
Αναχώρηση για Παρίσι 15:17
- The 15:17 to Paris
- 2018
- ΗΠΑ
- Αγγλικά, Γαλλικά, Αραβικά, Γερμανικά, Ολλανδικά
- Δραματικό Θρίλερ, Ιστορική, Πολιτικό Θρίλερ
- 22 Φεβρουαρίου 2018
Νωρίς το βράδυ της 21ης Αυγούστου 2015, ο κόσμος παρακολουθούσε συγκλονισμένος καθώς τα ΜΜΕ ανέφεραν την αποτροπή μιας τρομοκρατικής επίθεσης στο τρένο Thalys #9364 με προορισμό το Παρίσι. Μια απόπειρα που αποτράπηκε από τρεις θαρραλέους Αμερικανούς που ταξίδευαν στην Ευρώπη. Η ιστορία ακολουθεί τις ζωές των τριών φίλων, από τη δύσκολη παιδική τους ηλικία μέχρι τη στιγμή που βρήκαν τον δρόμο τους, ως τη σειρά των απίθανων γεγονότων που οδήγησαν στην επίθεση. Καθ’ όλη τη διάρκεια της οδυνηρής εμπειρίας που έζησαν, η φιλία τους δεν κλονίστηκε ποτέ, και έγινε το πιο δυνατό τους όπλο, επιτρέποντάς τους να σώσουν τις ζωές πάνω από 500 ανθρώπων που επέβαιναν στο τρένο.
Σκηνοθεσία:
Clint Eastwood
Κύριοι Ρόλοι:
Spencer Stone … Spencer Stone
Anthony Sadler … Anthony Sadler
Alek Skarlatos … Alek Skarlatos
Judy Greer … Joyce Eskel
Jenna Fischer … Heidi Skarlatos
Ray Corasani … Ayoub El-Khazzani
P.J. Byrne … Κος Henry
Tony Hale … προπονητής Murray
Thomas Lennon … Michael Akers
Jaleel White … Garrett Walden
Steve Coulter … Jonathan Athnos
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Dorothy Blyskal
Παραγωγή: Clint Eastwood, Jessica Meier, Tim Moore, Kristina Rivera
Μουσική: Christian Jacob
Φωτογραφία: Tom Stern
Μοντάζ: Blu Murray
Σκηνικά: Kevin Ishioka
Κοστούμια: Deborah Hopper
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Μέτρια.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: The 15:17 to Paris
- Ελληνικός Τίτλος: Αναχώρηση για Παρίσι 15:17
Σεναριακή Πηγή
- Βιβλίο: The 15:17 to Paris: The True Story of a Terrorist, a Train, and Three American Heroes των Jeffrey E. Stern, Spencer Stone, Anthony Sadler, Alek Skarlatos.
Παραλειπόμενα
- Πρόκειται για αληθινή ιστορία, στην οποία πρωταγωνιστούν ως ηθοποιοί οι ίδιοι οι τρεις άνθρωποι που την έζησαν και την κατέγραψαν στο αυτοβιογραφικό τους βιβλίο The 15:17 to Paris: The True Story of a Terrorist, a Train, and Three American Heroes (2016).
- Αρχικά, ο Eastwood είχε σκεφτεί να προτείνει στους Kyle Gallner, Jeremie Harris και Alexander Ludwig τους τρεις βασικούς ρόλους.
- Στην πραγματικότητα, ο πρώτος που παρεμπόδισε τον τρομοκράτη ήταν κάποιος Γάλλος. Αφού όμως πρώτα αρνήθηκε το παράσημο ανδρείας, ζήτησε να παραμείνει για πάντα ανώνυμος, φοβούμενος αντίποινα από γάλλους ισλαμιστές. Αυτό, από την άλλη, δεν το απέφυγε ο Spencer Stone, που τραυματίστηκε βαριά από μαχαίρωμα στις ΗΠΑ το 2015, εν μέρει λόγω αυτού του γεγονότος.
- Η πρώτη αξιολόγηση όρισε την ταινία ως R για γραφική βία. Μετά από έφεση, ο χαρακτηρισμός κατέβηκε στο PG-13. Ήταν ανάμεσα στις μόλις 5 ταινίες μέσα στην ίδια χρονιά που κατάφεραν κάτι μέσω παρόμοιας έφεσης, από τις 563 που επί του συνόλου είχαν καταθέσει.
Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης
Έκδοση Κειμένου: 22/2/2018
Έχοντας καταφέρει με την πλειοψηφία του σκηνοθετικού έργου του από τον 21ο αιώνα κι έπειτα όχι μόνο να αναθεωρήσει την εικόνα του έτσι όπως καθιερώθηκε ως ηθοποιός αλλά και να γίνει όνομα-δημιουργικό κατεστημένο, με την καλή έννοια, ανατρέποντας προς το ωριμότερο σημεία της πιο πρώιμης φιλμογραφίας του, ο Clint Eastwood δεν έχει καταξιωθεί καθόλου τυχαία σε αυτήν τη βιομηχανία. Είναι τέτοιο το μεγαλείο των σπουδαιότερων στιγμών του και τόσο πολυμορφικό το οπλοστάσιο των δημιουργιών του στην καρέκλα του σκηνοθέτη (από το γουέστερν στο βιογραφικό δράμα, από το αστυνομικό θρίλερ στο ρομάντζο και από την αντιπολεμική εποποιία στην κατασκοπική περιπέτεια) που ακόμη και τα περιοδικά στραβοπατήματά του συγχωρούνται όταν τοποθετούνται στο ευρύτερο σύνολο της δουλειάς του, όταν αυτά δεν ξεχνιούνται στο πέρασμα του χρόνου (ποιός θυμάται για παράδειγμα το τετάρτης διαλογής “The Rookie” μπροστά στο αριστουργηματικό “Unforgiven” ή το εντελώς ρουτινιάρικο “Blood Work” μπροστά στο φιλοσοφημένα πικρό και πεσιμιστικό “Mystic River”;). Για αυτό, μπροστά στο πικρό γεγονός ότι η νέα σπουδή του σοφού καουμπόη επάνω στον ηρωισμό, συμπληρώνοντας μια ανεπίσημη θεματική τριλογία που συμπληρώνεται από τα “American Sniper” και “Sully”, είναι μια καραμπινάτη αποτυχία σε κάθε σχεδόν επίπεδο, δεν γίνεται παρά να βγει αβίαστα από τα χείλη ένα εγκάρδιο «δεν πειράζει, την άλλη φορά».
Καταρχάς, η επιλογή να υποδυθούν τα πραγματικά πρόσωπα τους εαυτούς τους θα μπορούσε ίσως να λειτουργήσει καλύτερα αν ολόκληρο το καστ αποτελούταν από ερασιτέχνες ηθοποιούς, αυτό θα μεγιστοποιούσε τη φυσικότητα που επιδιώκεται εδώ. Όμως η ανάμειξη που γίνεται αφήνει μια πολύ περίεργη αίσθηση: από τη μία πλευρά βλέπει κανείς τους Skarlatos, Sadler και Stone να δείχνουν αβέβαιοι και αμήχανοι μπροστά από το φακό παρότι δεν υπάρχει κάποια επιπρόσθετη απαίτηση πέρα από το να είναι απλά οι εαυτοί τους, ακριβώς επειδή δεν έχουν την πείρα του μέσου (είναι σχεδόν σίγουρο ότι ο Eastwood από σεβασμό δεν τους έχει ασκήσει τρομακτική πίεση για να ερμηνεύσουν πραγματικά καλά) και από την άλλη την Judy Greer να υποκρίνεται, να υποδύεται κάποιον τρίτο και να φαίνεται απείρως πιο φυσική και πηγαία κι έρχεται στο νου η ανεκδοτολογική ιστορία με τον άγρυπνο Dustin Hoffman και το Laurence Olivier στα γυρίσματα του “Marathon Man”. Πέραν της ίδιας, όλες ανεξαιρέτως οι υπόλοιπες ερμηνείες είναι τουλάχιστον ανεπαρκείς, όμως ακόμη κι αυτό το πολύ σοβαρό παράπτωμα θα μπορούσε να ήταν συγχωρητέο αν υπήρχε εδώ ένα όραμα με συνοχή και μια ουσιαστική μελέτη πάνω στην έννοια του ήρωα πέραν του αναμασήματος της Δύσης ως ενός φρουρίου που υπερασπίζεται τις αξίες της ελευθερίας απέναντι στο σκοταδισμό της άλλης πλευράς του ισλαμικού φονταμενταλισμού. Το φιλμ όμως παραμένει σε αυτό το μονοδιάστατο αφήγημα χωρίς να προχωράει παραπέρα. Ακόμη όμως κι αν γίνει δεκτό το πνεύμα αυτό παραμερίζοντας ιδεολογικές ενστάσεις, η ταινία δεν καταφέρνει ούτε να το σερβίρει κατάλληλα, ούτε και να το «περάσει». Το σενάριο είναι άκρως τσαπατσούλικο, «σπάει» την αφήγηση σε μικρά μεμονωμένα επεισόδια που δεν κατορθώνουν να χτίσουν μια ολοκληρωμένη ιστορία, ενώ το πλέον σημαντικό κομμάτι που αφορά το πως κατάφεραν οι τρεις αυτοί άντρες να συντονιστούν και να δράσουν στο σωστό μέρος τη σωστή στιγμή, καθώς και το ηλεκτροσόκ συναισθημάτων που αδιαμφισβήτητα θα τους διαπερνούσε εκείνα τα λεπτά, εξαντλείται σε τσιτάτα καφενείου περί μοίρας που συνωμοτεί για να έρθει για το άτομο εκείνη η ώρα που θα δοξαστεί και για την οποία προετοιμάζεται για όλη τη ζωή του και σε μια βιαστική, διεκπεραιωτική απεικόνιση του κεντρικού γεγονότος (αποσπάσματα του οποίου βρίσκονται σε όλη την έκταση του φιλμ, αλά “Sully” και πάλι) το οποίο θα μπορούσε να αναλυθεί διεξοδικότερα.
Πρόκειται για μια επιφανειακή, χωρίς δραματουργικό ενδιαφέρον, σχεδόν ερασιτεχνικά γυρισμένη δημιουργία που πολύ πιθανό να είναι και το ναδίρ της σκηνοθετικής καριέρας του Eastwood. Όμως, όπως προαναφέρθηκε, είναι το σύνολο της δουλειάς του τέτοιο που θα ήταν μικρόψυχο να κρατήσει κάποιος κακία για μια άστοχη βολή μια στο τόσο.
Βαθμολογία: