου μέσα στην εκκλησία υψώνει τη φωνή της με απαράμιλλο θάρρος απέναντι στα υποκριτικά λόγια του ιερέα, είναι συγκλονιστική.
Οι «Γυναίκες με τα Όλα τους» διαθέτουν χιούμορ και καρδιά για να υπενθυμίζουν στους θεατές την κατάσταση των πραγμάτων σ’ ένα όχι και τόσο μακρινό παρελθόν. Σίγουρα το φιλμ παραδίδεται σε κάποιες σεναριακές ευκολίες και σχηματικότητες, αλλά είναι ένα υποβλητικό και εξαιρετικά εκτελεσμένο έργο, επισημαίνοντας τη διαμάχη των δυο φύλων, αλλά και τη σαρωτική δύναμη του έρωτα.
Βαθμολογία: