Το Σουτιέν
- Vom Lokfuhrer, der die Liebe Suchte...
- The Bra
- 2018
- Γερμανία
- Χωρίς διαλόγους
- Δραμεντί, Σινεφίλ
- 23 Μαΐου 2019
Ένα εμπορικό τρένο διασχίζει μια ατελείωτη, εύφορη κοιλάδα στους πρόποδες του Καυκάσου. Στην καμπίνα του οδηγού ο Νουρλάν, ο μηχανοδηγός. Μέρα με τη μέρα οδηγεί το τραίνο διασχίζοντας ένα προάστιο του Μπακού, όπου τα κτήρια είναι τόσο κοντά στις γραμμές που αναγκάζεται να περνά ξυστά από τις αυλές και τα κτίσματα. Κάθε φορά που το τρένο πλησιάζει, οι άνδρες που πίνουν τσάι και οι γυναίκες που απλώνουν τα ρούχα τρέχουν να το αποφύγουν. Ο Αζίζ, ένα μικρό ορφανό παιδί, όταν ακούει το σφύριγμα του τρένου, τρέχει με τη σφυρίχτρα του κατά μήκος των γραμμών και ειδοποιεί τους κατοίκους να μαζέψουν τα πράγματα τους και να μπουν στα σπίτια τους. Ό,τι δεν προλαβαίνουν να μαζέψουν, ο Νουρλάν τα συγκεντρώνει στο τέλος της διαδρομής: Φτερά κοτόπουλων, παιδικές μπάλες, ακόμα και σεντόνια. Την τελευταία μέρα πριν τη συνταξιοδότησή του, ο μηχανοδηγός Νουρλάν βρίσκει σκαλωμένο στο τρένο ένα κάπως ιδιαίτερο σουβενίρ: ένα δαντελωτό, γαλάζιο σουτιέν! Η σκέψη του σουτιέν αναστατώνει τον Νουρλάν που πια δεν μπορεί να κοιμηθεί τα βράδια. Η απέραντη μοναξιά του τον οδηγεί να επιστρέψει στη γειτονιά και να αναζητήσει την ιδιοκτήτρια του σουτιέν.
Σκηνοθεσία:
Veit Helmer
Κύριοι Ρόλοι:
Predrag ‘Miki’ Manojlovic … Nurlan
Paz Vega … Daria
Chulpan Khamatova … Nesrin
Denis Lavant … Kamal
Maia Morgenstern … Fidan
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Veit Helmer, Leonie Geisinger
Παραγωγή: Veit Helmer
Μουσική: Cyril Morin
Φωτογραφία: Felix Leiberg
Μοντάζ: Vincent Assmann
Σκηνικά: Bacho Makharadze
Κοστούμια: Mehriban Efendi
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Vom Lokfuhrer, der die Liebe Suchte…
- Ελληνικός Τίτλος: Το Σουτιέν
- Διεθνής Τίτλος: The Bra
Κύριες Διακρίσεις
- Υποψήφιο για φωτογραφία στα εθνικά βραβεία της Γερμανίας.
Παραλειπόμενα
- Οι αρχές του Αζερμπαϊτζάν δεν ήταν θετικές με το να γυριστεί η ταινία στο συγκεκριμένο προάστιο του Μπακού, και εντέλει απαγόρευσαν το γύρισμα ενώ ήταν σε εξέλιξη. Έτσι, η ταινία ολοκληρώθηκε στη γειτονική Γεωργία.
- Πέρα από κάποια δευτερόλεπτα τραγουδιού και κραυγής, δεν ακούγεται κανένας διάλογος επί του φιλμ.
Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης
Έκδοση Κειμένου: 12/5/2019
Πάντα καλοδεχούμενος ακόμη ένας φόρος τιμής στον βωβό κινηματογράφο, ειδικά αν έχει και μια ξεχωριστή ιδιοσυγκρασία όπως συμβαίνει εδώ. Η διαδραμάτιση σημαντικού μέρους της δράσης επάνω σε σιδηροδρομικές ράγες φέρνει στο μυαλό τον κλασικό «Στρατηγό» του Buster Keaton, ενώ μέχρι και η θλιμμένα χιουμοριστική φιγούρα του παλαίμαχου Miki Manojlovic θυμίζει τον θρυλικό κωμικό.
Παρά τις σαφείς αυτές αναφορές όμως, το «Σουτιέν» έχει ένα δικό του, μοναδικό φίλτρο που τονίζεται κι από την ιδιαιτερότητα των τοποθεσιών που έχουν επιλεχθεί (τα γυρίσματα έχουν γίνει στο Αζερμπαϊτζάν). Δεν είναι τυχαίος και ο πολυπολιτισμικός χαρακτήρας του φιλμ (σκηνοθέτης από τη Γερμανία στο τιμόνι, ηθοποιοί από τη Σερβία, τη Γαλλία, τη Ρωσία και την Ισπανία μεταξύ άλλων) που θέλει να τονίσει το ότι ο μύθος που βρίσκεται στο επίκεντρο δεν γνωρίζει σύνορα, αλλά και να βάλει σε ένα νοητό μίξερ πολλές οπτικές σε ένα ενιαίο όραμα. Σε επίπεδο οπτικής αφήγησης πρόκειται για έναν μικρό θρίαμβο, με μια σειρά αξιομνημόνευτων εικόνων κι ευρημάτων που μένουν στο νου και μετά το πέρας της θέασης, με ειδική μνεία στο παιδί που τρέχει χτυπώντας το καμπανάκι για να ειδοποιήσει όσους είναι κοντά στις γραμμές του τρένου και στο στενόχωρο ξενοδοχείο χτισμένο δίπλα σε αυτές. Το σύνολο ωστόσο θα ήταν ακόμη καλύτερο αν ο ερωτισμός που πήγαζε από την ιστορία ήταν λιγότερο προσηλωμένος σε έναν φετιχισμό όπως και τελικά γίνεται που ανά σημεία βγάζει κάτι το εμμέσως σεξιστικό και αν υπήρχε περισσότερη εστίαση στο τρυφερό και αθώο στοιχείο αυτού του τομέα που άλλωστε συμβαδίζει πιο πολύ και με το ύφος που επικρατεί.
Όμορφη πινελιά αποτελεί το φινάλε που μετατοπίζει το κέντρο βάρους και μεταβάλλει τον πρωταγωνιστή με έναν τρόπο που φαντάζει ταυτόχρονα απολύτως εναρμονισμένος με ό,τι έχει προηγηθεί αλλά και ουσιώδης για να κλείσει το φιλμ με μια ουμανιστική νότα που ταιριάζει ως σούμα. Αξίζει να αναφερθεί και η δουλειά που έχει γίνει στη διεύθυνση των ηθοποιών, οι οποίοι ερμηνεύουν στην πλειοψηφία τους σαν να υποδύονται φιγούρες και όχι ολοκληρωμένους χαρακτήρες, στα πλαίσια μιας προσέγγισης που έχει στη βάση της αυτό που βλέπει το μάτι, άρα και με τους ήρωες να αποκτούν τη δέουσα βαρύτητα ανάλογα με τη φυσική τους παρουσία και με το που βρίσκονται και πως κινούνται στον χώρο. Η έλλειψη διαλόγων οδηγεί και σε μια πιο δημιουργική αξιοποίηση του ήχου, με πειραματισμούς που εντάσσονται εξαιρετικά στο παιχνιδιάρικο κλίμα της ταινίας, με πιο αξιοσημείωτο δείγμα την τρόπον τινά μουσική που παράγει μέσω καθημερινών αντικειμένων ο Denis Levant (ο οποίος δυστυχώς δεν χρησιμοποιείται όσο θα έπρεπε κανονικά).
Η ισορροπία που επιτυγχάνεται μεταξύ μιας γλυκιάς ελαφρότητας και μιας υφέρπουσας μελαγχολίας που φαίνεται να βρίσκονται σε μια άτυπη μονομαχία από σκηνή σε σκηνή είναι αξιοθαύμαστη, δείχνει έναν κινηματογραφιστή συνειδητοποιημένο ως προς την ευρύτερη εικόνα της δημιουργίας του. Η αφοπλιστική απλότητα της αφήγησης πιθανότατα έχει και πιο σύγχρονες επιρροές από σκηνοθέτες που έχουν ενσωματώσει στα σημερινά δεδομένα την κληρονομιά του βωβού όπως ο Sylvain Chomet. Υπάρχουν κάποιες φορές εντούτοις που ο φορμαλισμός του όλου εγχειρήματος μοιάζει βεβιασμένος και υπερβολικά βασισμένος στην τεράστια νοσταλγία που υπάρχει ακόμη για την εποχή που αποτελεί εδώ σινεφιλικό σημείο αναφοράς. Γενικότερα εδώ κι εκεί βρίσκονται παραπτώματα που αν συμμαζεύονταν κάπως το φιλμ θα έλαμπε ακόμη περισσότερο από ότι στην τωρινή του μορφή. Παρόλα αυτά, το σύνολο έχει μια τόσο ισχυρή και διακριτή προσωπικότητα και παίρνει τέτοια ρίσκα που δεν γίνεται κανείς να μην αναγνωρίσει ότι πρόκειται για μια εξαιρετική περίπτωση, σε μια εποχή που ακόμη και το αποκαλούμενο καλλιτεχνικό κύκλωμα στο σινεμά μοιάζει να αποφεύγει να ριψοκινδυνεύει για το κάτι παραπάνω. Εν ολίγοις, ένα τρισχαριτωμένος συνδυασμός αναπόλησης μιας αγνότερης κινηματογραφικής περιόδου με μια μοντέρνα κι ενήλικη ματιά που ποτέ δεν ξεχνάει τις ρίζες της, μια μικρή κι ευχάριστη έκπληξη.
Βαθμολογία: