
Με Διαβατήριο τη Γοητεία
- Charmøren
- The Charmer
- 2017
- Δανία
- Δανικά, Περσικά
- Αισθηματική, Δραματική, Δραματικό Θρίλερ
- 11 Οκτωβρίου 2018
Ο Ισμαήλ βρίσκεται στη Δανία. Είναι γύρω στα 30, πάντα καλοντυμένος, γοητευτικός κι ευγενικός. Φλερτάρει επίμονα με τις γυναίκες και θέλει άμεσα να παντρευτεί. Ως εδώ τα πράγματα θα έμοιαζαν σχεδόν φυσιολογικά, αν η άδεια παραμονής του Ισμαήλ στη χώρα δεν έληγε μέσα στις επόμενες ημέρες. Προκειμένου να μη δρομολογηθεί η επιστροφή του στο Ιράν, ο Ισμαήλ προσποιείται κάθε μέρα έναν άλλο εαυτό, προσπαθώντας να γοητεύσει μία ακόμη γυναίκα. Κυριευμένος από την αγωνία να τα καταφέρει, το σχέδιό του γίνεται εμμονή, μέχρι που συναντά τη Σάρα, μια Ιρανή που ζει στη Δανία και καταλαβαίνει αμέσως τα σχέδιά του.
Σκηνοθεσία:
Milad Alami
Κύριοι Ρόλοι:
Ardalan Esmaili … Esmail
Soho Rezanejad … Sara
Lars Brygmann … Lars
Susan Taslimi … Leila
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Milad Alami, Ingeborg Topsoe
Παραγωγή: Stinna Lassen
Μουσική: Martin Dirkov
Φωτογραφία: Sophia Olsson
Μοντάζ: Olivia Neergaard-Holm
Σκηνικά: Sabine Hviid
Κοστούμια: Camilla Nordbjerg
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Charmoren
- Ελληνικός Τίτλος: Με Διαβατήριο τη Γοητεία
- Διεθνής Τίτλος: The Charmer
- Διεθνής Εναλλακτικός Τίτλος: No One Escapes the Night [ανεπίσημος]
Κύριες Διακρίσεις
- Υποψήφιο για πρώτο αντρικό ρόλο (Ardalan Esmaili) και δεύτερο γυναικείο ρόλο (Soho Rezanejad) στα Bodil, τα εθνικά βραβεία της Δανίας.
Παραλειπόμενα
- Πρώτη μεγάλου μήκους ταινία για τον Milad Alami, που γεννήθηκε στο Ιράν, αλλά από μικρός βρέθηκε μετανάστης στη Σουηδία και έλαβε την κινηματογραφική του εκπαίδευση στη Δανία.
Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης
Έκδοση Κειμένου: 12/10/2018
Αν καταφέρνει να κάνει κάτι από τα πρώτα του κιόλας λεπτά το μεγάλου μήκους σκηνοθετικό ντεμπούτο του Milad Alami είναι να τραβήξει το βλέμμα, με ένα απροειδοποίητα καθηλωτικό ξεκίνημα, ακόμη κι αν είναι ολοφάνερο πως υπάρχει για να εντυπωσιάσει. Ταυτόχρονα όμως προμηνύει κάτι πιο σινεφίλ και απαιτητικό από αυτό που τελικά προκύπτει, άλλο αν ακόμη κι έτσι πρόκειται για ένα λειτουργικότατο φιλμ. Το μεγάλο ατού εδώ είναι ο κεντρικός ήρωας, όχι τόσο όσον αφορά την ενσάρκωσή του από τον Ardalan Esmaili, του οποίου η προσέγγιση έχει προσωπικότητα και νεύρο αλλά διαθέτει έλλειμμα μεγάλων ερμηνευτικών στιγμών, όσο το στίγμα που δίνει σεναριακά: είναι εντυπωσιακό το πως το κείμενο παίζει με την υποκειμενική πρόσληψη του θεατή απέναντι σε αυτόν τον ιδιόρρυθμο πρωταγωνιστή, πότε προκαλώντας εύλογη συμπάθεια για την προσωπική του οδύσσεια και τις καταστάσεις που ξεπερνούν τον ίδιο τοποθετώντας τον στο μάτι του κυκλώνα, πότε βλέποντάς τον με μια έντονα επικριτική ματιά ελέω του εγωισμού του και της ανωριμότητάς του, χωρίς να κατασταλάζει ποτέ σε καμία από τις δύο οπτικές εσκεμμένα. Ο σκηνοθέτης και συνσεναριογράφος κρατάει μια ουδέτερη στάση, δεν απαλλάσσει τον χαρακτήρα του από τις ευθύνες του εκεί που υπάρχουν, κατανοεί όμως το προσωπικό του δράμα χωρίς να ξεχνάει πως πρόκειται για έναν φτωχοδιάβολο που προσπαθεί να επιβιώσει, όχι για έναν απατεώνα με το δόλο μόνιμα στο μυαλό του.
Ο θεματικός άξονας του φιλμ είναι η προσωπική ταυτότητα σε συνάρτηση με τους εξωγενείς παράγοντες που τη διαμορφώνουν. Ο πρωταγωνιστής είναι ένας χαμαιλέοντας, ένα άτομο που φαινομενικά δεν έχει υπόσταση εκτός του κοινωνικού πλαισίου στο οποίο κινείται. Η προσωπική (και σιωπηλή) του τραγωδία είναι πως δεν έχει φτάσει σε αυτήν τη συνειδητοποίηση και πως λόγω των συνθηκών που καλείται να αντιμετωπίσει οπουδήποτε, οι όποιες μεταστροφές γίνονται στη στάση του προέρχονται πάντοτε απ’ έξω, όχι ύστερα από εσωτερική διεργασία. Είναι ένας άνθρωπος καταδικασμένος φαινομενικά στη δυστυχία, θύμα τόσο του συστήματος όσο και του αδιέξοδου των δικών του αποφάσεων, νευρωτικός με έναν αδιάφανο τρόπο, με μια κοινωνική μάσκα την οποία χρησιμοποιεί επιδέξια, όσο όμως προχωράει η πλοκή γίνεται όλο και πιο προφανές ότι έχει αηδιάσει με αυτήν σε βάθος χρόνου. Πρόκειται για ένα εν δυνάμει συγκλονιστικό πορτραίτο, δυστυχώς όμως αντί να δοθεί περισσότερο βάρος στο ψυχογράφημα ώστε να προκύψει ένα αποτέλεσμα με ανάλογο βάθος, ο Esmaili το ανακατεύει με τον κοινωνικό σχολιασμό, ο οποίος αν κι εύστοχος δεν ξεφεύγει από το επίπεδο της προφανούς διαπίστωσης, αφαιρώντας έτσι κινηματογραφικό χρόνο που θα μπορούσε να αφιερωθεί σε μια βαθύτερη ανάλυση του ήρωα, οδηγώντας σε ένα ουσιαστικότερο συνολικά φιλμ.
Παρόλο που υπήρχαν τα φόντα για μια πραγματικά μεγάλη σπουδή επάνω στην αιώνια σύγκρουση ατομικής ταυτότητας και κοινωνικού περίγυρου στην εποχή της πολυπολιτισμικότητας, το “Με Διαβατήριο τη Γοητεία”, ακόμη κι αν δεν αριστεύει, αποπερατώνει μια άκρως ενδιαφέρουσα διαδρομή με πολλές πτυχές, διατηρώντας πάντα ένα ανθρωποκεντρικό ύφος τόσο σκηνοθετικά (η κάμερα προσκολλάται στους ηθοποιούς και ο ρόλος που αναλαμβάνει είναι κυρίως να τους αναδεικνύει και λιγότερο να συνθέτει εικόνες) όσο και θεματικά. Ακόμη κι όταν κάποιες υποπλοκές φαίνονται μη εναρμονισμένες ιδανικά με το σύνολο, σαν να υπάρχουν μονάχα για να μπει λίγη “σάλτσα” για το κοινό που μπορεί να βαρεθεί με μια προσήλωση στο κοινωνικό κομμάτι δίχως άλλες συγκινήσεις, είτε αυτές μπαίνουν στα χωράφια του ρομαντικού είτε σε αυτά του σασπένς, γενικά πρόκειται για μια ισορροπημένη δουλειά, με μια αυθεντικότητα που φαίνεται έντονα να πηγάζει και από μια εν μέρει βιωματικότητα (προφανώς λόγω της καταγωγής του σκηνοθέτη), η οποία είναι και άκρως πολύτιμη όταν η θεματολογία αφορά κάτι τόσο συγκεκριμένο που θα μπορούσε να ξεπέσει σε μια χονδροειδή προσέγγιση που θα σπαταλούσε την προσφερόμενη ευκαιρία και δίχως να καταφεύγει ποτέ στον διδακτισμό και το σφυροκόπημα πολιτικών θέσεων παρά την ξεκάθαρη τοποθέτησή της.
Βαθμολογία: