
Ο Συνήγορος
- The Counselor
- 2013
- ΗΠΑ, Μ. Βρετανία
- Αγγλικά, Ισπανικά, Ολλανδικά
- Αστυνομική, Γκανγκστερική, Δραματικό Θρίλερ, Νουάρ
- 21 Νοεμβρίου 2013
Ένας ευυπόληπτος δικηγόρος που ακολουθεί πάντα το σωστό, βρίσκεται μπλεγμένος σε μια υπόθεση ναρκωτικών, προκειμένου να καταφέρει να κερδίσει κάποια εύκολα γρήγορα χρήματα. Αλλά σύντομα συνειδητοποιεί ότι όταν θέλεις τα πολλά, μπορεί να χάσεις και τα λίγα.
Σκηνοθεσία:
Ridley Scott
Κύριοι Ρόλοι:
Michael Fassbender … ο συνήγορος
Cameron Diaz … Malkina
Javier Bardem … Reiner
Penelope Cruz … Laura
Brad Pitt … Westray
Rosie Perez … Ruth
Natalie Dormer … η ξανθιά
Edgar Ramirez … ο ιερέας
Bruno Ganz … ντίλερ διαμαντιών
Ruben Blades … Jefe
Goran Visnjic … Michael
Toby Kebbell … Tony
John Leguizamo … Randy
Dean Norris … ο αγοραστής
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Cormac McCarthy
Παραγωγή: Paula Mae Schwartz, Steve Schwartz, Ridley Scott, Nick Wechsler
Μουσική: Daniel Pemberton
Φωτογραφία: Dariusz Wolski
Μοντάζ: Pietro Scalia
Σκηνικά: Arthur Max
Κοστούμια: Janty Yates
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Μέτρια.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: The Counselor
- Ελληνικός Τίτλος: Ο Συνήγορος
- Εναλλακτικός Τίτλος: The Counsellor
Παραλειπόμενα
- Υποψήφιοι για ρόλους ήταν οι: Bradley Cooper, Jeremy Renner, Natalie Portman και Angelina Jolie.
- Ο Javier Bardem κι ο Brad Pitt έχουν μεν ρόλους, αλλά αρχικά είχαν εκφράσει ενδιαφέρον και για τον πρωταγωνιστικό.
- Η ταινία αφιερώθηκε στον Tony Scott, τον αδελφό του σκηνοθέτη, που αυτοκτόνησε κατά τη διάρκεια της παραγωγής, αλλά και στον δεύτερο βοηθό σκηνοθέτη Matt Baker. Στους τίτλους όμως αναγράφεται μόνο η αφιέρωση για τον Baker.
- Ο Giorgio Armani βοήθησε στον σχεδιασμό της γκαρνταρόμπας των Michael Fassbender και Penelope Cruz. Για τον Javier Bardem, η υπεύθυνη ενδυματολογίας προτίμησε κυρίως Versace.
Κριτικός: Χάρης Καλογερόπουλος
Έκδοση Κειμένου: 17/11/2013
Ένας δικηγόρος, γνωστός στην πιάτσα ως Counselor (σύμβουλος, συνήγορος), συμμετέχει σε παράνομες δοσοληψίες μεταξύ Μεξικού και ΗΠΑ. Κάποια στιγμή, θέλοντας να κάνει κι αυτός μια γερή μπάζα ώστε με την καλή του να αποσυρθεί και να ζήσει ωραία κι άνετα τον έρωτά του, αποφασίζει να διακινήσει μια γερή παρτίδα ναρκωτικών με φορτηγό. Αλλά το φορτηγό κλέβεται και από ατυχείς συμπτώσεις οι υποψίες του καρτέλ στρέφονται εναντίον του με τραγικές συνέπειες.
Δεν θα περιμέναμε βέβαια ένα κοινό θρίλερ από τον Ρίντλεϊ Σκοτ. Είναι δημιουργός που αναζητάει πάντα μια ιδιαίτερη σύλληψη. Πριν απ’ όλα σκέφτηκε ως παραγωγός: μετά την επιτυχία του «Καμιά Πατρίδα για τους Μελλοθάνατους», ο βραβευμένος με Πούλιτζερ Κόρμακ ΜακΚάρθι, πάνω σε βιβλίο του οποίου οι Κοέν στηρίχτηκαν, υπογράφει αυτή τη φορά ως σεναριογράφος. Ύστερα, το καστ είναι πολύ αστεράτο. Μίκαελ Φασμπέντερ (ο βασικός ήρωας), Χαβιέ Μπαρδέμ, Μπραντ Πιτ, που συμπληρώνεται από την Κάμερον Ντίαζ σε ρόλο γυναίκας-μαχαίρι και την Πενέλοπε Κρουζ ως σύμβολο της όμορφης ζωής, την οποία θέλει να πραγματοποιήσει ο Συνήγορος. Ακόμη κι ο Μπούνο Γκανζ επιστρατεύτηκε για τον μικρό ρόλο εκτιμητή διαμαντιών.
Ως σκηνοθέτης, ο Σκοτ επικεντρώνεται στο δράμα γύρω από τον ήρωά του, βάζοντας την πλοκή σε δεύτερο πλάνο και προσέχοντας να περνάει τα σημεία δράσης όσο πιο ελλειπτικά, αφαιρετικά γίνεται. Αν π.χ. κάποιος ετοιμάζεται να σκοτώσει, αρκεί να δούμε τους στόχους στον δρόμο, ότι ο ίδιος στο φορτηγό οπλίζει το όπλο, ανοίγει την πόρτα και κατεβαίνει. Αρκεί. Από την άλλη, για να αποκτήσει εσωτερική ένταση η δύσκολη κατάσταση που κυκλώνει τον ήρωα, φροντίζει ώστε οι δύο-τρεις σκηνές βίας να είναι «περίτεχνα» σκληρές, να περιέχουν μηχανισμούς στη σφαίρα του βίτσιου.
Ωστόσο, και χάρη στη γραφή του ΜακΚάρθι, εστιάζει στους διαλόγους, κυρίως μεταξύ του ήρωα και των βασικών χαρακτήρων, με προεξέχοντες αυτούς που υποδύονται ο Μπαρδέμ (Ραίνερ) κι ο Πιτ (Γουέστρεϊ). Ο Ράινερ, ντίλερ και ιδιοκτήτης κλαμπ, και ο Γουέστρεϊ, μεσάζων σε δοσοληψίες, συμβουλεύουν τον Συνήγορο ότι τέτοιες μεγάλες δουλειές εύκολα στραβώνουν και το τίμημα είναι σκληρό. Η Ντίαζ, πάλι, ως γκόμενα του Ραίνερ αλλά που φαίνεται ότι έχει δική της κρυφή ατζέντα, επιδίδεται σε σεξουαλικές εξτραβαγκάνζες, παίζει ψυχολογικά και με τον δικό της και με τη Λόρα (Κρουζ), όπως, για την πλάκα της, και με έναν καθολικό εξομολογητή.
Απ` όλα αυτά καταλαβαίνει κανείς ότι ο Σκοτ επιχειρεί, σαν τους Κοέν, να στήσει ένα δράμα που φέρνει τον ήρωα σε υπαρξιακά και ηθικά όρια, ενώ γύρω του περιστρέφεται ένας κόσμος εκκεντρικός με τη βία να υποβόσκει απειλητικά.
Όλα αυτά μοιάζουν πολύ ενδιαφέροντα στο χαρτί, αλλά στο πανί δεν βγήκαν έτσι. Τα πάντα φαίνονται ως μια επιμελημένη κατασκευή, όχι ένα έργο που σε καθηλώνει. Θέμα χημείας μεταξύ των συστατικών; Ο μονόλογος του Τόμι Λι Τζόουνς στο τέλος του «Καμιά Πατρίδα για τους Μελλοθάνατους» λειτουργεί ως καταλύτης που ενώνει, συμπυκνώνει όλη την ουσία του έργου. Εδώ δεν υπάρχει κάτι τέτοιο. Όλοι οι ήρωες, ακόμη κι ο Συνήγορος, μένουν εγκλωβισμένοι ο καθένας στις δικές του ατάκες χωρίς να υφαίνεται, να δομείται ιδιαίτερο δραματουργικό ενδιαφέρον, οι παραξενιές και οι ακρότητες υπάρχουν με σινεφιλική φιλαρέσκεια, για το χατίρι τους και μόνο, η όλη πυκνή αφήγηση που αφήνει κενά στην εξήγηση της πλοκής δεν λειτουργεί και τόσο υποβλητικά (ίσως λίγο) και οι στιγμές απόγνωσης του ήρωα περνούν με μουσική παρά με διάλογο. Εντέλει, μπορούμε να πούμε ότι ήταν η ατυχής προσπάθεια δημιουργίας μιας κλιμακούμενης απειλής γύρω από έναν άνθρωπο που δεν μέτρησε καλά τις εσωτερικές του δυνάμεις. Ακόμα χειρότερα, αν το καλοσκεφτείς, ο Συνήγορος δεν «γράφεται» εις βάθος ως χαρακτήρας. Είναι μια φιγούρα, ένας τύπος που δεν μας φανερώνεται ως καθημερινός άνθρωπος, οπότε δεν μας αγγίζει και η συντριβή του. Ο ΜακΚάρθι έπρεπε να κάνει άλλη μία νουβέλα, όχι σενάριο.
Βαθμολογία: