Το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου μοιάζει κοντινό και η κοινωνική τάξη της Γερμανίας έχει κουρελιαστεί. Καθώς το ηθικό της βέρμαχτ αρχίζει να φθείρεται και τμήματα της αποσυντίθενται, ο αριθμός των λιποτακτών ανεβαίνει τόσο δραματικά, που οποιοσδήποτε βρίσκεται μακριά από τον λόχο του πυροβολείται ως προδότης. Η αναρχία και η αυθαιρεσία έχουν αντικαταστήσει τον νόμο και την τάξη. Μια ομάδα αξιωματικών κυνηγάει έναν 19χρονο στρατιώτη σαν να είναι κυνήγι ζώου. Ο Βίλι Χέρολντ, ο στρατιώτης, έχει κρυφτεί στο δάσος και απεγνωσμένος νιώθει ότι ο χρόνος του τελειώνει. Από καθαρή τύχη, καταφέρνει να ξεφύγει και πάνω στην κρίσιμη στιγμή, κάνει μια ζωτικής σημασίας ανακάλυψη: τη στολή ενός υψηλά ιστάμενου και παρασημοφορεμένου αξιωματικού του λουτβάφε.

Σκηνοθεσία:

Robert Schwentke

Κύριοι Ρόλοι:

Max Hubacher … Willi Herold

Milan Peschel … Freytag

Frederick Lau … Kipinski

Bernd Holscher … Schutte

Waldemar Kobus … Hansen

Alexander Fehling … Junker

Samuel Finzi … Roger Kuckelsberg

Wolfram Koch … Schneider

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Robert Schwentke

Παραγωγή: Frieder Schlaich, Irene von Alberti

Μουσική: Martin Todsharow

Φωτογραφία: Florian Ballhaus

Μοντάζ: Michal Czarnecki

Σκηνικά: Harald Turzer

Κοστούμια: Magdalena Rutkiewicz

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: Der Hauptmann
  • Ελληνικός Τίτλος: Η Στολή του Λοχαγού
  • Διεθνής Τίτλος: The Captain

Κύριες Διακρίσεις

  • Βραβείο ήχου στα Ευρωπαϊκά Βραβεία.
  • Βραβείο ήχου στα εθνικά βραβεία της Γερμανίας. Υποψήφιο για καλύτερη ταινία, δεύτερο αντρικό ρόλο (Alexander Fehling), μουσική και μοντάζ.
  • Βραβείο φωτογραφίας στο φεστιβάλ του Σαν Σεμπάστιαν.

Παραλειπόμενα

  • Βασισμένη σε αληθινά γεγονότα και γυρισμένη σε φωτεινό μαυρόασπρο φορμά.

Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης

Έκδοση Κειμένου: 13/1/2019

Κι εκεί που το τερέν του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου φαίνεται να έχει κορεστεί θεματικά στο σινεμά, πετάγεται μια στο τόσο μια έκπληξη σαν τη συγκεκριμένη που προσθέτει και κάτι καινούριο. Το χτύπημα αυτό δε είναι διπλά απρόσμενο αν ληφθεί υπόψιν ότι προέρχεται από τον όχι ιδιαίτερα δημιουργικό σε ύφος Robert Schwentke που εδώ κάνει τη στιλιστική υπέρβαση υπογράφοντας μάλλον το καλύτερο φιλμ στη σκηνοθετική του καριέρα. Πρόκειται για μια από τις πιο αλησμόνητες δουλειές ασπρόμαυρης φωτογραφίας των τελευταίων ετών, που δεν υιοθετείται για ένα καλλωπιστικό άλλοθι αλλά για την υπογράμμιση της εφιαλτικότητας των συνθηκών στις οποίες εμπλέκεται ο κεντρικός αντιήρωας. Σχεδόν όλες οι συνθέσεις των κάδρων παραπέμπουν σε μια επί της Γης κόλαση, όπου το φως είναι αιχμηρό και απειλητικό και το σκοτάδι αμείλικτο, τα πρόσωπα μορφάζουν έντονα και τα τοπία δεν προσφέρουν καμιά παρηγοριά από μια σαθρή πολιτική κατάσταση που βρίσκεται στη δύση της ζωής της. Αλλά και σε σεναριακό επίπεδο πρόκειται για ένα γενναίο φιλμ: όλοι σχεδόν οι χαρακτήρες κολυμπούν σε ένα βούρκο από τον οποίο δεν διαφαίνεται κανένα λυτρωτικό στοιχείο και κανένας φάρος ηθικής που να υποδεικνύει το καλό. Όλοι οι δρώντες έχουν αγκαλιάσει τη σήψη στην οποία ζουν και το μόνο που μπορεί να κάνει ο θεατής είναι να δει σε πόσο μεγάλη έκταση οι ίδιοι θα απολέσουν ό,τι ανθρώπινο μπορεί να τους χαρακτηρίζει.

Θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί πως σε επίπεδο νοηματικής δεν υπάρχει κάτι ριζοσπαστικό και καινούριο σε σχέση με τις δεκάδες άλλες ταινίες που καλύπτουν το θέμα «Γερμανία επί ναζισμού». Αυτό ίσως έχει κάποια βάση, όμως η «Στολή του Λοχαγού» διαφοροποιείται από τη μέση δημιουργία που ασχολείται με το συγκεκριμένο χωροχρονικό πλαίσιο μέσω δύο κρίσιμων παραγόντων. Πρώτον, οSchwentke ποτέ δεν αισθάνεται ότι πρέπει να διδάξει και να υποδείξει στον θεατή, δεν τον αντιμετωπίζει σαν ένα υποκείμενο γεμάτο άγνοια που πρέπει να «μορφωθεί» από τον ίδιο. Αφήνει τον τρόμο των καταστάσεων να μιλήσει από μόνος του χωρίς να προσφέρει κάποιο «σωσίβιο» στον θεατή. Μονάχα από την εναρκτήρια σεκάνς που εντάσσει αυτόν που παρακολουθεί στην ατμόσφαιρα που θα επακολουθήσει καθόλη τη διάρκεια με τρομερά απότομο, φρενήρη και βίαιο τρόπο, οι προθέσεις του γερμανού κινηματογραφιστή γίνονται κάτι παραπάνω από εμφανείς. Δεύτερον, ο φακός δεν παρατηρεί απλά αλλά μπαίνει στη νοοτροπία του τότε φανατισμένου εθνικοσοσιαλιστή ξεδιπλώνοντας έναν αναλυτικό χάρτη των συμπεριφορών του και αποτυπώνοντάς τον ως μια πιο σύνθετη φιγούρα από έναν μονοδιάστατο κακό. Για αυτό και η υπόστασή του στο πανί είναι πραγματικά τρομακτική και απεχθής, δημιουργεί ένα πηγαίο συναίσθημα απειλής.

Ίσως το μοναδικό σημαντικό φάουλ που υπάρχει εδώ είναι η τελική σκηνή που εκτυλίσσεται ενώ κυλούν οι τίτλοι τέλους, η οποία αν και υπάρχει στο σύνολο για κάποιον λόγο αποπροσανατολίζει αρκετά από όσα προηγήθηκαν και φαντάζει ως μια πινελιά που δεν ήταν απολύτως απαραίτητη: η ουσία του φιλμ έχει γίνει αρκετά ξεκάθαρη και χωρίς αυτήν. Κάτι που δεν πρέπει να παραβλεφθεί είναι το ότι το σενάριο λειτουργεί με έναν θαυμαστά αμφίπλευρο τρόπο. Από τη μία δεν θέλει να λειτουργήσει ως μια παραβολή για τον ηθικό εκμαυλισμό που επιφέρει η απόκτηση εξουσίας που θα μπορούσε να είναι κι εκτός του ιστορικού πλαισίου στο οποίο τοποθετείται (και πώς αλλιώς θα γινόταν αυτό βέβαια, μια και η πραγματική ιστορία στην οποία βασίζεται η ταινία διαδραματίζεται τότε), μιας και η ανατομία του φασισμού βρίσκεται στην καρδιά του προβληματισμού που διατρέχει τη συγκεκριμένη δημιουργία. Από την άλλη, όντως υπάρχουν αρκετές διαπιστώσεις επάνω στη φύση της ιεραρχίας που είναι διαχρονικές στην ουσία τους και υπερβαίνουν τον τόπο και τη χρονολογία των δρώμενων, χωρίς αυτό να αναιρεί το γεγονός πως η «Στολή του Λοχαγού» είναι κατά βάση μια μελέτη, και μάλιστα επουσιώδης, επάνω στα γνωρίσματα του φασισμού. Σίγουρα πάντως αποτελεί αιχμηρό και αναγκαίο κινηματογράφο.

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

13 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *