Μαρντίν, 1915. Μια νύχτα, η τουρκική αστυνομία μαζεύει όλους τους Αρμένιους της πόλης, μαζί και τον νεαρό σιδηρουργό Μανουγκιάν, που έτσι αποχωρίζεται την οικογένεια του. Χρόνια αργότερα και καθώς έχει καταφέρει να γλυτώσει την κόλαση της γενοκτονίας, μαθαίνει ότι οι δύο αδελφές του είναι ακόμα ζωντανές. Παθιάζεται με την ιδέα να τις βρει και ξεκινάει την αναζήτηση. Αυτή θα τον οδηγήσει από τις ερήμους της Μεσοποταμίας ως την Αβάνα και τη Βόρεια Ντακότα. Στην οδύσσεια του, θα βρεθεί με καλόκαρδους ανθρώπους, αλλά και τον διάβολο προσωποποιημένο.

Σκηνοθεσία:

Fatih Akin

Κύριοι Ρόλοι:

Tahar Rahim … Nazaret Manoogian

Simon Abkarian … Krikor

Hindi Zahra … Rakel

Kevork Malikyan … Hagob Nakashian

Bartu Kucukcaglayan … Mehmet

Trine Dyrholm … διευθύντρια ορφανοτροφείου

Akin Gazi … Hrant

Arsinee Khanjian … Κα Nakashian

Moritz Bleibtreu … Peter Edelman

Adam Bousdoukos … ιερέας

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Fatih Akin, Mardik Martin

Παραγωγή: Fatih Akin, Karl Baumgartner, Reinhard Brundig

Μουσική: Alexander Hacke

Φωτογραφία: Rainer Klausmann

Μοντάζ: Andrew Bird

Σκηνικά: Allan Starski

Κοστούμια: Katrin Aschendorf

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Μέτρια.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: The Cut
  • Ελληνικός Τίτλος: The Cut: Η Μαχαιριά
  • Εναλλακτικός Ελλ. Τίτλος: Η Μαχαιριά

Άμεσοι Σύνδεσμοι

Κύριες Διακρίσεις

  • Υποψήφιο για μουσική, κοστούμια και μακιγιάζ στα εθνικά βραβεία της Γερμανίας.
  • Συμμετοχή στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ Βενετίας.

Παραλειπόμενα

  • Τελευταίο μέρος της άτυπης τριλογίας «Αγάπη, Θάνατος και ο Διάβολος». Ακολουθάει το Μαζί, Ποτέ! (2004) και το Η Άκρη του Ουρανού (2007).
  • Το πρώτο σενάριο που γράφει ο ιρανός Mardik Martin από το 1980 και συγκεκριμένα το Οργισμένο Είδωλο. Διόλου τυχαία ο Martin Scorsese ήταν από τους πρώτους που είδαν την ταινία, όντας και συμφοιτητής του Martin στο πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης.
  • Ο Fatih Akin είναι τουρκικής καταγωγής ενώ ο Mardik Martin αρμενικής. Έτσι, για πρώτη φορά Τούρκος και Αρμένης συνεργάζονται για να μιλήσουν για τη γενοκτονία των Αρμενίων.
  • Ο σκηνοθέτης αφιέρωσε την ταινία στον αρμενο-τούρκο δημοσιογράφο Hrant Dink (1954-2007), αποκαλώντας τον δάσκαλο.

Κριτικός: Πάνος Αχτσιόγλου

Έκδοση Κειμένου: 14/2/2015

Η πολυαναμενόμενη ταινία του βραβευμένου γερμανο-τούρκου δημιουργού ολοκληρώνει την τριλογία του για «την αγάπη, τον θάνατο και τον διάβολο», που άρχισε σχεδόν δέκα χρόνια πριν με το «Μαζί Ποτέ» κερδίζοντας τη Χρυσή Άρκτο στην Berlinale της ίδιας χρόνιας. Τα εισαγωγικά σημειώματα της ταινίας μάς βάζουν γρήγορα στο κλίμα: βρισκόμαστε στη Μαρντίν λίγο πριν από τις ταραχές, τις οποίες ακολούθησε μια από τις μεγαλύτερες και βαρβαρότερες γενοκτονίες της ιστορίας, αυτής των Αρμενίων (που σύμφωνα με τούρκους εθνικιστές, πολέμιους στο έργο του σκηνοθέτη, δεν υπήρξε ποτέ). Ο νεαρός σιδεράς Ναζαρέτ Μανουγκιάν είναι μέσα σ` αυτούς που θα συλληφθούν σχεδόν αμέσως, θα οδηγηθούν σε στρατόπεδα εργασίας στις αχανείς στέπες, θα χάσουν τους συγγενείς τους, θα φτάσουν ένα βήμα, μια μαχαιριά μακριά από τον θάνατο. Όταν τελικά και ως εκ θαύματος γλιτώσει -χάνοντας για πάντα τη φωνή του- και καταλήξει εργάτης σε μια σαπωνοποιεία (αμφίσημη μεταφορά για το σαπούνι που ξεπλένει και εξαγνίζει, ή χρησιμοποιείται από τους ισχυρούς για να τους «καθαρίσει» από κάθε ευθύνη), θα μάθει κατά τύχη ότι οι δίδυμες κόρες του είναι παραδόξως ζωντανές. Η έμμονη του για σμίξιμο με τα παιδιά του θα τον οδηγήσει σε ένα απίθανο ταξίδι (θυμίζοντας κάτι από «Δόκτωρ Ζιβάγκο») φτάνοντας μέχρι τα χιονισμένα λιβάδια της Βόρειας Ντακότα.

Σχεδόν από την έναρξη, το φιλμ φανερώνει τη σημαντικότερη αδυναμία του: μοιάζει υπερβολικά στιλιζαρισμένο, τακτοποιημένο. Θαρρείς ότι οι δρόμοι των πόλεων στους οποίους δεν εστιάζει η κάμερα είναι άδειοι, περιμένοντας τους κομπάρσους. Απλοϊκή ως εμπορική δείχνει και η αφήγηση, με το κομμάτι του ταξιδιού, από τη μια άκρη του κόσμου στην άλλη, να είναι ουσιαστικά το πιο αδύναμο σημείο της. Γρήγορα ο όλεθρος και οι ομολογουμένως ιδιαίτερα σκληρές εικόνες της φυλετικής εξόντωσης αντικαθίστανται από ένα δακρύβρεχτο μελόδραμα, στο οποίο ο φιλμικός χρόνος κύλα με αβάσταχτη ελαφρότητα (ο εξαιρετικός κατά τα άλλα πρωταγωνιστής Ταχάρ Ραχίμ δείχνει αγέραστος, εκτός από λίγα γκρίζα μαλλιά). Η επαναλαμβανόμενη τέλος παραλλαγή του ίδιου μουσικού θέματος, φαίνεται να αποσυντονίζει τη σκηνοθεσία, από την οποία λείπει το θράσος και ο δυναμισμός. Παρόλα αυτά, το μεγαλεπήβολο πόνημα του Ακίν παραμένει αξιέπαινο, κατορθώνοντας να ενσωματώσει όλα τα στοιχεία της τριλογίας μέσα του, με ομορφότερο πέραν όλων τη συνάντηση του αποκαμωμένου Ναζαρέτ με τον «Διάβολο» με το αστείο βάδισμα, το ξύλινο μπαστούνι και το χαρακτηριστικό μουστάκι. Έναν διάβολο που θα του φέρει δάκρυα στα ματιά. Σε μια σκηνή, σε μια στιγμή ύμνο στην απολυτή δύναμη της τέχνης και την αισθαντικότητα του σινεμά, ο Ακίν κατορθώνει να πει, ό,τι ο ίδιος δεν καταφέρνει σε σχεδόν δυόμισι ώρες.

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

16 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *