O Μάικλ Όερ γνωρίζει λίγα πράγματα για την οικογένεια του. Ακόμα λιγότερα γνωρίζει για τα σπορ. Αυτό που ξέρει καλύτερα ο άστεγος νεαρός, είναι οι δρόμοι και τα γίγνεσθαι του Μέμφις. Η καλοαναθρεμμένη Λι Αν Τούοϊ ξέρει ελάχιστα για τον κόσμο του. Ωστόσο, όταν εκείνη κι ο Μάικλ συναντιούνται, εκείνος βρίσκει ένα σπίτι. Και η οικογένεια Τούοϊ βρίσκει κάποιον που της αλλάζει τη ζωή: έναν νέο αγαπημένο γιο και αδελφό.
Σκηνοθεσία:
John Lee Hancock
Κύριοι Ρόλοι:
Sandra Bullock … Leigh Anne Tuohy
Quinton Aaron … Michael Oher
Tim McGraw … Sean Tuohy
Jae Head … S.J. Tuohy
Lily Collins … Collins Tuohy
Ray McKinnon … προπονητής Cotton
Kathy Bates … Δις Sue
Kim Dickens … Κα Boswell
Adriane Lenox … Denise Oher
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: John Lee Hancock
Παραγωγή: Broderick Johnson, Andrew A. Kosove, Gil Netter
Μουσική: Carter Burwell
Φωτογραφία: Alar Kivilo
Μοντάζ: Mark Livolsi
Σκηνικά: Michael Corenblith
Κοστούμια: Daniel Orlandi
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Μέτρια.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: The Blind Side
- Ελληνικός Τίτλος: Μια Σχέση Στοργής
Σεναριακή Πηγή
- Βιβλίο: The Blind Side: Evolution of a Game του Michael Lewis.
Κύριες Διακρίσεις
- Όσκαρ πρώτου γυναικείου ρόλου (Sandra Bullock). Υποψήφιο για καλύτερη ταινία.
- Χρυσή Σφαίρα πρώτου γυναικείου ρόλου (Sandra Bullock) σε δράμα.
Παραλειπόμενα
- Η Julia Roberts αρνήθηκε πρώτη τον ρόλο.
- Τρεις ήταν οι φορές που η Bullock αρνήθηκε τον ρόλο πριν τελικά τον αποδεχτεί. Δεν ήθελε να ερμηνεύσει μια αφοσιωμένη χριστιανή, αλλά έπειτα από τη γνωριμία της με την αληθινή Leigh Anne Tuohy, όχι μόνο δέχτηκε να παίξει, αλλά περιέκοψε τον μισθό της με αντάλλαγμα ποσοστό των κερδών. Η ειρωνεία ήταν ότι επειδή η ταινία είχε ανέλπιστα κέρδη (309,2 εκατομμύρια δολάρια, έναντι κόστους των 29), η Bullock έβγαλε περισσότερα με αυτό τον τρόπο, αντί όπως πίστευε απλά να βοηθήσει.
- Ο Quinton Aaron ήταν μεν ηθοποιός για μικρούς ρόλους, αλλά στα ενδιάμεσα εργάζονταν ως σεκιουριτάς. Έτσι, όταν πέρασε από οντισιόν για τον ρόλο, άφησε και την κάρτα του αν εναλλακτικά ήθελαν σεκιούριτι για τα γυρίσματα.
- Παρότι βασίζεται σε εγγυημένα αληθινή ιστορία, η ταινία δέχτηκε μεγάλες επικρίσεις ως ρατσιστική, υπό την έννοια του “λευκού σωτήρα”.
- Η υποψηφιότητα για Όσκαρ καλύτερης ταινίας ήταν μια μεγάλη έκπληξη ακόμα και για τους παραγωγούς του φιλμ. Ήταν η χρονιά που η ακαδημία είχε ανεβάσει τους υποψήφιους της συγκεκριμένης κατηγορίας από πέντε σε δέκα. Λόγω του ότι αυτό επέφερε επικρίσεις, τον επόμενο χρόνο ο κανόνας άλλαξε σε “από 5 έως 10”, ώστε να αποφεύγονται περιπτώσεις που μπήκαν απλά για να συμπληρωθεί η δεκάδα.
Κριτικός: Σταύρος Γανωτής
Έκδοση Κειμένου: 30/4/2021
Μια πολύ παρεξηγημένη ταινία, όχι επειδή είναι κάτι περισσότερο από ενδιαφέρουσα, αλλά επειδή αδικήθηκε τόσο επί της κοινωνικής κριτικής της, όσο κι ότι βρέθηκε από σπόντα στα Όσκαρ καλύτερης ταινίας. Ως προς το πρώτο, πρέπει να διαγράψεις όσα βλέπεις επί του φιλμ, αλλά και να αγνοήσεις το γεγονός ότι όντως βασίζεται πάνω σε αληθινά γεγονότα, για να την κατηγορήσεις για λευκό ρατσισμό (καλή γενικά η άμεση κατακραυγή κάποιων θεαμάτων, αλλά υπάρχουν κι ώρες που αυτό παίρνει σαν μπάλα ό,τι βρίσκει μπροστά του). Από την άλλη, είναι λογικό να μην άντεξε το βάρος της οσκαρικής εύνοιας, ρίχνοντας στην ουσία την υπόληψη μιας ταινίας που δεν βγήκε με προοπτική να την έχει (ούτε στη φαντασία της).
Έχουμε μια καθαρή all-american ταινία, από αυτές που συχνά βρίσκουμε να συνδυάζεται με κάποιο άθλημα, αλλά και που συνήθως παρακολουθείται σαν «νερό». Ακόμα κι αν υπερβαίνει τις 2 ώρες διάρκεια, έχει ένα feel-good κλίμα με συνεχή ροή, που δεν αφήνει βέβαια χώρο για ανάπτυξη νοηματικής, αλλά τα λίγα που πάει να περάσει, τα περνάει με κατανοητό κι εύπεπτο τρόπο. Θυμίζει κινηματογραφική φόρμα παλιότερης κοπής, ενώ παρότι έχει μια Sandra Bullock όπως θα θέλαμε πάντα να βλέπουμε (ακόμα κι αν το βάρος του φιλμ δεν ενδεικνύονταν να φτάσει στο Όσκαρ), δεν σου έχει αυτό το καστ που θα την έκανε ταινία ερμηνειών. Αρκετά παίρνει από το «χριστιανικό» της κλίμα, χωρίς όμως ποτέ να μπαίνει στα χωράφια των αντίστοιχων προτεσταντικών ταινιών, αφήνοντας το θέμα της θρησκείας εκεί που πρέπει, τιμώντας απλά ότι μιλάμε για βιογραφία. Χάρες δεν κάνει ούτε στο μαύρο γκέτο, χωρίς φυσικά να αγνοεί αυτά που το έχουν ρίξει στο περιθώριο της ζωής, αλλά γίνεται και λόγος της ευθύνης της λευκής κοινωνίας του προυχόντων, που προτιμούν να αγνοούν το θέμα, παρότι ζουν λίγα μέτρα παρακάτω.
Γενικά, βλέποντας με καθαρό μάτι κάποιος την ταινία του John Lee Hancock, βλέπει ότι ο τεξανός σκηνοθέτης δεν έχει αλλάξει ρότα από τη γνωστή του, και προσφέρει κάτι απλό, όσο και χρήσιμο. Απλό στη μορφή του, δίχως να στρέφεται στην επιτήδευση για να πάρει όγκο από τις καταστάσεις που προβάλει, αλλά και χρήσιμο επειδή σου λέει ότι υπάρχει αγνή καλοσύνη σε όλα τα στρώματα της κοινωνίας, αλλά είναι τόσο σπάνια που καταλήγει δακτυλοδεικτούμενη. Κι εκεί είναι η όλη «παρεξήγηση». Έχουμε καταντήσει ως κοινωνία να βλέπουμε με καχυποψία αυτά τα δείγματα καλοσύνης, και φοβάμαι πως αν καταλήξουμε να τα δαιμονοποιούμε, τα πράγματα θα γίνουν πολύ δύσκολα…
Βαθμολογία: