Ο Τζακ είναι ένας μοναχικός εξπέρ επαγγελματίας δολοφόνος. Μια δουλειά στη Σουηδία δεν πηγαίνει και τόσο καλά, κι ο Τζακ ανακοινώνει στον σύνδεσμο του, τον Λάρι, ότι η επόμενη θα είναι η τελευταία του δουλειά. Αυτή είναι σε μικρό χωριό της Ιταλίας, όπου ο Τζακ θα κάνει φίλους και θα βρει τον έρωτα. Όλα αυτά, όμως, ίσως προκαλούν τη μοίρα του.
Σκηνοθεσία:
Anton Corbijn
Κύριοι Ρόλοι:
George Clooney … Jack/Edward
Violante Placido … Clara
Thekla Reuten … Mathilde
Paolo Bonacelli … πάτερ Benedetto
Irina Bjorklund … Ingrid
Johan Leysen … Pavel
Filippo Timi … Fabio
Anna Foglietta … Anna
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Rowan Joffe
Παραγωγή: Anne Carey, George Clooney, Jill Green, Grant Heslov, Ann Wingate
Μουσική: Herbert Gronemeyer
Φωτογραφία: Martin Ruhe
Μοντάζ: Andrew Hulme
Σκηνικά: Mark Digby
Κοστούμια: Suttirat Anne Larlarb
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: The American
- Ελληνικός Τίτλος: Ο Αμερικανός
Σεναριακή Πηγή
- Μυθιστόρημα: A Very Private Gentleman του Martin Booth.
Παραλειπόμενα
- Ο σκηνοθέτης είπε ότι άντλησε έμπνευση από τα γουέστερν του Sergio Leone, και το Μετά τα Μεσάνυχτα (1973) του Nicolas Roeg. Λόγω των σπαγγέτι επιρροών, ο τίτλος αρχικά της ταινίας προορίζονταν να είναι Il Americano.
- Ο λόγος που ο κεντρικός χαρακτήρας μασάει σχεδόν συνέχεια μια τσίχλα, ήταν μια ιδέα του Corbijn επειδή δεν υπήρχε πολύς διάλογος, αλλά ήθελε από το πρόσωπο του George Clooney να μην είναι στατικό.
- Όντας διάσημος φωτογράφος, ο Corbijn τραβούσε φωτογραφίες συνεχώς κατά τα γυρίσματα, οι οποίες παρουσιάστηκαν στο βιβλίο του, Inside The American.
Κριτικός: Σταύρος Γανωτής
Έκδοση Κειμένου: 8/10/2010
Η ταινία δεν λειτουργεί αυτόνομα. Είναι κάτι σαν σύνοψη της ιστορίας των ταινιών με επαγγελματίες δολοφόνους, αλλά, πρέπει να παραδεχτούμε, αυτών που άξιζαν. Το σενάριο δεν εμβαθύνει, δεν απλώνεται, δεν εκπλήσσει ποτέ κι εύκολα θα μπορούσε να κατηγορηθεί ως συμβατικό και κλισέ. Όμως, η ταινία είναι καλή. Μέχρι ειδικά την πάροδο της πρώτης ώρας, θα μπορούσες και να πεις ότι είναι πάρα πολύ καλή. Ο Corbjin, όμως, επιβεβαιώνει όσα είχα παρατηρήσει και στο Control κι αυτά είναι που τον ρίχνουν ξανά. Μετά το πρώτο μισό, η έλλειψη ψυχολογικής υποστήριξης από το σενάριο, ρίχνει το τελικό αποτέλεσμα.
Σαν να πήρε μαθήματα κι από τον Jarmusch (Στα Όρια του Ελέγχου), το έργο ξεκινάει βασανιστικά για τον απροειδοποίητο θεατή, ελεγειακά για τον διαβασμένο. Λακωνικό, όπως ο ήρωας του, λιτό και με ρυθμό πράο, πλήρης εκμετάλλευση του τοπίου, αλλά, πάντα, υπόγεια θριλερικό. Όταν μπαίνουμε στη δράση (και το ρομάντζο), το έργο δεν παραπαίει, αλλά είναι σαν να φοβήθηκε ο Corbjin το «πιστόλι» του box-office. Ο Clooney είναι αυτός που πρέπει, είναι ο Αμερικανός που φανταζόμασταν για τον ρόλο, αλλά ο ρόλος δεν του επιτρέπει πολλά-πολλά. Καλύτερος, μάλιστα, ο “πάτερ” Paolo Bonacelli. Εύστοχη είναι και η αντιπαράθεση Αμερικής-Ιταλίας, με τη δεύτερη να κερδίζει κατά κράτος και με πονηρές, όσο και σπαγγέτι αναφορές. Συνολικά, είναι σίγουρα μια καλή ταινία, αλλά είναι κρίμα που δεν ολοκληρώθηκε με την ίδια ψυχραιμία που ξεκίνησε.
Βαθμολογία:
Κριτικός: Σοφία Γουργουλιάνη
Έκδοση Κειμένου: 18/10/2010
To νέο δεν είναι ότι ο Clooney συνεχίζει να κάνει καλές επιλογές, είναι ο δημιουργός της καλής αυτής επιλογής Clooney . Ο Αnton Corbjin συνεχίζει επάξια την παράδοση που ξεκίνησε με το Control, κι αποδεικνύεται ένας ταλαντούχος σκηνοθέτης που ξέρει τι, πώς και πού να το κάνει. Εδώ υιοθετεί αργούς ρυθμούς και χαρίζει, μέσω μιας αδιόρατης απειλής, στην ταινία του υπόγεια δράση. Χρησιμοποιεί διαρκώς πανοραμικά πλάνα και σκούρα χρώματα, μοιάζοντας με τον απαισιόδοξο αδερφό των Coen. Το πιο εντυπωσιακό όλων, όμως, είναι ο τόπος που επιλέγει για τα γυρίσματα του. Η Ιταλία, όσο κι αν μπορεί να σας θυμίσει Ελλάδα, μεταμορφώνεται στα χέρια του Corbjin στο απόλυτο εργαλείο για να στήσει την ταινία του. Τα πέτρινα χτίσματα, ο μουντός καιρός και η αίσθηση της απομόνωσης σου δίνουν την απόλυτη αίσθηση της διαρκούς καταδίωξης.
Η σκηνοθεσία είναι σίγουρα μια αποκάλυψη για το αμύητο μάτι, κι ένα θέαμα που τέρπει το μυημένο. Όσο για το σενάριο, αυτό έχει κάποιες αδυναμίες. Τα κλισέ κάνουν την εμφάνιση τους κυρίως λόγω του ερωτοχτυπημένου μας πρωταγωνιστή και του μοιραίου του πάθους. Η ταινία είναι επίπεδη και ποτέ δεν αναζητά σκηνές καθαρόαιμης δράσης. Αυτό, όμως, που χρειαζόταν ήταν λίγο περισσότερο συναίσθημα. Η κορύφωση, που σοφά προοικονομείται, έρχεται, όμως δεν μοιάζει με κάθαρση, αντίθετα περνά συναισθηματικά αδιάφορη. Βέβαια, δεν θα μπορούσα να μην αναφερθώ στο χαρακτήρα του Clooney, αφού έχουμε να κάνουμε με έναν γνήσιο μοναχικό καβαλάρη, ένα μοναχικό καβαλάρη όμως που ξεκινά σκληρός κι ατρόμητος και αποδεικνύεται τελικά ένας κανονικός άνθρωπος, επιρρεπής κι αυτός σε πάθη κι αδυναμίες.
Βαθμολογία: