1950. Η νεαρή Έστερ Κόλιερ ζει μια προνομιούχα ζωή στο μεταπολεμικό Λονδίνο, παντρεμένη με τον δικαστή Σερ Γουίλιαμ Κόλιερ. Προς έκπληξη όλων όμως, η Έστερ αποφασίζει να ανατρέψει τα πάντα, εγκαταλείποντας τον άντρα της για να ζήσει με έναν γοητευτικό πιλότο της πολεμικής αεροπορίας, τον Φρέντι Πέιτζ, ο οποίος όμως δεν συμμερίζεται τον σφοδρό έρωτά της. Αυτή η αυτοκαταστροφική σχέση δεν θα αργήσει να την οδηγήσει στα πρόθυρα της αυτοκτονίας…

Σκηνοθεσία:

Terence Davies

Κύριοι Ρόλοι:

Rachel Weisz … Hester Collyer

Tom Hiddleston … Freddie Page

Simon Russell Beale … Σερ William Collyer

Harry Hadden-Paton … Jackie Jackson

Ann Mitchell … Κα Elton

Sarah Kants … Liz Jackson

Karl Johnson … Κος Miller

Oliver Ford Davies … ο πατέρας της Hester

Barbara Jefford … Κα Collyer

Nicholas Amer … Κος Elton

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Terence Davies

Παραγωγή: Sean O’Connor, Kate Ogborn

Μουσική: Samuel Barber

Φωτογραφία: Florian Hoffmeister

Μοντάζ: David Charap

Σκηνικά: James Merifield

Κοστούμια: Ruth Myers

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: The Deep Blue Sea
  • Ελληνικός Τίτλος: Το Βαθύ Μπλε του Έρωτα

Άμεσοι Σύνδεσμοι

  • Η Βαθιά Γαλάζια Θάλασσα (1955)

Σεναριακή Πηγή

  • Θεατρικό: The Deep Blue Sea του Terence Rattigan.

Κύριες Διακρίσεις

  • Υποψήφιο για Χρυσή Σφαίρα πρώτου γυναικείου ρόλου (Rachel Weisz) σε δράμα.

Παραλειπόμενα

  • Δεύτερη ανάγνωση του θεατρικού του Terence Rattigan από το 1952, μετά το Η Βαθιά Γαλάζια Θάλασσα (1955), στο οποίο υπέγραφε το σενάριο ο ίδιος ο συγγραφέας. Η σκηνοθεσία ήταν του Anatole Litvak και πρωταγωνιστές οι Vivien Leigh και Kenneth More.
  • Ο Terence Davies επέστρεφε στη μεγάλη οθόνη μετά από 11 έτη.
  • Γυρίστηκε μέσα σε 25 ημέρες.
  • Ο Terence Davies παρακολούθησε την -άγνωστη τότε σε εκείνον- Rachel Weisz στο Το Δώρο της Θάλασσας (1997), και είδε σε αυτή την ιδανική Έστερ. Απευθύνθηκε τότε στον ατζέντη του ρωτώντας εάν τη γνώριζε, κι εκείνος γέλασε και απάντησε “Μα είναι νικήτρια Όσκαρ”. Η Weisz το σχολίασε αργότερα αυτό χαριτολογώντας, ότι δεν πίστευε ότι ο Davies γνώριζε καλά οποιονδήποτε δεν έπαιζε σε ασπρόμαυρη ταινία.

Κριτικός: Χάρης Καλογερόπουλος

Έκδοση Κειμένου: 4/6/2012

Η Έστερ (Ρέιτσελ Γουάιζ) εγκαταλείπει τον πολύ μεγαλύτερό σύζυγο της, δικαστή σερ Γουίλιαμ (Σάιμον Ράσελ Μπιλ), καθώς ερωτεύεται έναν γνωστό του, τον νεαρό, άφραγκο, πρώην πιλότο της ΡΑΦ, Φρέντι (Τομ Χίντλστον). Μαζί του θα ζήσει περίπου δέκα δύσκολους μήνες, καθώς ο Φρέντι είναι ανώριμος, παραμελώντας την για να πίνει και να παίζει γκολφ με φίλους, ενώ εκείνη πάντα τον περιμένει στο φτωχικό τους διαμέρισμα, το νοίκι για το οποίο μετά βίας εξοικονομούν. Με αναδρομές στο παρελθόν, παρακολουθούμε την τελευταία μέρα τους μαζί, πριν εκείνος φύγει να κάνει την τύχη του στην Βραζιλία, μέρα που ξεκινάει με απόπειρα αυτοκτονίας της.

Ο Βρετανός θεατρικός συγγραφέας Τέρενς Ράτιγκαν (1911–1977) διακρίθηκε στη μεταπολεμική σκηνή καταγράφοντας τις υπόγειες διαδρομές των παθών σε μια συντηρητική Αγγλία της μεσοαστικής και μικροαστικής τάξης (ο ίδιος γκέι σε μια εποχή απαγορευτική για εκδηλώσεις του προσανατολισμού του), για να βρεθεί εκτός μόδας όταν από τα μέσα της δεκαετίας του 1950, άλλοι συγγραφείς όπως ο Τζο Όσμπορν («Τεντώστε τα Αφτιά σας»), άρχισαν μια επιθετική γραφή, μιλώντας έξω από τα δόντια. Τελευταία, επανήλθε στη μόδα αλλά ούτως ή άλλως αρκετά έργα του έχουν μεταφερθεί στην οθόνη όπως τα Χωριστά Τραπέζια (1958), Ο Πρίγκιπας και η Χορεύτρια (1957), Η Σκιά ενός Ανθρώπου (1951) και Ο Δρόμος προς τ΄ Άστρα (1945).

Με τη σειρά του, ο πολύ ιδιαίτερος Βρετανός σκηνοθέτης και πάντα σεναριογράφος των έργων του, Τέρενς Ντέιβις, επίσης γκέι, έχει επιλέξει στη μικρή φιλμογραφία του (ασυμβίβαστος, κάνει ανεξάρτητες παραγωγές) αφενός την καταγραφή των παιδικών βιωμάτων του στη μεταπολεμική, μικροαστική, μουντή Αγγλία (μεγάλωσε στο Λίβερπουλ), αφετέρου την έρευνα των ορίων στην ερωτική επιθυμία, είτε λόγω κοινωνικών περιορισμών (Το Τίμημα της Αγάπης, με μια εξαιρετική Γκίλιαν Άντερσον), είτε λόγω της ίδιας της φύσης της επιθυμίας αυτής, όπως στην εδώ περίπτωση. Το θεατρικό του Ράτιγκαν είναι πιο κοντά στην ιδιοσυγκρασία του Τένεσι Γουίλιαμς. Ο νεαρός, εράσμιος Φρέντι εκφράζει κεκαλυμμένα τον ομοφυλοφιλικό πόθο για τα αρσενικά νιάτα. Ο Ντέβις, όμως, εγκύπτει στο γυναικείο βάθος. Η Έστερ δεν τον ερωτεύεται ως ήρωα της ΡΑΦ ή ως παίδαρο, αλλά ως παιδί, ανίσχυρο, που ακουμπά τη ψυχή του πάνω της χωρίς όρους, χωρίς στόχους -Άραγε, η Έστερ μεταθέτει το ελλιπές βάρος ενός πατρικού συντηρητικού συζύγου προς μια λανθάνουσα μητρότητα; Δεν έχει σημασία, τέτοια κίνητρα βρίσκονται πριν το αποτέλεσμα, που είναι ο έρωτας-. Αποκτά, λοιπόν, μαζί του εκείνη τη μέγιστη ψυχική εγγύτητα που την κάνει να νοιώθει ότι ζει πραγματικά, ότι η ίδια δεν είναι πλέον ένας ρόλος στο κοινωνικό παιχνίδι, μια ετικέτα, αλλά ζώσα ψυχή.

Η σκηνή του έρωτα δείχνει δυο σώματα άρρηκτα ενωμένα με τρόπο αρμονικό κι απόλυτο, ενώ η αργά περιστρεφόμενη κάμερα από πάνω τους μαζί με το μοντάζ – έρωτας (τότε) και στη συνέχεια το κουλουριασμένο σώμα της Έστερ, μόνη της σε κώμα (τώρα) – μου θύμισε τις βιολογικές μεταμορφώσεις σε ντοκιμαντέρ: κάμπιες που γίνονται χρυσαλίδες και μετά κάτι άλλο, έρωτας που ανθίζει και μετά παράγει πόνο, διπλό κορμί, μονό κορμί. Αλλά όταν μια ψυχή παραδοθεί σε μια τέτοια υπέρβαση, έχουν σπάσει οι δεσμοί που σε συγκρατούν και σε συγκροτούν ως κοινωνική μονάδα. Η εχθρική πεθερά της, της είχε πει: «να προσέχεις το πάθος, οδηγεί σε άσχημα πράγματα, ένας ελεγχόμενος ενθουσιασμός είναι ασφαλέστερος». Η Έστερ δεν αποπειράται να αυτοκτονήσει απλά επειδή ο Φρέντι την παραμελεί. Όταν έχεις φτάσει στην υπέρβαση που φέρνει ο έρωτας, η απώλεια της ζωής δεν έχει τόση μεγάλη σημασία, όπως δεν έχει για έναν που έζησε έναν πόλεμο. Μπορεί να το κάνεις απλά επειδή θύμωσες ή επειδή ούτως ή άλλως, ότι ήταν να ζήσεις, το έζησες. Ούτε είναι τελεσίδικο, είναι παρόρμηση στιγμής. Από τη μεριά του, ο Φρέντι, ένα απλό παιδί που δεν έχει κάνει καμιά υπέρβαση, έχει τη λογική να καταλάβει ότι η απόπειρα της είναι ένα όριο, ένα τέλος. Δεν μπορεί να ανταποκριθεί σε μια τέτοια δέσμευση. Θα πάρει, λοιπόν, την απόφαση να φύγει για Ρίο, αναλαμβάνοντας μια δουλειά που του υποσχέθηκαν. Στα τελευταία πλάνα μετά τον χωρισμό, βλέπουμε την Έστερ, αφού έχει κλάψει μπροστά στη φωτιά (στην ίδια εστία που το πρωί στάθηκε να εισπνεύσει το γκάζι), να κοιτάζει από το παράθυρο με ένα αδιόρατο χαμόγελο στα χείλη, μια δύναμη στα μάτια. Ναι, έχει ζήσει το καλύτερο, μπορεί να συνεχίσει να πορεύεται, ίσως για χάρη αυτού του βιώματος που κουβαλά. Για να το κρατάει. Για να υπάρχει.

Είναι πολλά που σου έρχονται στο μυαλό. Η Σύντομη Συνάντηση του Ντέιβιντ Λιν έρχεται να κάνει ένα δίπτυχο όσον αφορά το τέλος μια εποχής. Η πρώην αυτοκρατορία, ρημαγμένη από τον πόλεμο και η δίψα για μια ρομαντική ανάταση. Η πιο αληθινή στιγμή που έζησε η Έστερ με τον άντρα της ίσως να ήταν κάτω στο μετρό, ενώ έπεφταν οι βόμβες στο μεγάλο Blitz, όπου οι άνθρωποι μαζεμένοι τραγουδούσαν την παραδοσιακή μπαλάντα «Molly Malone». Δεν ήταν ο σερ και η λαίδη, ήταν δυο άνθρωποι ενώπιον του θανάτου. Ύστερα, ο χειρισμός των διαλόγων φέρνει στο νου τη μεγάλη γαλλική παράδοση από την nouvelle-vague του Φρανσουά Τριφό μέχρι τις λεπτές καταγραφές του Κλοντ Σοτέ (Μια Καρδιά το Χειμώνα, Η Νέλι και ο Κύριος Αρνό). Ύστερα, πάλι, η σκιά του καθολικισμού (η Έστερ είναι κόρη ιερέα) αποδεικνύεται καθοριστική και φέρνει στο νου τους Γκράχαμ Γκριν, Ίβλιν Γουό κ.α. Δοκιμάζοντας με την γλώσσα της το δέρμα του κοιμώμενου Φρέντι, κυριολεκτικά «τρώει το μήλο» που την εξορίζει από το κοινωνικό της κύρος, αλλά την πάει στον αληθινό παράδεισο μιας αυτοπραγμάτωσης.

Ο Ντέιβις επιλέγει δυο ηθοποιούς που αποδεικνύονται ιδανικοί. Η Ρέιτσελ Γουάιζ υιοθετεί μια εσωτερική ερμηνεία, μακριά από τις χολιγουντιανές οσκαρολάγνες πιρουέτες, ζει την ηρωίδα της κι αφήνει προς τα έξω να βγει ότι είναι φυσικό να βγει. Σε πείθει, σε κάνει να σέβεσαι αυτό που της συμβαίνει. Αναλόγως και ο Τομ Χίντλστον, ενσαρκώνει τον νέο που η εφήμερη αξία του ως πιλότου με το τέλος του πολέμου τον έχει αφήσει στα κρύα του λουτρού και η δίψα για ζωή αντιμάχεται την αναγνώριση της αξίας του έρωτα της Έστερ. Ο δε θεατρικός Σάιμον Ράσελ Μπιλ επίσης αποδίδει όλες τις πτυχές ενός πληγωμένου ευπατρίδη, από την αγανάκτηση και την μνησικακία, μέχρι τον στοχασμό και την κατανόηση, στον τόνο πάντα του ελέγχου και της αξιοπρέπειας. Δεν βγαίνει από τα όρια, αλλά αγωνίζεται να καταλάβει.

Τα μισοφωτισμένα δωμάτια και οι παμπ, με λίγα φώτα που εστιάζουν στις φιγούρες, άλλοτε έντονα κοντράστ, καπνοί των τσιγάρων που λες και θέλουν να ανάγουν τα ανθρώπινα στον κόσμο του παραμυθιού (φωτογραφία του Φλόριαν Χοφμάιστερ) δίνουν μια ελεγειακή διάσταση που ολοκληρώνεται με το «κοντσέρτο για βιολί και ορχήστρα» του Σάμιουελ Μπάρμπερ. Ο τίτλος του έργου είναι η μισή φράση από το ρητό «between the devil and the deep blue sea», με άλλα λόγια «μπρος γκρεμό και πίσω ρέμα» ή «από τη Σκύλα στη Χάρυβδη». Στην παρούσα περίπτωση, θα λέγαμε: Κοινωνία ή Ιερό Όργιο και Μέθεξη; Αυτό αναρωτιόταν κι ο Ευριπίδης στις «Βάκχες»…

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

18 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *