Οι Τζέικ και Έλγουντ Μπλουζ επανασυνδέονται με τα υπόλοιπα μέλη του προηγούμενου μουσικού συγκροτήματός τους για μια συναυλία, τα έσοδα της οποίας θα σώσουν το ορφανοτροφείο στο οποίο μεγάλωσαν. Στην πορεία, οι δύο ήρωες της ταινίας στοχοποιούνται από μια μυστηριώδη γυναίκα που αποπειράται να τους σκοτώσει, από μια ομάδα νεοναζί και από ένα συγκρότημα κάντρι μουσικής, ενώ παράλληλα τους καταδιώκει ανελέητα η αστυνομία.

Σκηνοθεσία:

John Landis

Κύριοι Ρόλοι:

John Belushi … Joliet Jake Blues

Dan Aykroyd … Elwood J. Blues

James Brown … αιδεσιμότατος Cleophus James

Cab Calloway … Curtis

Ray Charles … Ray

Aretha Franklin … Κα Murphy

Steve Cropper … Steve ‘The Colonel’ Cropper

Donald Dunn … Donald ‘Duck’ Dunn

Willie Hall … Willie ‘Too Big’ Hall

Murphy Dunne … Murph

Tom Malone … ‘Bones’ Malone

Lou Marini … ‘Blue’ Lou Marini

Matt Murphy … Matt ‘Guitar’ Murphy

Alan Rubin … Mr. Fabulous

Carrie Fisher … η μυστηριώδης γυναίκα

Henry Gibson … ο αρχι-ναζί

John Candy … Burton Mercer

John Lee Hooker … Street Slim

Kathleen Freeman … αδελφή Mary Stigmata

Twiggy … σικ κυρία

Frank Oz … δεσμοφύλακας

Charles Napier … Tucker McElroy

Steven Spielberg … εκτιμητής

Paul Reubens … σερβιτόρος

Chaka Khan … σολίστα χορωδίας

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Dan Aykroyd, John Landis

Παραγωγή: Robert K. Weiss

Φωτογραφία: Stephen M. Katz

Μοντάζ: George Folsey Jr.

Σκηνικά: John J. Lloyd

Κοστούμια: Deborah Nadoolman

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: The Blues Brothers
  • Ελληνικός Τίτλος: Οι Ατσίδες με τα Μπλε

Άμεσοι Σύνδεσμοι

Παραλειπόμενα

  • Οι αδελφοί Μπλουζ ήταν δύο χαρακτήρες ενός σκετς που επαναλάμβαναν οι Belushi και Aykroyd στο περίφημο Saturday Night Live. Το περίγραμμα της ιστορίας τους ήταν κατασκευασμένο από τους Aykroyd και Ron Gwynne, ενώ ο “νονός” τους ήταν ο μουσικός Howard Shore.
  • Ήταν το 1978 και το όνομα του John Belushi συνδέονταν με ό,τι πιο εμπορικό υπήρχε στις ΗΠΑ (κινηματογραφικά, τηλεοπτικά και μουσικά), και όταν αποφάσισαν με τον Aykroyd να κάνουν την ταινία, ξέσπασε πόλεμος ανάμεσα στα στούντιο για το ποιο θα την αναλάβει. Τελικός νικητής ήταν τα Universal Studios που επικράτησαν για κάτι λίγο της Paramount Pictures. Η επιλογή του John Landis προέρχονταν από τη μεγάλη επιτυχία του Belushi, το Ένα Τρελό Τρελό Θηριοτροφείο. Σε αυτό όμως το σημείο δεν υπήρχε ακόμα ούτε μπάτζετ ούτε σενάριο. Το αφεντικό της Universal, ο Lew Wasserman, πίστευε ότι 12 εκατομμύρια δολάρια αρκούσαν, αλλά οι δημιουργοί της ταινίας ήθελαν 20. Για να υπάρχει ελπίδα να πάρουν τα εξτρά χρήματα, έπρεπε το στούντιο να δει πρώτα ένα σενάριο. Όταν ο Mitch Glazer αρνήθηκε να συμπράξει, ο Aykroyd έγραψε ένα μόνος του, κι ας μην είχε πρότερη εμπειρία (όπως ο ίδιος αργότερα παραδέχτηκε, δεν είχε καν διαβάσει κάποιο). Το κείμενο ήταν στις 324 σελίδες (τριπλάσιο από ένα νορμάλ), χωρίς δομή σεναρίου, και ονομάζονταν The Return of the Blues Brothers. Ήταν ο Landis που το μόνταρε ώστε να μοιάζει με κανονικό σενάριο, κάτι που του πήρε δύο εβδομάδες.
  • James Brown, Cab Calloway, Ray Charles και Aretha Franklin ήρθαν μετά από απαίτηση του Aykroyd, με το στούντιο να προβάλει αντιστάσεις, μια και ανέβαζαν κατά πολύ το μπάτζετ (οι αντιπροτάσεις όμως ήταν φτωχές). Τα δε μέλη των The Blues Brothers Band ήταν όλοι βετεράνοι μουσικοί, ήδη δεμένοι από το Saturday Night Live και το άλμπουμ Briefcase Full of Blues του 1978 (το δισκογραφικό ντεμπούτο της μπάντας).
  • Τα γυρίσματα ήταν επεισοδιακά, με το μπάτζετ ολοένα και να μεγαλώνει. Υπήρχε και τόση κοκαΐνη παντού, που ο Aykroyd υποστήριξε ότι μέρος του μπάτζετ διατέθηκε αποκλειστικά για τα ναρκωτικά…
  • Λίγο πριν γυριστεί η τελική σκηνή στο Hollywood Palladium, ο Belushi τραυματίστηκε σοβαρά στο πόδι κάνοντας σκέιτμπορντ. Τότε ο Lew Wasserman επιστράτευσε τον κορυφαίο ορθοπεδικό χειρούργο της πόλης, και μέσω αναισθησίας του μέλους ώστε να μη νιώθει πόνο, ο ηθοποιός κατάφερε να φέρει εις πέρας τη δύσκολη σκηνή.
  • Η σκηνή με την επέμβαση της αστυνομίας στο Daley Center απαίτησε 500ους κομπάρσους. 200 από αυτούς ήταν αληθινοί εθνοφύλακες, 100 αστυνομικοί και 15 έφιπποι αστυνομικοί.
  • Το φιλμ έσπασε ρεκόρ καταστροφής αυτοκινήτων σε γύρισμα (103), με το σίκουελ του 1998 να του καταρρίπτει το ρεκόρ.
  • Οι δυσκολίες για τον Landis συνεχίστηκαν κι επί του μοντάζ. Είχε στα χέρια του μια ταινία δυόμιση ωρών, με το στούντιο να απαιτεί να κοπούν 20 λεπτά. Εν τω μεταξύ, το τελικό μπάτζετ είχε φτάσει στα 27,5 εκατομμύρια δολάρια, ενώ τα ονόματα των Aykroyd και Belushi δεν αποτελούσαν πλέον εγγύηση μια και είχαν αποχωρήσει από το Saturday Night Live, αλλά και το 1941 με τον Belushi δεν τα είχε πάει καθόλου καλά στα ταμεία. Ακόμα χειρότερα, μεγάλη αλυσίδα αιθουσών αρνήθηκε να προωθήσει την ταινία, αφού φοβόντουσαν ότι το λευκό κοινό δεν θα ήθελε να δει μαύρους μουσικούς. Και πράγματι, στις ΗΠΑ η ταινία απέσπασε μόνο 57 εκατομμύρια δολάρια. Από την άλλη, όμως, θριάμβευσε στις διεθνείς αγορές, φτάνοντας στο συνολικό ποσό των 115,2 (τερμάτισε 10ο στην ετήσια παγκόσμια κατάταξη). Ο John Landis είχε υποστηρίξει ότι ήταν η πρώτη αμερικανική ταινία που κέρδισε ποτέ πιο πολλά χρήματα έξω από τη χώρα της.
  • Μέσα στα επόμενα 10 χρόνια από την πρεμιέρα της, η ταινία είχε αποκτήσει ένα πολύ δυνατό cult όνομα. Αυτό απηχεί ως σήμερα από τις ΗΠΑ ως την Ιαπωνία. Το 1998 εμφανίστηκε και το Collector’s Edition για το Home Cinema, που μετρούσε 148 λεπτά διάρκειας.
  • Διαχρονικό αντικείμενο χλευασμού έχει αποτελέσει στη χώρα μας ο ελληνικός τίτλος. Και είναι αλήθεια ότι το πιθανότερο είναι ο τότε διανομέας να μην είχε ρίξει καν μια ματιά από την ταινία πριν βγάλει τον τίτλο.

Μουσικά Παραλειπόμενα

  • Μιλώντας για jukebox μιούζικαλ, κανένα από τα τραγούδια δεν γράφτηκε ειδικά για την ταινία. Αυτό όμως δεν σταμάτησε το σάουντρακ από το να γίνει πλατινένιο σε μεγάλο αριθμό χωρών. Ανάμεσα στις ερμηνείες που έγραψαν ιστορία..: Gimme Some Lovin’ (The Blues Brothers), Shake a Tail Feather (Ray Charles), Everybody Needs Somebody to Love (The Blues Brothers), The Old Landmark (James Brown), Think (Aretha Franklin), Minnie the Moocher (Cab Calloway) και Jailhouse Rock (The Blues Brothers).
  • Ο Elmer Bernstein συνείσφερε με το μουσικό θέμα God Music.

Κριτικός: Φίλιππος Χατζίκος

Έκδοση Κειμένου: 5/6/2017

Μια φορά και έναν καιρό, ένα έξαλλο δίδυμο που προέκυψε από τη σκηνή του Saturday Night Live αποφάσισε ότι θέλει να μοιραστεί με τον κόσμο το πάθος του. Ζήτησε λοιπόν τη βοήθεια του υπέροχου Τζον Λάντις και των ζωντανών θρύλων της μπλουζ, επιστράτευσε όλη την τρέλα του και μερικές εκατοντάδες οχήματα και μια νύχτα ξεκίνησε το ταξίδι του. Απείχαν 106 μίλια από το Σικάγο, είχαν γεμάτο ρεζερβουάρ και μισό πακέτο τσιγάρα και από ένα ζευγάρι μυθικά γυαλιά ηλίου. Και πάτησαν το γκάζι ενός παλιού περιπολικού. Αυτοί είναι οι Blues Brothers.

Τζέικ και Έλγουντ. Όλα ξεκινούν με την αποφυλάκιση του πρώτου και την άμεση επίσκεψη τους στο χριστιανικό ορφανοτροφείο στο οποίο μεγάλωσαν και βρίσκεται σε κίνδυνο κατάρρευσης υπό το βάρος ενός χρέους στην εφορία. Η αδερφή Μέρι Στιγκμάτα χρειάζεται πέντε χιλιάδες δολάρια. Και τα αδέρφια έχουν την πιο απολαυστική ιδέα για να τη βοηθήσουν. Το όραμα του Τζέικ δείχνει το δρόμο: Η παλιά μπάντα πρέπει να ενωθεί και να κάνει αυτό που ξέρει καλύτερα. Να παίξει μπλουζ. Το δίδυμο ξεκινάει ένα μακρύ ταξίδι για να εντοπίσει όλα τα παλιά μέλη και να τους πείσει να εγκαταλείψουν για λίγο τις κανονικές τους ζωές και να τους ακολουθήσουν. Στο δρόμο τους φυσικά θα συναντήσουν την αντίσταση της αμερικανικής αστυνομίας, κάποιους φασίστες του Ιλινόι καθώς και μια μυστηριώδη γυναίκα που τους θέλει νεκρούς δίχως σαφή λόγο (η υπέροχη, αυτοσαρκαστική Κάρι Φίσερ).

Η αναρχία που αφήνουν στο πέρασμα τους οι Blues Brothers και η παραληρηματική δομή του έργου υπηρετούνται ιδανικά από τη σκηνοθεσία του Λάντις, που είναι κεφάτη, ουδέποτε ελαφριά και πάντοτε συγκεντρωμένη. Το χάος που εκλαμβάνει ο θεατής -όπως άλλωστε και στη μουσική- είναι αδύνατο να επιτευχθεί χωρίς οργάνωση, η οποία μάλιστα δεν πρέπει να είναι εμφανής στον ίδιο. Και αυτό είναι το μεγάλο στοίχημα που κερδίζει ο Αμερικανός σκηνοθέτης, που ήταν ο ιδανικός άνθρωπος για τη δουλειά.

Από εκεί και πέρα, είναι φανερή σε κάθε στιγμή της ταινίας η αφοσίωση όλων των συμμετεχόντων στο έργο, που πηγάζει από την άδολη αγάπη για το έργο και τη μουσική που υμνεί. Ούτε ένα πέρασμα δεν έχει διαδικαστικό χαρακτήρα και όλοι μοιάζουν να το απολαμβάνουν σαν να μην υπάρχει αύριο. Οι θρύλοι της τζαζ και μπλουζ μοιάζουν να χαιρετούν ολόψυχα την προσπάθεια του διδύμου και να δίνουν τον εαυτό τους σε αυτήν. Και πρόκειται για ονόματα που προκαλούν ρίγος: Τζέιμς Μπράουν, Αρίθα Φράνκλιν, Ρέι Τσαρλς, Τζον Λι Χούκερ και ένας 73χρονος Καμπ Κάλογουεϊ που λικνίζεται στους ρυθμούς του Minnie the Moocher, σε μια από τις πιο χαρακτηριστικές στιγμές της ταινίας.

Στο επίκεντρο φυσικά βρίσκεται το ζευγάρι των Τζον Μπελούσι και Νταν Ακρόιντ, οι οποίοι με αυτό το έργο κέρδισαν τη θέση τους στο βάθρο των αλησμόνητων διδύμων της μεγάλης οθόνης. Κάθε δευτερόλεπτο της ταινίας αποπνέει την ασύγκριτη χημεία αυτών των δύο, το πάθος τους για τη μουσική και το σεβασμό τους στην κοινότητα των μπλουζ στην οποία υποκλίνονται. Αγέρωχοι, φαινομενικά ανέκφραστοι και αχώριστοι, σχηματίζουν ουσιαστικά μια οντότητα που τους υπερβαίνει και αποτελεί την επιτομή αυτού που οι φίλοι μας στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού θα όριζαν ως cool. Οι Blues Brothers δεν είναι ο Μπελούσι και ο Ακρόιντ. Είναι το κοινό δημιούργημα αυτών των δύο, το αποτέλεσμα μιας κινηματογραφικής ένωσης που λειτουργεί πέραν των αρχικών του συστατικών, πρόθυμο πάντα να υπηρετήσει τα φαρσοκωμικά στοιχεία, τον υποδόριο μελαγχολικό τόνο του Λάντις και πάνω από όλα, τη μουσική.

Σχεδόν τέσσερις δεκαετίες μετά την πρώτη της προβολή, η ταινία εξακολουθεί να μην χωρά σε κανένα καλούπι. Δεν είναι μιούζικαλ ή κωμωδία και δεν έχει απλώς έναν καλτ κύκλο θαυμαστών. Μιλά για μια εποχή που ήταν ήδη τότε παρελθούσα, ωστόσο δεν ενδίδει στη νοσταλγία της. Επαναφέρει ιδανικά το κλίμα της, χρησιμοποιώντας μερικούς γνήσιους εκφραστές του και επιτρέπει στο θεατή να ρίξει μια κλεφτή ματιά σε αυτό. Είναι 133 λεπτά αναρχίας και μουσικού ξεσηκωμού, ανεπιτήδευτα και αυθεντικά, με ξεκλειδωμένες όλες τις δυναμικές που χαρίζει η μουσική και το ασίγαστο μπρίο του συνολικού καστ. Το 1980, λοιπόν, οι Μπελούσι και Ακρόιντ, ο Τζον Λάντις και οι θρύλοι της μπλουζ μουσικής ανέλαβαν μια αποστολή. Και την εξετέλεσαν δίχως συμβιβασμούς. Επρόκειτο, άλλωστε, για μια θεϊκή αποστολή.

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

40 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *