Τα δύο χρόνια παρακολούθησης των δρόμων ως Μπάτμαν, σκορπίζοντας τον φόβο στις καρδιές των εγκληματιών, έχουν οδηγήσει τον Μπρους Γουέιν στη σκιά της Γκόθαμ Σίτι. Έχοντας μόνο λίγους και πιστούς συμμάχους -τον Άλφρεντ Πένιγουορθ και τον υπαστυνόμο Τζέιμς Γκόρντον- ανάμεσα σε ένα δίκτυο διεφθαρμένων αστυνομικών και προσώπων υψηλού κύρους της πόλης, ο μοναχικός τιμωρός έχει εδραιωθεί ως η απόλυτη ενσάρκωση της εκδίκησης ανάμεσα στους πολίτες. Όταν ένας δολοφόνος στοχοποιεί την ελίτ της Γκόθαμ με μια σειρά σαδιστικών μηχανορραφιών και ίχνη κωδικοποιημένων στοιχείων, στέλνει τον μεγαλύτερο ντετέκτιβ του κόσμου σε μια έρευνα στον υπόκοσμο, όπου έρχεται αντιμέτωπος με τη Σελίνα Κάιλ/γνωστή ως Κατγούμαν, τον Όσβαλντ Κομπλποτ/γνωστό ως Πιγκουίνο, τον Καρμίνε Φαλκόνε και τον Έντουαρτ Νάστον/γνωστό ως Ρίντλερ. Καθώς τα στοιχεία τον οδηγούν όλο και πιο κοντά στον δράστη και τα σχέδια του γίνονται πλέον ξεκάθαρα, ο Μπατμαν πρέπει να σχηματίσει νέες συμμαχίες, να ξεσκεπάσει τον ένοχο και να φέρει δικαιοσύνη στην Γκόθαμ Σίτι που για χρόνια υποφέρει από την κατάχρηση της εξουσίας και τη διαφθορά.

Σκηνοθεσία:

Matt Reeves

Κύριοι Ρόλοι:

Robert Pattinson … Bruce Wayne/Batman

Zoe Kravitz … Selina Kyle/Catwoman

Paul Dano … Edward Nashton/Riddler

Jeffrey Wright … υπαστυνόμος James Gordon

John Turturro … Carmine Falcone

Peter Sarsgaard … εισαγγελέας Gil Colson

Andy Serkis … Alfred Pennyworth

Colin Farrell … Oswald ‘Oz’ Cobblepot/Penguin

Jayme Lawson … Bella Real

Barry Keoghan … αστυνομικός Stanley Merkel

Alex Ferns … αστυνομικός επίτροπος Pete Savage

Rupert Penry-Jones … δήμαρχος Don Mitchell Jr

Con O’Neill … αστυνόμος Mackenzie Bock

Jayme Lawson … Bella Real

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Matt Reeves, Peter Craig

Παραγωγή: Dylan Clark, Matt Reeves

Μουσική: Michael Giacchino

Φωτογραφία: Greig Fraser

Μοντάζ: William Hoy, Tyler Nelson

Σκηνικά: James Chinlund

Κοστούμια: Jacqueline Durran

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: The Batman
  • Ελληνικός Τίτλος: The Batman

Άμεσοι Σύνδεσμοι

Σεναριακή Πηγή

  • Σειρά κόμικς (χαρακτήρες): Batman των Bob Kane, Bill Finger.

Κύριες Διακρίσεις

  • Υποψήφιο για Όσκαρ ήχου, ειδικών εφέ και μακιγιάζ/κομμώσεων.
  • Υποψήφιο για Bafta φωτογραφίας, σκηνικών, ειδικών εφέ και μακιγιάζ/κομμώσεων.

Παραλειπόμενα

  • Ακόμα ένα reboot του σκοτεινού υπερήρωα, με σκοπό από την DC Films να αποτελέσει την απαρχή για ένα νέο σύμπαν χαρακτήρων της (με ψευδώνυμο Earth-2). Ο αρχικός προγραμματισμός μιλούσε για δύο σίκουελ και δύο spin-off τηλεοπτικές σειρές στο HBO Max.
  • Το 2013, ο Ben Affleck κλήθηκε να ντυθεί με τη στολή του Μπάτμαν για λογαριασμό του DC Extended Universe. Από τον επόμενο χρόνο, η Warner Bros. αποκάλυψε ότι σχεδίαζε μια σόλο ταινία για τον ήρωα, στην οποία ο Affleck δεν θα ήταν μόνο πρωταγωνιστής, αλλά και σκηνοθέτης και συν-σεναριογράφος. Το 2016, Affleck και Geoff Johns είχαν έτοιμο ένα στόρι που τοποθετούνταν χρονικά μετά τα Batman v Superman: Η Αυγή της Δικαιοσύνης (2016) και Justice League (2017). Η επιστράτευση χαρακτήρων από το DCEU είχε ήδη ξεκινήσει (με τον Λεξ Λούθορ/Jesse Eisenberg να αποκαλύπτεται ως Deathstroke, αλλά και να αναζητείται μια Batgirl), όταν τον Γενάρη του 2017 ο Affleck αποφάσισε ότι δεν θα είναι ο σκηνοθέτης, θέλοντας να επικεντρωθεί στον χαρακτήρα του Μπάτμαν.
  • Σειρά ήταν να έρθουν στην επικαιρότητα τα ονόματα των Matt Reeves, Matt Ross, Ridley Scott, Gavin O’Connor, George Miller, Denis Villeneuve και Fede Alvarez ως αντικατάσταση του Affleck στη σκηνοθεσία. Επί χρόνια φαν του υπερήρωα, ο Reeves σκαρφάλωσε γρήγορα στη συγκεκριμένη λίστα, και ήδη από τον Φεβρουάριο του 2017 τέθηκε επικεφαλής στον σχεδιασμό. Με αρχικό στόχο να διατηρήσει τον Μπάτμαν εντός του DCEU, συζήτησε με τον Affleck, πριν αποφασίσει να πάει την ιστορία πιο πίσω, ίσως με έναν νεότερο ηθοποιό στη θέση του (όχι όμως ως origin-story). Όταν έφτασε το 2019, ο Affleck επιβεβαίωσε ότι δεν θα έχει καμία σχέση με την ταινία, και έθεσε επί αυτού αρκετούς λόγους: το διαζύγιο με την Jennifer Garner, την ταραχώδη παραγωγή του Justice League, την έλλειψη ενθουσιασμού για τον ρόλο, αλλά και το πρόβλημα του με το αλκοόλ.
  • Ο Reeves σχεδίασε τον χαρακτήρα του νέου Μπάτμαν πάνω στον Kurt Cobain, τυχαίνοντας να ακούει το Something in the Way των Nirvana καθώς συνέγραφε την πρώτη πράξη. Συγκεκριμένα κόμικς που τον επηρέασαν ήταν τα: Year One (1987) των Frank Miller, David Mazzucchelli, The Long Halloween (1996–97) των Jeph Loeb, Tim Sale, Ego (2000) του Darwyn Cooke, και Zero Year (2013–14) των Scott Snyder, Greg Capullo.
  • Robert Pattinson, Nicholas Hoult, Armie Hammer και Aaron Taylor-Johnson ήταν στην τελική λίστα για τον κεντρικό ρόλο, με τον Pattinson να παίρνει γρήγορα κεφάλι. Ο Reeves τον είχε κατά νου από την εμφάνιση του στο Good Time (2017), αλλά δεν γνώριζε τότε αν ο ηθοποιός θα ενδιαφέρονταν. Εντέλει, ήταν αυτός και ο Nicholas Hoult που βρέθηκαν στην Καλιφόρνια για το τελικό screen-test. Ο Pattinson υπέγραψε για 3 εκατομμύρια δολάρια, ενώ είπε το οκ επειδή ο Μπάτμαν δεν είχε υπεράνθρωπες δυνάμεις, και τον αισθάνονταν πιο κοντά σε κάτι που θα αναλάμβανε να παίξει. Μετά τη σειρά Λυκόφως αρνούνταν πεισματικά να συμπεριληφθεί στη λίστα αυτών που είχαν εμφανιστεί σε ταινία της Marvel ή της DC, κι όμως εδώ ήρθε σε κόντρα με τους φαν του Μπάτμαν, που θεώρησαν ότι έπρεπε να ανακληθεί η απόφαση, μαζεύοντας μάλιστα υπογραφές.
  • Για την προετοιμασία του, ο Pattinson μελέτησε την ιστορία του Μπάτμαν, διάβασε όλα τα κόμικς που ήταν διαθέσιμα, και εκπαιδεύτηκε στο βραζιλιάνικο ζίου-ζίτσου.
  • Ο Jeffrey Wright έγινε ο πρώτος μαύρος ηθοποιός που ερμηνεύει τον Τζέιμς Γκόρντον. Ο ίδιος τόνισε το θέμα ως χαρακτηριστικό της αλλαγής της αμερικανικής κοινωνίας από το 1939 και την πρώτη εμφάνιση του Μπάτμαν, και ότι ο συγκεκριμένος ρόλος ποτέ δεν προκάλεσε κάποιο εμπόδιο για να μην μπορεί να ερμηνευτεί από έγχρωμο ηθοποιό.
  • Ο Jonah Hill είχε περάσει σε διαπραγματεύσεις τόσο για τον Ριντλ όσο και τον Πένγκουιν.
  • Η Zoe Kravitz, που πήρε τον ρόλο της Κατγούμαν περνώντας από screen-test μαζί με τον Pattinson, είχε δανείσει στον ίδιο χαρακτήρα τη φωνή της για το Η Ταινία Lego Batman. Υποψήφιες για τον ίδιο ρόλο ήταν οι: Ana de Armas, Ella Balinska, Eiza Gonzalez, Zazie Beetz και Alicia Vikander.
  • Ο σχεδιασμός των νέων Batsuit, Batcave και Batmobile είχε ξεκινήσει πριν παραδοθεί το σενάριο, καθώς ο Reeves είχε από νωρίς καθαρή εικόνα για την εμφάνιση τους.
  • Για να μεταμορφωθεί σε Πένγκουιν, ο Colin Farrell φορτώθηκε ειδική στολή για να γίνει εύσωμος και μια σειρά από προσθετικά μακιγιάζ. Ειπώθηκε ότι έγινε τόσο αγνώριστος, που κάποιοι δεν τον αναγνώριζαν στο πλατό.
  • Αντίθετα με άλλες της παραγωγές, η Warner Bros. δεν σκόπευε να διακόψει τα γυρίσματα λόγω της πανδημίας, πριν όμως αναγκαστεί εκ των πραγμάτων. Αυτή η καθυστέρηση πήγε το φιλμ σταδιακά από το 2021 στο 2022.
  • Η Warner Bros. έκανε δύο μυστικές δοκιμαστικές προβολές, που στη μία υπήρχε ένας “κρυφός” ρόλος. Σύμφωνα με τα ρεπορτάζ, αυτός ο ρόλος ήταν του Barry Keoghan, που ήταν στην πραγματικότητα ο Τζόκερ, αφήνοντας την επίσημη του ιδιότητα του αστυνομικού ως παραπλάνηση.
  • Στη viral καμπάνια προώθησης επίκεντρο ήταν ο ιστότοπος www.rataalada.com, όπου ο επισκέπτης μπορούσε να λύσει γρίφους του Ριντλ, αλλά και να “συνομιλήσει” μαζί του. Τα παιχνίδια από την ταινία κυκλοφόρησαν από τη Mattel (Hot Wheels), τη Lego και τη McFarlane Toys (action-figures).
  • Το HBO Max έκανε υπομονή 45 ημερών από την κινηματογραφική πρεμιέρα, πριν ενσωματώσει την ταινία στην πλατφόρμα του.
  • Το κόστος έφτασε μεν τα 200 εκατομμύρια δολάρια, αλλά τα κέρδη σταμάτησαν στα 770,8.

Κριτικός: Δημήτρης Μπαμπούλης

Έκδοση Κειμένου: 3/3/2022

Όταν ο Ρίντλερ, ένας σαδιστής κατά συρροή δολοφόνος, αρχίζει να σκοτώνει σημαντικές προσωπικότητες του Γκόθαμ, ο Μπάτμαν αρχίζει να ερευνά την υπόθεση που γρήγορα θα τον οδηγήσει στις ρίζες της διαφθοράς της πόλης του.

Το «The Batman» του Ματ Ριβς δεν αποτελεί origin-story, δεν βλέπουμε δηλαδή τη δημιουργία του γνωστού ήρωα της DC, αλλά παρακολουθούμε μια υπόθεση που καλείται να εξιχνιάσει ως ο «καλύτερος ντετέκτιβ στον κόσμο». Ακριβώς αυτό είναι και το ενδιαφέρον μέρος της ταινίας. Η προσέγγιση της είναι σαν ένα ντετεκτιβικό ψυχολογικό θρίλερ με σκοτεινά χαρακτηριστικά και γρίφους που πρέπει να λυθούν. Η ατμόσφαιρα της ταινίας είναι σαγηνευτικά ενοχλητική, με στοιχεία αρκετά κοντινά στο Seven και το Zodiac, αλλά και τη δολοφονική «έμπνευση» της σειράς ταινιών Saw. Όλα αυτά συνδυασμένα με στοιχεία του γνωστού ήρωα περιορισμένα σε λίγο πιο ρεαλιστικό πλαίσιο και αρκετά αραιές fight-scenes οι οποίες δεν αποτελούνται από εντυπωσιακές χορογραφίες πολεμικών τεχνών αλλά από μπουνιές και κλωτσιές που θα έβλεπε κάποιος σε αψιμαχία σε μια γειτονιά.

Το κομμάτι του μυστηρίου και της επίλυσης του αρχικά δεν είναι τόσο εντυπωσιακό, οι λύσεις δίνονται εύκολα και με επιφοιτήσεις, πράγμα που βελτιώνεται στη διάρκεια της ταινίας όπου και φτάνουμε στα στοιχεία μέσω έρευνας και με πιο φυσικό τρόπο. Η ατμόσφαιρα στηρίζεται οπτικά μέσα από απόλυτα σκοτεινά και σκιώδη πλάνα τη νύχτα, και από γκριζαρισμένα και ψυχρά χρώματα την ημέρα. Ο ρυθμός είναι ισορροπημένος, αρκετά αργός, όποτε πρέπει π.χ. στις σκηνές έρευνας, γρήγορος και με ένταση στις σκηνές πάλης και τις σκηνές καταδίωξης. Επιπλέον, υπάρχουν αρκετές σκηνές καλογυρισμένες με έμπνευση και οπτικά χορταστικές.

Σίγουρα υπάρχουν ατέλειες στην ταινία, κάποιες ευκολίες κυρίως για να προχωρήσει η πλοκή ή για να γίνει μια επίδειξη των χαρακτηριστικών του ήρωα που είχε στα κόμικς: μια τέτοια ήταν η εμφάνιση π.χ. του Μπάτμομπιλ. Ο χαρακτήρας του Μπάτμαν με τον Πάτινσον είναι ανασφαλής, φοβάται και κάνει λάθος επιλογές. Βέβαια, μερικές φορές στην ταινία προσεγγίζεται σαν ένας γκόθικ έφηβος, όμως ο Πάτινσον καταφέρνει να αποδώσει τον προβληματισμό και την αβεβαιότητα του με πειστικό τρόπο. Κάπως ενοχλητική ανά σημεία είναι η πρωτοπρόσωπη αφήγηση που επιλέγει ο Ματ Ριβς για να κάνει exposition και να δώσει μια νουάρ αισθητική, διότι αποτελείται μόνο από ατάκες που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν σαν close-lines, πράγμα που την κάνει λίγο νωθρή και κουραστική.

Επιπλέον, παρά τον αρκετό χρόνο διάρκειας της, η ανάπτυξη των υπόλοιπων χαρακτήρων δεν είναι ιδιαίτερα καλή. Η επαφή μας με τον Άλφρεντ (Άντι Σέρκις), τον μπάτλερ του Μπρους Γουέιν και ουσιαστικά τον κηδεμόνα του, είναι πολύ μικρή και η σχέση τους αναπτύσσεται επιφανειακά. Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και με τη Σελίνα Κάιλ, γνωστή και ως Κατγούμαν (Ζόε Κράβιτς), όπου παρά τις αρκετές της εμφανίσεις σε σκηνές όπου πλαισιώνεται από τον Μπάτμαν, το ερωτικό τους ειδύλλιο δεν πείθει τον θεατή. Όσον αφορά τον ανταγωνιστή της υπόθεσης που είναι ο Ρίντλερ, έχει παρόμοια κίνητρα με αυτά του Τζόκερ του Νόλαν, λίγο διαφοροποιημένα αλλά με την ίδια προσέγγιση στην επαφή που θέλει να έχει με τον Μπάτμαν. Ο Πολ Ντάνο που τον ενσαρκώνει δεν είναι και τόσο πειστικός ως μανιακός, με την ερμηνεία του σε κάποια σημεία να είναι κάπως συγχυσμένη.

Γενικά, το «The Batman» είναι μια συμπαγής δουλειά που πετυχαίνει τους στόχους της, ενώ ξεχωρίζει λόγω της ιδιαιτερότητας της και της έντονης ντετεκτιβικής της προσέγγισης. Το μυστήριο κρατά τον θεατή σε ενδιαφέρον για το μεγαλύτερο μέρος της ταινίας, πράγμα πολύ σημαντικό για την τρίωρη διάρκεια της. Σίγουρα έχει κάποιες ευκολίες που γενικά υπάρχουν στο είδος, αλλά όχι σε τετριμμένο σημείο ή σημείο αποστροφής. Συνιστάται για θέαση σε οθόνη κινηματογράφου, όπου η θετικά «ενοχλητική» της ατμόσφαιρα παρασύρει, ενώ υπάρχουν και εμπνευσμένες σκηνές που θα ικανοποιήσουν τα μάτια του κάθε θεατή.

Βαθμολογία:


Κριτικός: Φίλιππος Χατζίκος

Έκδοση Κειμένου: 31/3/2022

Δέκα χρόνια μετά το πέρας των νολανικών περιπετειών που σφράγισαν την ιστορία του υπερηρωικού σινεμά, ο λαοφιλής σκοτεινός ήρωας επιστρέφει. Δεν θυμίζει σε τίποτα τον αλαζονικό γόη με τα άλυτα συναισθηματικά αινίγματα που φοράει τη στολή για να επιβάλει τη δικαιοσύνη στους δρόμους, εκεί όπου η επίσημη εξουσία ωχριά. Εμμονικά μόνος, ζει και αναπνέει μέσα στις σκιές και τα σοκάκια της αστικής ζούγκλας του. Αλλά και η πόλη δεν είναι απλώς η γνωστή σκοτεινή μεγαλούπολη που έχει παραδοθεί στην ανομία˙ είναι ένα μέρος που βαπτίζεται στο ίδιο του το έρεβος, ένας νεκρός τόπος στον οποίο ο ήλιος φοβάται να ανατείλει και η βροχή δεσπόζει σαν απόλυτος φορέας της απόκοσμης εικόνας του.

Ο Ματ Ριβς τοποθετεί την αφήγηση σχεδόν σαν να έπεται ενός φανταστικού εισαγωγικού σκέλους μίας κινηματογραφικής saga. Εκμεταλλεύεται δημιουργικά το πασίγνωστο και χιλιοτραγουδισμένο backstory του ήρωά του και αποφεύγει να δημιουργήσει τον χαρακτήρα εκ του μηδενός. Στη δική του ιστορία, ο Μπάτμαν δρα ήδη για δύο χρόνια στην ανήλιαγη Γκόθαμ, επιχειρώντας να σώσει οτιδήποτε αν σώζεται, έχει ήδη μακρά και αγαστή συνεργασία με τον αστυνόμο Γκόρντον και αποκρυσταλλωμένο το παιδικό τραύμα της διαβόητης απώλειας των ζάπλουτων γονέων του που έπεσαν θύματα δολοφονικής επίθεσης αγνώστου. Με άλλα λόγια, ο Ριβς θέτει σε λειτουργία τα κομμάτια του μύθου που βολεύουν την αφήγησή του και πράττει σοφά, αφιερώνοντας την ολοφάνερη μαστοριά του στη δημιουργία της ατμόσφαιρας του έργου.

Το καινούριο «Μπάτμαν», λοιπόν, είναι ένα νέο-νουάρ που σταδιακά παίρνει τη μορφή ενός πολιτικού και γκανγκστερικού θρίλερ. Έχει στο κέντρο της αφήγησής του έναν καλοπροαίρετο πλην αδάμαστο ήρωα που παλεύει ανεπιτυχώς σε πολλά μέτωπα. Φορά με περηφάνια τα διακριτικά των κομιξάδικων καταβολών του ήδη από την εναρκτήρια σεκάνς που συστήνει τη νέα εκδοχή του ήρωα της DC, καθώς ο συνδυασμός του voice-over με τις απαστράπτουσες εικόνες της ζοφερής πόλης δημιουργεί την αίσθηση της περιδιάβασης στις σελίδες ενός graphic novel. Αυτός ο Μπάτμαν είναι περισσότερο νεαρότερος όλων όσων προηγήθηκαν, αλλά και πιο ταλαιπωρημένος από ποτέ. Περιφέρεται σαν σκιά ανάμεσα σε σκιές, ένας ματαίως περιφερόμενος εκδικητής του καλού σε μια πόλη που το κακό κυριαρχεί χωρίς αντίπαλο.

Η παρουσία του «Γρίφου», ο οποίος εδώ είναι ένας φασιστοειδής serial killer που ηγείται μίας ντελιριακής σταυροφορίας μίσους στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης με απώτερο στόχο την κάθαρση της πόλης από τον οχετό της διαφθοράς, καθιστά τον σκοτεινό ιππότη και τον ένστολο συνοδοιπόρο του, τον Γκόρντον, ανήμπορους. Ο εχθρός είναι πάντα ένα βήμα μπροστά τους, διατηρεί καθολικό έλεγχο επί των πεπραγμένων τους, κινεί τους πάντες σαν μαριονετίστας. Όσο νιώθουν ότι τον πλησιάζουν, τόσο βαθαίνει το λαγούμι στο οποίο τους έχει ρίξει. Τα διάφορα αινίγματα που τους αφήνει στον τόπο των φόνων , έχουν μόνιμο αποδέκτη τον Μπάτμαν. Και αυτός τα επιλύει αυτόματα, σχεδόν ακούσια, όχι επειδή είναι εξυπνότερος όλων, αλλά επειδή προέρχεται από το ίδιο καλούπι με τον δολοφόνο.

Για αρκετή ώρα, η ταινία είναι κατασκευασμένη με τρόπο που παραπέμπει ευθέως στο μνημειώδες «Se7en». Ο ευφυής εγκληματίας εξυφαίνει μία ασύλληπτη πλεκτάνη και το ζευγάρι των διωκτών του ασθμαίνει στην προσπάθεια να ακολουθήσει τον βηματισμό του και να αποτρέψει τα αποτρόπαια πλάνα του. Η ατμόσφαιρα της ταινίας είναι μία υπόκλιση στο δημιούργημα του Ντέιβιντ Φίντσερ, με τη σκεβρωμένη Γκόθαμ να μοιάζει σαν τόπος από τον οποίο η κάθαρση έχει προ πολλού εξοριστεί. Παρότι οι περιορισμοί που θέτει το ηλικιακό όριο προσέλευσης στην αίθουσα (η ταινία στην Αμερική κυκλοφορεί ως κατάλληλη άνω των δεκατριών και όχι με την περιβόητη σφραγίδα Rated R, δηλαδ’η κατάλληλη άνω των δεκαεπτά) περιορίζουν σημαντικά τα εφιαλτικά εκφραστικά μέσα του δημιουργού, ο Ριβς φροντίζει να δημιουργήσει ένα βραδυφλεγές θρίλερ όπου η βία κυρίως υπονοείται, αλλά γίνεται έντονα αισθητή σαν κυρίαρχη έννοια.

Ωστόσο, η δομή της αφήγησης του «Μπάτμαν» προοδευτικά γίνεται περισσότερο δαιδαλώδης και το μυστήριο της ταινίας διαχέεται σε μεγαλύτερη κλίμακα. Το αρχικό κυνήγι ενός κατά συρροή δολοφόνου μετατρέπεται σε μία ενδελεχή έρευνα της ντόπιας διαπλοκής που κρύβει μέσα της και την καταβύθιση του ήρωα στα ανεξερεύνητα ύδατα των τραυμάτων και των αναμνήσεων του. Ο Μπάτμαν παραμερίζει για να εμφανιστεί σταδιακά ο Μπρους Γουέιν σε μία πολύ λιγότερο θελκτική εκδοχή από τη συνήθη, ένας άνθρωπος που τρέμει να αναζητήσει την αλήθεια για τους γονείς του και προτιμά να τους έχει στο βάθρο των αδικοχαμένων της τυφλής βίας της Γκόθαμ. Παράλληλα, η Κάτγουμαν/Σελίνα Κάιλ υπηρετεί τη δική της ατζέντα, με την αυτοπεποίθηση που χαρίζει το αναντίρρητα δίκαιο του σκοπού της, λειτουργούσα και σαν υπενθύμιση της αδιάβλητης ηθικής καθαρότητας που ο Μπάτμαν/Γουέιν προσπαθεί να πείσει εαυτόν ότι και ο ίδιος πρεσβεύει.

Όσο όμως πληθαίνουν οι βασικοί πυλώνες της αφήγησης, τόσο η χαρακτηρολογική προσέγγιση του βασικού ήρωα μοιάζει να εξασθενεί και να αποτελεί το σημείο ανισορροπίας της ταινίας. Εξαιτίας ενός αδύναμου σε σημεία σεναρίου, ο Γουέιν οδηγείται σε συνεχόμενες πλάνες περί του ρόλου του εκλιπόντος πατέρα του στα κοινά της Γκόθαμ, οι οποίες ανατρέπονται σε διαδοχικές (!) σκηνές και ματαιώνουν την όποια σοβαρότητα στην ανίχνευση του ψυχισμού και του συναισθηματικού πυρήνα του ήρωα, ενώ και ο χαρακτήρας της Σελίνα οδηγείται να δράσει με τρόπο που δεν ταιριάζει στο μυστηριώδες κλίμα που έχει με κόπο φιλοτεχνήσει ο Ριβς. Τούτο βέβαια δε σημαίνει ότι η ταινία πάσχει και στις ερμηνείες ˙ άπαντες αποδίδουν εξαίσια, η χημεία του Ρόμπερτ Πάτινσον και της Ζόι Κράβιτς είναι εξωπραγματική, ενώ οι «παλιοί» του καστ ντύνονται τα άμφια των ρόλων τους με φοβερή άνεση. Τόσο ο Τζέφρι Ράιτ ως Γκόρντον, όσο και ο Τζον Τορτούρο ως αρχιμαφιόζος Φαλκόουν δικαιώνουν τη φερεγγυότητα που συνοδεύει τα ονόματά τους, με μόνη περίεργη νότα την γεμάτη προσθετικά εμφάνιση του Κόλιν Φάρελ που ερμηνεύει σαν να μιμείται τον Ρόμπερτ Ντε Νίρο.

Παρά το περιορισμένων αξιώσεων σενάριο, όμως, ο Ματ Ριβς σκηνοθετεί με ιδιαίτερα δημιουργική φαντασία τις προορισμένες για ανθολόγηση σκηνές δράσης της ταινίας, σε σημείο που η εμπειρία της θέασης πραγματικά απογειώνεται. Από κοινού με τον διευθυντή φωτογραφίας Γκρεγκ Φρέιζερ δημιουργούν ένα υπερθέαμα που δεν έχει ανάγκη από μαρβελικές υπερκόσμιες ρίψεις εξ ουρανού για να σαγηνεύσει. Χειρίζονται το φως με τρομερή εφευρετικότητα και δημιουργούν κάδρα πραγματικά έργα τέχνης, το ένα μετά το άλλο, ισορροπώντας αισθητικά ανάμεσα στο ενήλικο έρεβος της Γκόθαμ και την κόμικ αισθητική από την οποία πηγάζει ο ήρωας. Υποβοηθούνται βέβαια από το ασύλληπτο score του Μάικλ Τζακίνο που υπό τις κατάλληλες συνθήκες κάνει το στέρνο να πάλλεται, χτίζοντας πάνω στην ελεγειακή αύρα του Σούμπερτ. Γενικότερα, από κάθε τεχνική σκοπιά και αν το πιάσει κανείς, το «The Batman» είναι ένα μνημείο στο genre, ενώ ακόμα και η προβληματική αφήγηση δεν χάνει ποτέ την αγωνία της, παρά τη μεγάλη διάρκεια.

Δεν παύει όμως ποτέ να είναι μία super-hero movie, και αυτό δεν αποτελεί καθαυτό αιτίαση, αλλά περισσότερο τριμάρισμα των ρηξικέλευθων κατευθύνσεων που ενδεχομένως η ίδια η ταινία υπόσχεται ότι θα ακολουθήσει. Ο υπερήρωας παραμένει για αρκετή ώρα ένα εγκλωβισμένο θηρίο, έρμαιο μίας καλοσχεδιασμένης συνωμοσίας που τον νικά στη στροφή, μέχρι που φυσικά βρίσκει τον τρόπο να υποσχεθεί σχεδόν αλώβητος ένα καλύτερο μέλλον. Η πρόσδεση της μυθολογίας του Μπάτμαν με τις τύχες του κόσμου της Γκόθαμ εμφανίζεται σαν έμμονη ιδέα, περισσότερο φαντασιακή και πρόχειρη παρά ουσιώδης. Ο Ριβς λαϊκίζει, πανέμορφα μεν, άκομψα δε˙ ο δικός του ήρωας γίνεται ένα με τον κόσμο δίχως να προέρχεται από τα σπλάχνα της κοινωνίας που αυτόκλητα προστατεύει. Απαντά στη φασιστική βία του Γρίφου απεμπολώντας την υψηλή θέση της κοινωνικής του τάξης, και όχι με γνήσια αυτοθυσία ή μέσω ενός αφηγήματος που διασώζει την ελπίδα. Γίνεται κυριολεκτικά ένα με τον πληθυσμό της πόλης, σχεδόν σαν θρησκευτικός σωτήρας και ηγέτης του λαού, και εντάσσει την αφήγηση της ταινίας στον πληγωμένο μετα-τραμπικό ορίζοντα που γνώρισε στους Αμερικανούς την όψη ενός σκότους που φοβήθηκαν όσο ποτέ.

Σε κάθε περίπτωση, όταν καταφθάνει το φινάλε διαφαίνεται και η πορεία που χαράσσει το φιλμ του Ριβς: είναι αυτή του καλλιεπούς world-building χάριν ενός franchise που υπόσχεται αόριστο αριθμό συνεχειών. Σε αντίθεση με τον πρόσφατο «Τζόκερ» του Τοντ Φιλιπς, ο «Μπάτμαν» φαίνεται ότι επανήλθε για να πρωτοστατήσει σε ένα cinematic universe ή έστω σε μία saga που θα απαλλάξει την εταιρία από την πρόσφατη φαλκονέρα του DCEU με τις γνωστές τραγικωμικές καταστάσεις. Ουσιαστικά κινείται πάνω σε ράγες που έχουν χρησιμοποιηθεί ήδη με χαρακτηριστική επιτυχία από τον Κρίστοφερ Νόλαν, ασπαζόμενος μία σαφώς πιο εντυπωσιακή και ευρηματική αισθητική προσέγγιση αλλά και μία αφήγηση με λιγότερο σφρίγος και ένταση από εκείνη του «Σκοτεινού Ιππότη». Αυτό φυσικά δε σημαίνει ότι η εμπειρία της θέασης ενός τέτοιων διαστάσεων ενήλικου super-hero μπλοκμπάστερ δεν είναι πολύτιμη, αλλά ότι τα δεσμά του είδους και της φόρμας του είναι μάλλον πολύ ισχυρά για να σπάσουν.

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

22 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

1 Σχόλια

  1. Ντόρα 4 Μαρτίου 2022

    Διαβασα ότι ήταν κάτι το διαφορετικο, αλλα παλι αιφνιδιάστηκα. Δεν ηταν αυτό που ηθελα να δω τη συγκεκριμένη στιγμή, αλλά του δίνω 4/5 άνετα.