Η Γκρέτα είναι μια νεαρή από τις ΗΠΑ, που πιάνει δουλειά ως νταντά σε ένα απόμακρο βρετανικό χωριό. Με τρόμο ανακαλύπτει ότι το 8χρονο αγόρι της οικογένειας είναι μια αληθινών διαστάσεων κούκλα, που η οικογένεια εκλαμβάνει ως ζωντανό παιδί, σε μια συνεχή προσπάθεια να ξεπεράσουν τον χαμό του αληθινού τους γιου πριν 20 χρόνια. Η Γκρέτα αποδέχεται τη δουλειά ακόμα κι έτσι, αλλά όταν παραβιάζει μια σειρά από αυστηρούς κανόνες, ακολουθούν ανεξήγητα γεγονότα και οι χειρότεροι εφιάλτες της έρχονται στη ζωή, οδηγώντας τη να πιστέψει ότι η κούκλα είναι ολοζώντανη.

Σκηνοθεσία:

William Brent Bell

Κύριοι Ρόλοι:

Lauren Cohan … Greta Evans

Rupert Evans … Malcolm

Jett Klyne … Brahms Heelshire

Jim Norton … Κος Heelshire

Diana Hardcastle … Κα Heelshire

Ben Robson … Cole

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Stacey Menear

Παραγωγή: Matt Berenson, Roy Lee, Gary Lucchesi, Tom Rosenberg, Jim Wedaa, Richard S. Wright

Μουσική: Bear McCreary

Φωτογραφία: Daniel Pearl

Μοντάζ: Brian Berdan

Σκηνικά: John Willett

Κοστούμια: Jori Woodman

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Μέτρια.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: The Boy
  • Ελληνικός Τίτλος: The Boy

Άμεσοι Σύνδεσμοι

Παραλειπόμενα

  • Η ταινία ανακοινώθηκε πρώτα το 2014 με τον τίτλο The Inhabitant. Σε κάποιο σημείο, ο τίτλος αυτός έγινε In a Dark Place, με την Jane Levy να είναι υποψήφια για τον πρώτο ρόλο.
  • Στις αρχικές εκδοχές του σεναρίου, η ταινία προορίζονταν για πιο σκληρά θριλερική, ενώ η τελική απέσπασε τον χαρακτηρισμό του PG-13.
  • Η πλοκή φέρει αρκετές ομοιότητες τόσο με την τηλεταινία Bad Ronald του 1974, όσο και το μικρού μήκους ισπανικό Familia Colateral (2007).
  • Με κόστος 10 εκατομμύρια δολάρια, το φιλμ έβγαλε 64,2. Αυτό αρκούσε για να δοθεί μετά από δύο χρόνια το πράσινο φως για ένα σίκουελ.

Κριτικός: Νίκος Ρέντζος

Έκδοση Κειμένου: 26/1/2016

Καταραμένες πορσελάνινες κούκλες! Αρκεί μια τέτοια απέναντι από το κρεβάτι σου την ώρα που πλαγιάζεις, για να χάσεις τον ύπνο σου. Είμαι σίγουρος ότι όλοι έχετε νιώσει άβολα απέναντι από ένα τέτοιο ανατριχιαστικό κατασκεύασμα, όταν πηγαίνατε επίσκεψη στη γιαγιά ή σε μια ηλικιωμένη θεία. Ποιος τους είπε ότι αυτές οι κούκλες είναι ωραίο να στολίζουν τις διάφορες γωνίες των σπιτιών τους; Γιατί μας το έκαναν (και συνεχίζουν να το κάνουν) αυτό; Και για ποιον λόγο έπρεπε αυτή η κούκλα να βρίσκεται στο δωμάτιο που κοιμάσαι και να σε παρατηρεί όλο το βράδυ; Νόμιζες ότι θα κλείσουν κάποια στιγμή τα βλέφαρά σου και τότε θα μπορούσε να κάνει το πιο ανατριχιαστικό και τρομακτικό πράγμα που κάνουν όλες αυτές οι κούκλες. Να είναι στην ίδια θέση, με ορθάνοιχτα μάτια, όταν ανοίξεις ξανά τα δικά σου. Και πάντα τα κατάφερνε. Και οι ιστορίες για το ψυχρό, γυάλινο βλέμμα της περνούσαν από γενιά σε γενιά, γιατί -μη νομίζεις- υπήρξαν κι άλλοι πριν από σένα που πέρασαν το ίδιο μαρτύριο, και κάπως έτσι συνέλαβε την (σαφώς όχι πρωτότυπη) ιδέα η σεναριογράφος Στέισι Μινίρ και την παρέδωσε στον σκηνοθέτη μας, Γουίλιαμ Μπεντ Μπελ, για να γεννηθεί ακόμα μία ταινία τρόμου στα τελευταία δύο χρόνια (ξεχάσατε την Annabelle μήπως;), βασισμένη στον φόβο που μας προκαλούν αυτές οι αναθεματισμένες πορσελάνινες κούκλες.

Η δουλειά που έχει κάνει ο Μπελ κι ο διευθυντής φωτογραφίας του είναι εμφανής από τις πρώτες σκηνές, και ξέρεις ότι έχεις να κάνεις με μια προσεγμένη παραγωγή που δίνει βάση στη δημιουργία ατμόσφαιρας και προσπαθεί να χτίσει την ιστορία της χωρίς να βιάζεται να μας τρομάξει. Αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι δεν έρχεται η στιγμή που τα κλισέ θα κάνουν την εμφάνισή τους. Έρχονται και τα jump-scares (όχι πολλά, εδώ που τα λέμε), έρχονται και τα πλάνα τύπου «κάποιος παρακολουθεί πίσω από τις κουρτίνες», έρχονται και οι παράξενοι θόρυβοι μες στη νύχτα. Δεν σε ενοχλούν όμως ιδιαίτερα όλα αυτά, καθώς ο Μπελ φροντίζει να μην το παρακάνει και να διατηρεί την ατμόσφαιρα μυστηρίου που έχει φτιάξει από την αρχή. Οι καλύτερες δε και πιο τρομακτικές σκηνές είναι αυτές που το πορσελάνινο αγόρι στέκεται ακίνητο και η κάμερα μένει πάνω του για μερικά δευτερόλεπτα, περιμένοντας κάτι από αυτό.

Το σενάριο της Μινίρ δεν είναι πολύ καλά δουλεμένο και δυστυχώς είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα της ταινίας. Από την αρχή και την Αμερικανίδα που φτάνει στην Αγγλία για να δουλέψει ως νταντά για να ξεφύγει από το παρελθόν της, λες και η Αμερική είναι μικρή, από τις πρώτες στιγμές που βλέπει το παράλογο της κατάστασης και δεν σηκώνεται να φύγει, όπως κάθε λογικός άνθρωπος θα έκανε σε οποιοδήποτε άλλο κινηματογραφικό είδος, μέχρι τον τρόπο εξέλιξης των χαρακτήρων ως το τέλος του φιλμ, το σενάριο πάσχει.

Παρά το ελαττωματικό σενάριο, η Λόριν Κόχαν καταφέρνει να στηρίξει αξιοπρεπώς τον ρόλο της, παίζοντας με ενδιαφέροντα τρόπο τις στιγμές που η πρωταγωνίστρια βρίσκεται στα πρόθυρα της τρέλας και δεν μπορεί ακόμα να καταλάβει αν όλα αυτά που της συμβαίνουν είναι αληθινά. Δίπλα της στο μεγαλύτερο μέρος της ταινίας, εκτός από την κούκλα, είναι ο συμπαθής αλλά σχετικά αδιάφορος Ρούπερτ Έβανς, που το θέλει το κορίτσι, αλλά τα πράγματα είναι δύσκολα γι` αυτόν.

Εντέλει, το The Boy είναι μια συμπαθητική, καλογυρισμένη ταινία, με ένα όχι τόσο καλό σενάριο. Είναι στην ουσία μια ταινία μυστηρίου: μια «ταινία αποκάλυψης» και η στιγμή που γίνεται η αποκάλυψη είναι ίσως η πιο δυνατή, όχι τόσο γιατί δεν σου πέρασε ποτέ απ` το μυαλό, αλλά γιατί είναι πολύ καλά σκηνοθετημένη και… Σταματάω εδώ γιατί πολύ εύκολα μπορεί να μου ξεφύγει κάτι που δεν πρέπει. Μια «περίεργα» καλή έναρξη, με «ανατριχιαστικά γελοίες» σκηνές (ήταν ό,τι καλύτερο μπορούσα να σκεφτώ) που ακροβατούν μεταξύ τρόμου και παρωδίας, μερικά υποτονικά διαστήματα ενδιάμεσα από κάποιες ατμοσφαιρικές σκηνές και ένα καλό τελευταίο εικοσάλεπτο, που θα μπορούσε να έχει λίγο πιο ενδιαφέρουσα κατάληξη, συμπληρώνουν το πορσελάνινο προσωπείου του Αγοριού.

Βαθμολογία:


Κριτικός: Σταύρος Γανωτής

Έκδοση Κειμένου: 19/11/2016

Η ταινία του Γουίλαμ Μπρεντ Μπελ έχει τη χάρη να ξεχωρίζει από τις πολλές κακές ταινίες τρόμου που βλέπουμε στις αίθουσες, χωρίς κατά ανάγκη να είναι πάνω του μετρίου. Ο λόγος είναι ότι ανήκει στη σχολή «The Sixth Sense», αυτή δηλαδή που παρεμβάλει στο θρίλερ μια ατμόσφαιρα μυστηρίου. Αυτή όμως η επικείμενη αποκάλυψη δεν αφήνει την ίδια αγωνία με προκατόχους του είδους, αφού το σενάριο καθ’ όλη τη διάρκεια δεν έχει μυθοπλαστική δύναμη κι αφήνει λογικά κενά. Δηλαδή, αν δεν είχαμε και μια αγωνία, το αποτέλεσμα θα ήταν μηδενικό. Η όλη κινηματογράφηση αφορά ένα καλογυρισμένο τεχνικά φιλμ, αλλά κακοδουλεμένο σκηνοθετικά. Η Λόριν Κόχαν δεν είναι κακή στον κεντρικό ρόλο, αλλά δυστυχώς αυτό δεν ισχύει και για το υπόλοιπο καστ που υστερεί εμφανώς. Μια ταινία που δεν μπορείς εύκολα να απορρίψεις, και δεν είναι περίεργο που κάποιος εύκολα μπορεί να συμπαθήσει.

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

12 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *